Φιλοξενούμενή μου στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα η ποιήτρια Ευαγγελία Πατεράκη. Η καλεσμένη μου έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή της κινείται στα μονοπάτια της υπερρεαλιστικής γραφής. Ο λόγος της είναι τολμηρός, χυμώδης, εκστατικός, με εντυπωσιακές εικόνες, ανεξάντλητα ευρήματα κι ισχυρό συγκινησιακό φορτίο. Η πένα της καταγράφει την υπαρξιακή αγωνία,την εσωτερική αναζήτηση,την πάλη με τον χρόνο,την απώλεια. Θα ταξιδέψουμε με δέκα εκπληκτικά ποιήματά της!
μέδουσα
Με γεννάει, αδιάλειπτα,
ένα ψέμα θανάτου
στην αναπνοή αδιάφορων πλοίων
πως έφτανες χίλιες πτυχές
με ξελιγωμένη γλώσσα
ν’ ακούς σπαραγμούς χρωμάτων
και να μην μ’ ακούς
στον κυρίαρχο νου των δειλινών
που μυούν τις νύχτες των
δακτυλικών μου δακρύων
μέσα στην μήτρα του επόμενου τοκετού
που σπαράζει το Ποίημα
με την Μέδουσα των υπογείων μου.
Στο τελευταίο κεφάλι μου
τα σκαλοπάτια σου σκόνταφταν εξονυχιστικά
στα καλπάζοντα νερά μου
και η διαπλανητική μου προσευχή
από σπασμένη βάρκα στον σταυρό των αγίων
που δεν έφταναν ποτέ μαζί σου
δεν έφτανες να αναδείξεις την
θλίψη της προσοχής μου.
Με τρένο προσμένω
της θυσίας το όνειρο
και του καθρέφτη σου την σιωπή στο
ψήγμα της αφής μου.
"Πράξις πρώτη"
όλα τα τρένα που έφυγαν στις οκτώ
έχασαν τις πόλεις, κι έμειναν
από ώρες, σε ράγες ανύπαρκτες
/ από τότε σε ανύπαρκτους σταθμούς σε περιμένω
και πάντα σε έχω προαιώνιο μυστικό μου
μυημένου σταθμάρχη σε αμέτρητους καιρούς –
άχρονο σφύριγμα κλειδούχου ασύνορου
και χέρια ομιχλώδη με άσαρκο ραντεβού
σάρκινης νύχτας μου, σαν αρχαίων θεών /
“Λυγμοί πτήσεων”
Κι ενώ σκίζονταν τα οστά μου,
οι δαιμονικές καταπτώσεις,
τα θεριά σας με τ’ αλησμόνητα νύχια,
τα βλέφαρά σου που έκλειναν στις αστραπές
τους μήνες των ακατοίκητων επιβατών μου,
οι ίνες μου που βοούσαν στα στενά των
σιδερένιων χειλιών σου
στα οστά μου, ενώ σκίζονταν,
οι σκιές σας,
οι σκιές σου με οπισθογωνία
κυνηγούσαν κυνικά τις πελματικές μου προβολές
τους γύψους των σωθικών μου και
τα ράμματα στα αρχαία γράμματα των εντολών
με τον ερωτικό λυγμό των ανέμων μου
και την χλευάζουσα ροή των κόσμων
στο απόκοσμο των πεπραγμένων μου
με τα θωρηκτά των σειρήνων σου
στις οδύνες των πτηνών μου
και στα σκουριασμένα τρένα
που στέρεψαν από επιβάτες
αφού ο θεϊκός τοκετός
αφύπνισε την δίψα μου,
με σκισμένα οστά,
να ξεσκονίζω το μικρό παράθυρο
στο φίλημα των ανεμώνων
παλαιότητας των παρόντων
με το αίμα των δειλινών χειλιών μου
που ποτέ δεν γνώρισες.
Νύχτες λωτοφάγες
Μετά τη νύχτα
ακολουθεί η πέτρα,
η φωνή της πέτρας και
το αδιάβροχο της μετάβασης
με γαλότσες θανάτων
από εγχάρακτους μύθους
ερωτικών ήχων στο
καταβάσιο της ομίχλης,
μ’ ατσάλινη ρίζα
στις στριγγιές του κενού,
όταν ο νεκρός αναδύεται
λευκός οίστρος
από καπνούς μέθης
και αναπάντητη κλήση
στην πιστότητα των λωτών.
Ο τρελός του μυαλού μου
Ξεκουράσου μωρό μου!
έχω μια σταύρωση να με φτάσω
και θα 'μαι κενός
σαν πλοίο
που έπιασε ομίχλη στα μάτια μου
στα τυφλά μου χέρια
με δάχτυλα τσιγάρα
τερματικός
Επιβαίνω άκαμπτος
με οστά ιστία
από νυχτωδία φυγής
Τα πόδια σου
στον οίστρο της βροχής
τα ρούχα μου
χτυπάνε παραθυρόφυλλα
στα μάτια σου
τα μάτια μου ... δεν έχω
Κράτησα γεύση
για να ταξιδεύω
στ’ απώτερο
και μίλησα τη γλώσσα σου
για να διψάω το βυθό
Το κατάστρωμά μου
διαμελισμένο το σώμα μου
ο τρελός στο μυαλό μου
στην πρύμνη των ονείρων μου
η φώκια στην άλλη άκρη
Μην κλαις -!-
έχω να μετρήσω τις κλειδώσεις μου,
στα μπουντρούμια των ιδεών μου
και θα 'μαι προσεχώς
Την ώρα που κατέβαινα σταθμός
το λιμάνι υποχώρησε.
Ήσουν-;-
Έμαθες ένα πλοίο να κλαίει
Έχεις ακούσει πλοίο να κλαίει;
Είναι να κάμπτεται ο καιρός
και πάλι ατέρμονος
να επιστρέφει μυστικός.
Είναι ο ίσκιος
της Σελήνης στα σπλάχνα μου
κι εσύ που έβλεπες
ακούς;
Στα πόδια σου το φουγάρο μου
σαν πάντα πειρατικός.
Μην ξυπνάς μωρό μου,
ακόμη βρέχει
και στ’ αστέρια δεν έχει σταθμό.
Αμαρτίες νεκρών
Όταν πέθανε
άρχισε να γαβγίζει το αίμα μου –
συλλαλητήριο στη σιωπή –
Δάγκωσα και το κόκαλο,
για 'κείνο το θείο κλάμα
που ειρωνεύτηκαν οι αμαρτίες των νεκρών
Μεγάλης Παρασκευής ανάστημα
Κι όταν το “σ’ αγαπώ” ανιχνεύτηκε στις φλέβες μου
πριόνισα το αίμα μου
να σε κρύψω για πάντα
μυστική συμφωνία στο μέγαρο της κόλασης
και τα σκυλιά σιωπούσαν.
Απ’ τους αγέρωχους ουρανούς
έτρεχε βροχή στα χέρια μου –
παράθυρο στο κενό
που αποδείχτηκε μάταιο
στο λεκτικό σου υπερφίαλο
να μην υπάρχεις, και
γαβγίζω κι εγώ –
το μόνο που μπορώ
να φυλώ τη μνήμη
για να βρίσκεσαι τη νύχτα
στο δάσος
μέρα βροχής σε κέντρο ασπρόμαυρο
και να καπνίζω αποχωρισμό.
Πορεία Φωνές
Άκουσα τόσες διαδρομές
που χάθηκα στις σιωπές των φωνών τους
μόνο σαν τρένο πέρασα, σα σκαλοπάτι τρένου,
σα θύμησή του σε άγρυπνους σταθμούς –
λίγο πριν το σύνορο,
όταν σαρώνεται το σύνορο με χιονοθύελλα,
πάντα βοράς, που τρελαίνεται το μάτι στην ανάβαση,
που λυγάει και το ίχνος, μια κουκίδα, μόριο δακρύου,
που μόνο βουβό λαχάνιασμα σε πόρτα κλειστή,
να ψάχνω δίχως δάχτυλα την υφή του παλμού της,
το χρώμα της, όταν ανοίγει το άπειρό της,
όταν κλείνει, το χρώμα της ποιο
να ψάχνω το κώμα της, όταν
δεν την χτυπάει κανένας
με μάσκα οξυγόνου η κλειδαριά της
να της κρατάω το χέρι μέχρι το τέλος
γονατισμένος, κρατώντας την ανάσα μου,
να μην προκύψει ξαφνικό.
Στην ταφή πάλι ακούω διαδρομές. Μέχρι το τέλος διαδρομές.
Και οι νεκροί να διαδηλώνουν πάνω απ’ τον τάφο μου
Και να παγώνω ψάχνοντας κι άλλο μια κουκίδα επιγραφή.
Πορεία φωνές σε σιωπές μαρμάρινες
με χρώμα άχρωμο
και μόνη γνώση ιερογλυφικά καμώματα της θάλασσας,
που συντρίβει τη θάλασσα –
όμοιος ομοίω –
κι ακούω διαδρομές – πάντα βοράς ο ερωτικός
σε πόρτα κλειστή._
Ώρα μηδέν
1. Κι είναι σαν άξαφνα πιρουέτες να γλιστρώ σε χρόνο αλήτη. Ώρα μηδέν, και κάτι ακόμη νότες αστροφεγγιά. Σε παγκόσμιο θίασο μ’ απόκρημνες μέρες. Σε ψάχνω. Νύχτες φευγιά, απόφαση αστραπή. Ξεφεύγω τα ορισμένα. Είναι οι νύχτες κομμάτια σπαρμένα στην πλάνη του μυαλού μου. Εμπύρετος τρελά, κι εντέλει χύνονται λάβα. Κάπως έτσι, ξύπνησα την πιο δικιά μου ώρα. Ν’ αγγίζω άστρα και να γίνεται εσύ. Να χτυπά το τηλέφωνο και να πνέει εσύ. Να πληκτρολογώ κάθιδρος και να τρέμεις εσύ. Πόσα χρόνια – σκαλοπάτια έπρεπε ν’ ανέβω για να 'σαι εσύ; Πάντα σ’ έψαχνα. Θέλησα να σου πω, να σε ψιθυρίσω απόψε: «Φεγγάρι μου..», μα δίπλωσα σεντόνι τη φωνή, μην ακουστεί. Πάντα σ’ έψαχνα. Τα βράδια, που είσαι μόνη, είναι τα βράδια της κατοχής, κι απαγορεύονται οι κρότοι. Την προηγούμενη της τρέλας μου, που δοκίμασα τις αντοχές του καθρέφτη μου – μετωπική η σύγκρουση – δάγκωσα τα γυαλιά να κρύψω τις αποδείξεις. Έραψα τα χείλια και δέθηκα στο κρεβάτι να παίζω το νεκρό στο τσίρκο της πόλης. Και τότε σ’ έψαχνα πιο πολύ. Μα τότε, ακόμη δεν ήσουν. Είναι απρόσμενες οι γεννήσεις των ανθρώπων, για να 'χει ενδιαφέρον το κύμα της ζωής. Έχω περάσει αιώνες κι αιώνες, μα σαν και τούτον δεν ξανά 'χε. Είναι που ανεβοκατεβαίνουν τα σύμπαντα, για να προλάβουν τις εξελίξεις. Είναι που τα κτήνη πριόνισαν τους κορμούς των ζωών. Τα σκαλοπάτια μου, τραγικά κατεστραμμένα – απείρων ρίχτερ οι σεισμοί. Πάντα βράδια ανεβοκατεβαίνω με σκοινί απ’ το παράθυρό μου. Σκιά, σκιές και χάνομαι τις πιο δικές μου ώρες. Να σε ρωτήσω θέλω, πού και πώς; Πώς ήρθες να με βρεις; Μετά τη σταύρωσή μου, να σου πω, σαβανώθηκα βρεγμένες μέρες, αναστάσεις δειλών, και τάματα. Είχαν όλοι θελήσει ν’ αποδιώξουν τα θαύματα. Υπεκφυγές ονείρων, κι Εσύ ερχόσουν τις πιο δικές μου ώρες, που είχες πει. Πού βρήκες και πώς; Είναι σημαδεμένα στα χέρια τα χνάρια ; Να 'ναι που θέλω στο όνειρο να κυβερνώ; Σε ψάχνω. Εντολές χίλιες και δέκα ανοιγοκλείνουν την καρδιά μου. Διάπλατη αυλή με ίσκιους φιλιά. Να εισέρχομαι ιδρώτας σε πόρους – ναούς μυστικούς – κρυφά μονοπάτια για τους τρελούς. Μύστης μιας τρέλας, ανείπωτης εξορίας από τετράγωνα μυαλά, που στέγνωναν τη σάρκα, και έρημο γέμιζαν ανηλεώς. Ήρθες. Ήρθες; Η γλώσσα μου θεριό, με κεφαλίδα επιγραφή ατύλιχτη από γάζες. Παγωμένο το αίμα στη χαρακιά του στόματος. Πίσω τα κάγκελα βυθισμένων φυλακών στο γκρέμισμα της αναμονής. Είναι που πέρασα όλους τους αιώνες, κι οι ορίζοντες μετατοπίστηκαν, καθώς οι πόλοι αγρυπνούν στην επανάσταση. Ήρθες. Θα σε φιλήσω με τα χείλη των ματιών, πιότερο βαθιά τα θέλω εκεί. Είναι χιλιάδες οι ορμές. Πώς να προλάβουν τα χείλη να κοιμηθούν όλες σου τις εποχές ; Κι η γλώσσα βροντή, μα μην διστάσεις. Είναι που άλεσε σπασμένα τα τζάμια των μορφών μου. Καθώς που σε περίμενα αγρίευαν οι φλέβες, και λάσο γίνονταν να συλλάβουν το χρόνο το θνητό μου. Σ’ έψαχνα πάντα. Κι εσύ τις πιο δικές μου, ζήτησες, στιγμές. Κι είναι ο χρόνος τώρα ο σωστός. Ακριβώς οι δείκτες. Οι δείκτες όλοι σημαδεύουν βροχή. Πες μου τώρα.. Ποια είναι η φωνή σου; Πρέπει να κυματίσει ξανά η θάλασσά μου. Πάει καιρός, που τα καράβια μου άφωνα έσβησαν στην ξενιτιά. Να σ’ ακούσω θέλω. Πες μου πολλά στις σιωπές σου. Αύριο μπορεί να έχω διαγραφεί. –
2. Στα κρατητήρια των δακτύλων μου – τα φθαρμένα παπούτσια μου, με τις φλέβες λυμένες να σέρνουν το άτακτο χώμα (ένα συν ένα τα φυλακτά της ωρίμανσης – προλογική νηστεία ο δρόμος της αποκάλυψής σου). Στο αχανές δέρμα που σβήνει σαν ορίζοντας στην προσμονή μου, η προσμονή μας διχοτομείται από βροχή να παίρνουν μνήμη τα παράθυρά μας, να βλέπουν νερό τα χέρια μας κι ανέμους. Τα παλιά μας βήματα να εντείνουν τη θάλασσα και να μας βρίσκουν πέτρινα λάφυρα λάβας ηφαιστειακής και μακρινή συντέλεια. Ενορχηστρώνω εισπνοές σε χορούς ιερών, με λαβωμένες κερκίδες παλιών φαντάρων στ’ απόσταγμα των φυλακίων και σου μιλώ σε σπάραγμα. Στ’ άρωμά σου η βροχή με όλα τα περιστατικά της κοσμογραφίας κι η πληγή.
3. Σε σκίζει το νερό παραβατώντας στους νόμους των θεών. Έγκατα φιλιών οι φωνές των αρχανθρώπων. Κι οι ουρανοί κατεβάζουν ορδές σκορπιών – ομάδες αυτοκτονίας πάνω από παλίρροιες επιβατικών ονείρων
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκα κάποιον Οκτώβρη μέσα στους αιώνες. Πάλεψα με τα θεριά μου γενναία, φυλάττοντας, με όποιος κόστος, Αξίες και Ιερά. Λάτρεψα τις θάλασσες τους χειμώνες και τις βροχές στις στέγες των ανθρώπων. Δόθηκα, με πάθος, στην Ουτοπία του Δίκιου και της Αλήθειας. Έγραψα κάθε κρότο και σιωπή,για κάθε ίχνος και σφύριγμα, κάθε σεισμό και χείμαρρο που χάραξε σκίζοντας το δικό μου Είναι. Ζωγράφισα τη λεπτομέρεια εισχωρώντας στα βάθη των πραγμάτων μας. Δεν λιποτάκτησα στην ευθύνη. Στα δύσκολα, μόνιμα, ζυγίζομαι κι αντέχω. Πιστεύω στους Ακρίτες, που μόνο αυτοί ακούν, έξω απ’ τους όχλους , τους ήχους των νερών. Πιστεύω στη λάβα, στην υγρή φωτιά, που μου χάρισε το δρόμο για την Τέχνη. Αυτήν που δεν υποκλίνεται για μια μπουκιά εφήμερο ψωμί. Που δεν φωτογραφίζεται μέσα σε προβολείς και δεν συνωστίζεται για όποια δόξα. Γεννήθηκα στις 27 Οκτώβρη του 1962, λένε τα χαρτιά, κι ακόμη γράφω, κι ακόμη εισχωρώ, κάτω απ’ τα φαινόμενα, παραμερίζοντας τις βιτρίνες με τα γυαλισμένα, κι όμοια, καθωσπρέπει υποκριτικά πρόσωπα και λόγια.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ενδιάμεσος Αντίλαλος, (Ίδμων)
2. Ο δραπέτης, (Μπαρτζουλιάνος 2009)
3. Η διαθήκη μου – το ένα (Βακχικόν, 2013)
4. Φύλο: Μονομάχος, (Βακχικόν 2013)
5. Το σκισμένο καλσόν, (αυτοέκδοση)
6. Πλουτώνιο άλγος μου (24 Γράμματα 2020)