Σήμερα στη στήλη μου "Στα βαθιά", υποδέχομαι τη λογοτέχνιδα από τη Θεσσαλονίκη Δώρα Κασκάλη. H καλεσμένη μου έχει σπουδάσει Φιλολογία,με μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στο έργο του Γιώργου Θεοτοκά. Έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων,μια νουβέλα, ένα μυθιστόρημα,ένα παιδικό βιβλίο και δυο ποιητικές συλλογές. Με την πρώτη της ποιητική συλλογή "Ανταλλακτήριο ηδονών" τιμήθηκε με το βραβείο "Μαρία Πολυδούρη". Η συλλογή διηγημάτων της "Στο τρένο" ήταν στη βραχεία λίστα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω». Η ποίησή της είναι χειμαρρώδης,τολμηρή κι αισθαντική. Ο λόγος της είναι πλούσιος, περίτεχνος,θελκτικός. Την ταρακουνούν οι ανθρώπινες σχέσεις, η επαφή με την επιθυμία,το όνειρο. Συνομιλεί με τον έρωτα και ζωγραφίζει με όλη την παλέτα των συναισθημάτων. Πετά τα πέπλα των αναστολών και των ενδοιασμών και η πένα της άφοβη,αποτυπώνει κάθε σκέψη,κάθε συγκινησιακή κατάσταση. Θα έλεγα πως είναι μια γραφή βαθιά γυναικεία. Η ματιά της δημιουργού,η οποία βιώνει,αισθάνεται και συγγράφει ,είναι αγέρωχη κι ελεύθερη,ακριβώς έτσι όπως θέλουμε να φανταζόμαστε τη γυναίκα στην εποχή μας. Θα ταξιδέψουμε με δέκα ποιήματά της!
«Ανταλλακτήριο ηδονών», Σαιξπηρικόν 2014
ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΕΣ ΟΡΟΙ
Ἄς κάνουμε μιά συμϕωνία
ἐγώ καί ἡ σιωπή σου:
θά ’ναι τόσο παροῦσα πού
ἄν ξεχαστῶ γιά λίγο
ἄν πῶ ὅτι θυμᾶμαι
τ’ ἀδιάβατά σου χείλη
τά δυό νευρώδη πόδια
τόσο κοντά
στό χέρι μου
πού χάιδευες γιά νά κερδίσεις τούς ρυθμούς του
καί μοῦ πετοῦσες νύχια μαλακά
στό μονοπάτι μές στό δάσος σου
γιά νά σέ ξαναβρῶ,
θά κλείσει τό πλάνο ἡ σιωπή σου
θά πεῖ τό ἀποϕασιστικό cut!
Καί μετά
fade out.
Δέν θά ὑπάρχουν ὅροι ἀπαγορευτικοί
μόνο κατ’ οἶκον περιορισμός
μιᾶς μπαγιάτικης ἐπιθυμίας
στό κουκούλι τοῦ λάθους.
Τίμιες συμϕωνίες σ’ ἕνα παιχνίδι
ἀτιμίας γιά ὅρκους ἔρωτα
πού ἀσελγοῦν
πάνω στό ἀνοίκειο σῶμα τοῦ
μαζί.
ΑΝΑΤΟΜΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Τά πόδια μου κουράστηκαν
νά κουβαλᾶνε τό μικρό μου σπίτι
δύο δωμάτια σαλοκουζίνα καί WC.
Γέμισαν σκοτωμένο αἷμα οἱ ϕλέβες
ὅσο ἐγώ κάνω ὑπερωρίες
στοῦ πόθου τά στιλέτα.
Ἀπ’ τά παράθυρά του βγαίνουν δέκα χέρια
κι αὐτά διακλαδίζονται σέ δάκτυλα διακόσια
μέ νύχια ἁρπακτικά πού κρύβουν τή γενιά τους
στό κόκκινο, τυρκουάζ καί κοραλλί μανό.
Ἡ μάνα ὅλη μέρα θυμιατίζει
σέ μία κόγχη τῆς ἀριστερῆς ἀμυγδαλῆς·
ἔχει στριμώξει εἰκόνες τῶν Ἁγίων
ἐπιχειρώντας πλιάτσικο στίς πιό λάγνες μου μνῆμες.
Ἐσύ κάνεις τραμπάλα στήν ἀρσενική δεξιά
νιώθεις ἀσϕάλεια μές στήν ὑπεροχή σου,
ὅσα σοῦ δίδαξαν οἱ κραταιοί προπάτορες θυμήσου!
Ἀπό τή μία θηλή κρέμονται δέκα νᾶνοι,
ἀπό τήν ἄλλη ρέει πρωτόγαλα ἀγριμιοῦ,
μιά τιάρα μοῦ ὑπόσχεται παλάτια
καί κοϕτερές, μεθυστικές βελόνες
μέ στέλνουν σέ ναρκωτικά ταξίδια τοῦ χαμοῦ.
Ἔχω μία πανάρχαια γιαγιά πού κάθε βράδυ
ποντάρει τήν τιμή μου στά χαρτιά
κι ἐγώ κρατάω τσίλιες στούς αἰῶνες
ἔξω ἀπ’ ἕναν οἶκο καθωσπρέπει
παραϕυλώντας τῆς ἀκολασίας τό βασιλιά.
Πάνω στήν ἄσπρη μου κοιλιά
θά σχεδιάσω ἕνα σπουδαῖο δέντρο γενεαλογικό
καί τό αἰδοῖο μου θά ὑποθηκεύσω
μ’ ἀντάλλαγμα τό σπέρμα βίαια ρομαντικῶν ἐραστῶν.
ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ
Πάλευα
καί κάθε βράδυ
στό προσκεϕάλι του ἀκουμποῦσα
ἕνα σύντομο ποίημα.
Προτίμησα γιά τό χατίρι του
τά βασιλικά ροῦχα νά πετάξω
μέ ἄσπρο ϕανελάκι νά κυκλοϕορῶ.
Ἐξόρισα ἀπό τό λόγο μου περίτεχνα ἐπίθετα,
ἀραβουργήματα, λεπταίσθητες εἰκονοποιίες.
Μέ τή γραϕίδα σκάλισα
τή ρίζα τῆς ἐλιᾶς, ἔδωσα σχῆμα σ’ ἕνα πρωινό,
ὕμνησα τήν ἁπλότητα τοῦ ἔρωτα.
Εὔχυμα σώματα
κατοίκησαν τίς ρίμες μου,
στόματα δάγκωναν
μ’ ὅλη τους τήν ὀδύνη,
μέλη καίγονταν
στῆς λαγνείας τό καμίνι.
Σαχραγιάρ, Σαχραγιάρ,
ἀκόμη ἕνα βράδυ θά μείνω ζωντανή.
Ὁ ἥλιος θ’ ἀνατείλει μιά νέα ὑπόσχεση.
Ὅλα εἶναι ἐδῶ καί ὅλα εἶναι κόμπος.
Σαχραγιάρ, Σαχραγιάρ,
ἕνα κοπάδι λέξεις, ὄμορϕα συναγμένο
γιά νά κερδίσω μάταια τήν προσοχή σας,
γιά νά ἀποκτήσω –ϕεῦ!– μιά χάρτινη ζωή.
ΑΔΩΡΑ
Ὅταν ἔσϕαξες τό ὡραῖο, μαῦρο πιάνο μέ τήν οὐρά,
κι ἔβλεπα νά σταλάζει ἀκατάπαυστα
μιά αἱματόχρωμη ἁρμονία
ἀπ’ τή λεπίδα τοῦ μυαλοῦ σου,
δέν εἶπα τίποτε.
Σέ ἀγαποῦσα τότε.
Ἐσύ ὁ χειριστής, ἐσύ ὁ σϕαγιαστής.
Ὅταν σοῦ ἔγραψα τό γράμμα,
–ἔπαιζα χρόνια μέ τίς λέξεις,
τά μικρά μου κατοικίδια μέ τήν καρδιά τοῦ αἴλουρου–,
κι ἐσύ τό ξέχασες μές στό σεντοῦκι
μέ τή σκαπάνη καί τά βρώμικα ϕτυάρια,
ἔνιωσα νά παλιώνουν ὅλα τά ποιήματα
πού ἤθελα νά σοῦ δωρίσω.
Σέ ἀγαποῦσα –ἴσως– ἀκόμη
ἀλλά ἔμεινα χωρίς γλώσσα,
δίχως χέρια,
ὑποκατάσταση γυναίκας
σέ βολικές ὧρες ἡδονῆς.
****************************************
«Κάπου ν’ ακουμπήσεις», Μελάνι 2018
ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΙ
Ο φόβος σκορπά
τα λέπια του χρόνου
η ανάγκη καρφώνει
τη σάρκα στον σταυρό
αιμορραγεί, ραντίζει
με λέξεις καμβά λευκό
Ο φόβος μ’ εκτοπίζει
στη σκιά της σαγήνης
ψωμώνει τα περιβλήματα
ευσεβώς πνέει ζωή
σε άτεχνα νευρόσπαστα
που μιμούνται το «εσύ»
Φόβος είναι
ο έρωτας του σύμπαντος
για του κενού την αγωνία
Έρωτας είναι
το στιγμιαίο
–παράλογα που γίνεται–
ατέρμονο
μαζί σου
ΘΝΗΣΙΓΕΝΗ ΚΙ ΑΙΩΝΙΑ
Βαρδάρης. Έξι και μισή. Στο λεωφορείο.
Σταματημένοι στο φανάρι,
βλέπω σεντόνι απλωμένο
να ερωτοτροπεί στα σύρματα
με αεράκι φθινοπωρινό.
Αυτή την ώρα, νοτισμένο και βαρύ
δεν θα μυρίζει σαπούνι Μασσαλίας,
αλλά τα στήθη της γυναίκας
που χάιδευε την χθεσινή βραδιά
καθώς επάνω της θα το ’συρε
από ντροπή για τους λεκέδες
του χρόνου στο κορμί της.
Αν είχε φωνή, ίσως και να της έλεγε
ότι εκείνο
χωρίς λουλουδάτα ντεσέν
και μ’ ένα σχίσιμο στη δεξιά γωνία
τα καταφέρνει
να σαβανώνει το γκρίζο πρωινό,
διάφανο να φέρνει τούτο
τον ανυπόληπτο βυθό.
Να φυλακίζει πρόσκαιρα το κάλλος
την ώρα που το πιρουνιάζουνε
χρυσάφι κάνοντάς το
του ήλιου οι ακτίνες.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ
Καλοκαιριά πάνω απ’ την πόλη.
Μόνο ένα αδέσποτο σύννεφο
–σκοπευτής ελεύθερος–
με στόχευε από ώρα.
Οι διμοιρίες έκαναν
τσιγάρο της υπομονής
πριν ξεκινήσει η πρώτη πράξη.
Τα δέντρα εκσφενδόνιζαν
μολότοφ χλωροφύλλης
επάνω στο πλακόστρωτο
ενός ακόμα κυνικού Δεκέμβρη.
Διαδήλωνα μοναχικότητα
στις λεωφόρους όπου αντάρα
και φωνές παρήλαυναν.
Καρπωνόμουν τη
μνήμη από το χέρι σου που έλειπε.
Γινόταν μήτρα του κορμιού σου η πόλη.
Ο θαλασσινός κόρφος της
γούβιαζε αξόδευτη την τρυφερότητα.
Η κλειστή χώρα μού έστηνε οδοφράγματα,
μα εγώ ήθελα προσκυνήτρια ώς
την θωριά σου να περπατήσω.
Οι σωρείτες πάνω από τον Χορτιάτη
κακά έφερναν μαντάτα.
Λαχταρούσα να βγάλω τη μαύρη ζακέτα,
συγγνώμη να μη ζητήσω
για το φάλτσο στον επαναστατικό μου ρόλο.
Ξεμπράτσωτη στο άδειο
λιμάνι. Να φωνάξω.
Σε θέλω.
ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Προσπίπτουσα και εμφανώς αναξιοπρεπής,
θα ξεντυθώ το σώμα πάραυτα.
Τον γλυκασμό θα κλείσω αεροστεγώς σε γυάλα
πριν να τον βάλω στο ψηλότερό μου ράφι.
Και θα φορέσω το ταγέρ της λογικής που
επιτυχώς ταιριάζει με των γραφείων σας τους τοίχους.
***************************************
Ανέκδοτα
FRAGMENTUM Α
Η μορφή
ξαφνικά άμορφη·
ναυαγισμένη η παρειά
ως λεπτομέρεια χρώματος
που σε κόκκους διαλύει
την άσπρη έρημο.
Το χέρι σφηνωμένο στον τοίχο,
απόπειρα διάνοιξης.
Τα μάτια χαρτογραφούν τη διαδρομή,
η γλώσσα παλιό μαδέρι
χτυπά τις ξυλοδεσιές του πεπερασμένου.
Το αιδοίο αφομοιώνει
το ρυθμικό κομπρεσέρ
των λέξεων, της σπαταλημένης αφής.
Από απόσταση δυόμιση μέτρων
όση η κάθοδος στον τάφο του,
το σώμα διαιρείται σε πολύγωνα
πάθους, αξιοπρέπειας, υποταγής, αφοσίωσης.
Η μορφή ξαφνικά
αποκτά συνοχή,
με τον πολλαπλασιαστή πόνο
να γεμίζει με ουλώδη ιστό
τις χάσκουσες ρωγμές.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΟ ΔΕΝΤΡΑ ΧΩΡΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ
Το σώμα έχεις μαρκάρει με τα σημάδια
των ανθρώπων που αγαπάς. Στα μπράτσα σου
φύλλα πλατιά, από περίτεχνο χέρι καμωμένα,
κεντούν το δέρμα και ψιθυρίζουν άνοιξη αιώνια.
Ρέουν τα μάτια μελάνι στον κορμό
και τα κλαδιά σου μ’ ασήμια στολισμένα.
Σάρκα που προσμονή δακρύζει
όταν τολμά να την πληγώσει
λεπίδι κάβλας και αποθυμιάς.
Χάρτινα είναι τα λουλούδια μου.
Λευκές σελίδες στα κλωνάρια
που περιμένουν λέξεις αποδημητικές.
Το μαυροπούλι στης κορυφής την τούφα
ραμφίζει το συκώτι του χειμώνα.
Ποτίζομαι με το χαμόγελο,
επιβιώνω με τα όνειρα των σκιερών βουνών.
Ρόμπολα, μαύρη πεύκη ονειρεύομαι. Μα αγαπώ
λάγνα, κακόφωνη. Σαν κουτσουπιά.
©Δώρα Κασκάλη
Βιογραφικό σημείωμα
Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. και στο μεταπτυχιακό της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά.
Το 2010 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «Στο τρένο» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (στη βραχεία λίστα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω»). Το 2011 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημά της «Κάτω». Το 2012 κυκλοφόρησε ελεύθερα στο διαδίκτυο, σε ψηφιακή μορφή, η νουβέλα της «Πέντε ζωές κι ένα μυθιστόρημα - Σπουδή ενός δόκιμου γραφιά» από την Ανοικτή Βιβλιοθήκη OpenBook.gr. Ακολούθησαν τα βιβλία: «Ο γατούλης στον κόσμο» (παιδική λογοτεχνία, Διόπτρα 2014) και «Ανταλλακτήριο ηδονών» (ποίηση, Σαιξπηρικόν 2014, Βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2015). To 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οκτώ «Το μαύρο κουτί της μνήμης τους», η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της.
To Σεπτέμβριο του 2016 εκπροσώπησε το Υπουργείο Πολιτισμού στον Τρίτο Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Περίπατο που πραγματοποιήθηκε στην Στοά του Βιβλίου στην Αθήνα.Τον Μάρτιο του 2017 ανέλαβε το συντονισμό και την οργάνωση του 7ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης και Τεχνών «Γυναικεία κραυγή» που πραγματοποιήθηκε στις 5-3-2017 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Θεσσαλονίκη.Το καλοκαίρι του 2018 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κάπου ν’ ακουμπήσεις» από τις εκδόσεις Μελάνι.Συνεργάζεται με έγκριτα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά με διηγήματα, ποιήματα και άρθρα.
* Τη λογοτέχνιδα Δώρα Κασκάλη φωτογράφισε ο Σάκης Καρακασίδης.