Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Γεσθημανή Σιδερίδη.Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και τα τελευταία χρόνια φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζει στην Αθήνα κι εργάζεται ως δασκάλα στη δημόσια εκπαίδευση. Στα ενδιαφέροντά της συγκαταλέγονται η ζωγραφική, η ποίηση,το θέατρο κι η συγγραφή παιδικών θεατρικών έργων. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στ'αγγλικά κι έχουν φιλοξενηθεί σε συλλογικές εκδόσεις, στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή της είναι υπερρεαλιστική,υπαρξιακή,στοχαστική. Ο λόγος της είναι πολύχρωμος,τολμηρός,βαθύς,με μεθυστικές αλληγορίες και χτυπητές εικόνες. Η γραφή της δημιουργού σαγηνεύει με την ευρηματικότητά της και συγκινεί με την ευαισθησία και τη διεισδυτικότητά της. Θα ταξιδέψουμε με δέκα υπέροχα ποιήματά της!
Με ποιες λέξεις
Τι να σου κάνουν κι αυτές έτσι λιγόψυχες
που στέκουν παράπλευρα σαν σωσίβιες λέμβοι
και το φουστάνι στο ιστίο, κουρελιάστηκε ήδη.
Ο αλιεύς ψαρεύει στο βυθό ταυτότητες.
Aγνοούνται τα κοράλλια, ενώ τα ψάρια τα μεγάλα,
σαπουνίζονται στον αφρό αθώα
και τα χρυσόψαρα, επελαύνουν προς το βουνό
μ’ ένα φύκι στην πλάτη για διαμαρτυρία.
Η θάλασσα άδειασε κι ο αλιεύς ψαύει την άμμο.
Χωρίς πανί ταξιδεύει η βάρκα
κι ο αφρός άλλαξε χρώμα για πρώτη φορά.
Τι γίνεται εκεί έξω τέλος πάντων;
Μήπως να γράψω με κύματα;
Κάποιος βράχος θ’ ακούσει.
Έτσι αυθαδιάζουν τα πουλιά
Έτσι αυθαδιάζουν τα πουλιά
χτυπώντας τα φτερά με στόμφο
σε ύψος χαμηλό
δίχως φήμη, δίχως χρόνο για φήμη
περισσεύουν τ’ αγνάντια στην κατακόρυφη μήτρα
άλλο δεν έχουν από περιέργεια
να διυλίζουν το σκοτάδι
σε ανεξερεύνητα ξέφωτα
να γεννιόνται και να ξαναγεννιόνται
στα φτερά τους
φύσημα ελαφρύ, πνοή του αθάνατου δίκαια
και το πιθάρι να αλαφραίνει σαν η γλωσσίτσα τους φτάνει
όσο η Αντιγόνη νίβεται πρωί
σιάχνει τις πλεξούδες της
και το μαντίλι κατά γης ερπετό υποταγμένο·
ένα τρεχαλητό στις μύτες πέταγμα πουλιού
να ανταμώσει το πρώτο φως
για μία μόνο λέξη
για μια λέξη
που τιτιβίζει ξάστερη στα χείλη.
Ο άγνωστος στρατιώτης
«Τίποτε ανάλαφρο
που να μυρίζει μέλι και κανέλα
απόψε», έλεγε παρατηρώντας τα δολοφονημένα ψάρια
στο μαρμαράκι του παράθυρου, ο άγνωστος στρατιώτης.
Και τα εντόσθια αποκαμωμένα, να σκιρτούν ωστόσο,
στο δάγκωμα της σφήκας, που αδημονεί
για ένα δράμι θάνατο.
«Τίποτε γλυκό απόψε, ούτε καν
μια μέλισσα», έλεγε ο άγνωστος στρατιώτης.
«Μόνο φόνο, θάνατο και αίμα», έλεγε, απόψε.
Αύριο
Τίποτα δε θυμίζει χθες
όλα φαντάζουν σαν μαραμένες γεροντοκόρες
βαμμένες πλαστικό να κρύψουν την ασχήμια
στοιχισμένες όπως τα λούτρινα σε παζάρι
περιμένοντας μιαν ακόμη απόρριψη.
Αύριο θα κλείσω τα μάτια και θα βγω στην πλατεία.
Κανένας πόλεμος
Στο κάτω κάτω κανείς δεν ζήτησε ανακωχή
ούτε υπήρχε ένας πόλεμος με όπλα
ούτε σφαίρες ούτε τανκς
ποια δικαιολογία φέρει στα χείλη του ασθενούς
η ανεργία
που πάσχει, λέει, από πόλεμο;
Οι στέγες συρρικνώνονται
τα κεραμίδια σπασμένα παράπονα
κι οι γάτες βαλσαμωμένες σε μιαν ανάμνηση
χωρίς νιάου
κανένας πόλεμος δεν συμβαίνει.
Τα κουρέλια αυξάνονται στους δρόμους,
ωστόσο οι άλλοι περπατούν μαλακά.
Τα σκυλιά κοσμούν τις πλατείες ξύλινα γλυπτά
όχι δικαιολογημένα.
Κανένα σώμα δεν κινδυνεύει από σφαίρα
κανένα όπλο δεν ρίχνει στα ερείπια επάνω.
Μόνον ασθενείς με γαζωμένα στομάχια
και στέγες φεγγάρια
υπακούν- ηθελημένα!
Εν ειρήνη.
Όταν η σιωπή
Η παραμάνα θηλάζει το μωρό, χαμογελάει
κι είναι νύχτα
το γάλα γλυκό βουρκώνει στο χειλάκι
μια σταγόνα λούζει το ντιβάνι
ξεγυμνώνει το σκοτάδι ως το κόκαλο
το μωρό ξυπνάει
ένας φθόγγος κολυμπάει στο λευκό
βουβή ακόμη η λέξη αποζητά ένα σώμα
σε λίγο θα ακούσουμε το τραγούδι των μελισσών
ζεστό θα ρέει το μέλι
Οι νότες θα χορεύουν στον τοίχο με ορμή
να σπάσουν τα άηχα παράθυρα
να ανατρέψουν το χάσμα των αιώνων
και ύστερα, πολύ ύστερα η άρπα,
θα κομματιάσει αυτή την αλαλιασμένη σιωπή.
Πίνακας
Είναι ώρα συνδιαλλαγής
η πράσινη όχθη κατακλύζεται από περιστέρια
ολοστρόγγυλα γράμματα στοιχισμένα
οι σπόγγοι πνίγονται ανέγγιχτοι από δάχτυλα
οι αφρισμένες γραμμές παραμένουν γραμμένες
θαυμαστικά τέλεια οι χορδές του ήλιου
υπάρχει ακόμη φωτεινότητα
οι άγκυρες λιποτάκτησαν, επιτέλους
επιπλέω.
Τα απογεύματα
Η λεμονιά στο μπαλκόνι
κυοφορεί μιαν ανάλαφρη αίσθηση
σε απαλό μυρωδάτο κίτρινο.
-Υψηλή η μαιευτική τέχνη τ’ απογεύματα-
Ο σπίνος παραπλεύρως
σαν ορειβάτης άπαρτων κάστρων
μονοπωλεί τη δεσποινίδα Μαίρη,
που προσθέτει πάντα ένα κουταλάκι μέλι στο τσάι της
εξερευνώντας τα φύλλα που γλείφουν
το κάγκελο της βεράντας.
Έτσι περνούν οι ώρες
μέχρι τα βαθύτερα σκοτάδια
μέχρι οι σκέψεις να πέσουν ανάσκελες
εξαντλημένες απ’ το γνέσιμο
ως τη γόνιμη στιγμή
που τσιμπάει ο σπίνος το λεμονάκι
και γεννιέται άρωμα.
« Μη με λησμόνει»
Κι είναι γνώριμο το βλέμμα αυτό
όπως το αργόσυρτο ξεκίνημα του τρένου
στις ράγες τις μεταλλικές που σκούζουν
“ Μη με λησμόνει ”
που το φευγιό θυμίζει το ακατάστατο
μ’ ένα στριφτό τσιγάρο
κι ένα κουλούρι πασπαλισμένο με σουσάμι.
Κίτρινα φύλλα
Έσταζε κόκκινο κρασί σ’ ένα κοχύλι
έγλειφε μιαν ανάμνηση καυτή σαν το πιπέρι
μεθυσμένα φύλλα κίτρινα σπίθιζαν
στο σώμα του φευγαλέα
-Ποιος σας είπε κύριε ότι το φθινόπωρο
στάζει θλίψη;
Φυλλορροώ, σημαίνει αναγεννιέμαι.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Γεσθημανή Σιδερίδη γεννήθηκε στο Σίδνεϋ στην Αυστραλία. Σε μικρή ηλικία ήρθε με τους γονείς της στην Ελλάδα. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα στη δημόσια εκπαίδευση. Είναι απόφοιτη από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Αθηνών. Απ το 2019 φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών. Ασχολείται με τη ζωγραφική, την ποίηση, το θέατρο και τη συγγραφή παιδικών θεατρικών έργων. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα, έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικές εκδόσεις, περιοδικά τέχνης και blogs.