Φιλοξενούμενή μου στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα η ποιήτρια από την Κύπρο Γαβριέλλα Παναγή. Η προσκεκλημένη μου σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος με τίτλο "Ιστορία Ανθρωπολογία και Πολιτισμός στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη" και υποψήφια διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Ακόμη έχει ολοκληρώσει με διάκριση μουσικές σπουδές για πιάνο από το Trinity College του Λονδίνου. Γράφει ποίηση από τα παιδικά της χρόνια. Πρόσφατα συμμετείχε με έργα της στην ανθολογία ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ Κύπριοι ποιητές & ποιήτριες (1981-2001).Η ποίησή της είναι λυρική, ανθρωποκεντρική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, πολύχρωμος, διεισδυτικός, καίριος. Την αφορούν οι εσωτερικές αναζητήσεις, η επαφή με τους γύρω, οι πληγές της κοινωνίας. Θα απολαύσουμε δέκα πανέμορφα ποιήματά της!
Μαγεία
Ένιωθα τη θαλασσινή αύρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου
και τη μυρωδιά αυτής της πόλης
να αναδύεται μέσα από τη μαγεία των αστεριών.
Κι έτσι που φύσαγε ο αγέρας κι έσερνε μαζί του τα κύματα
μια σκιά χανόταν πίσω απ' τα βράχια, φοβισμένη που δεν μπορούσε να νιώσει πια.
Ήταν νεκρός,
ο αλλοτινός μου εαυτός.
(Δημοσίευση: ΟΛΚή, Ετήσιο δελτίο του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής, τεύχ. 1, Λευκωσία: 2021, σ.37.)
Εμείς
Ταξίδια οι στιγμές που έφυγαν
κι άλλα τόσα που μας περιμένουν
Μια αίθουσα αναμονής η ζωή
κι εσύ το φωτεινό άστρο που προσγειώνεται κοντά μου
Μείνε, πριν αρχίσει πάλι η βροχή
γιατί τότε θα ‘ναι μια άβυσσος σκοτεινή
και με τρομάζει
Κράτα με όσο μπορείς,
κι ύστερα...
εμείς.
(Δημοσίευση: Οι νεότεροι, Κύπριοι ποιητές και ποιήτριες • 1981-2001, εκδ. Αρμίδα, Λευκωσία: 2020, σ. 167.)
Θύμησες του Φθινοπώρου
Πάντα με γοήτευαν τα δειλινά του φθινοπώρου
Η ψυχή μου γίνεται ένα με τα φύλλα
Κίτρινα
Ξηρά
Σάπια
Το μυαλό μάταια προσπαθεί να φυλακίσει την ψυχή
Μην τυχόν παγώσει από λησμονιά
Μην τυχόν βυθιστεί στη δίνη του ζόφου.
Οι αναμνήσεις εγχάραχτες, ατόφιες,
τρέχουν σαν το τελευταίο καράβι
που δεν πρόφτασε να αγκυροβολήσει
φτάνοντας μέχρι τα σύνορα του ακατανόητου,
πάντοτε μονάχες
με προορισμό τη νοσταλγία
και το λιμάνι τους
εσύ.
Κι έπειτα η μυρωδιά της βροχής
Να με οδηγεί στο αδιέξοδο της νοσταλγίας
Οι σταγόνες να χτυπάνε στο παράθυρο,
όπως τις εικόνες που συνειρμικά χτυπάνε στο μυαλό μου
Εικόνες που κάποτε σεργιάνιζα στα ολόχρυσα σκοτάδια σου,
που ανέμελα ονειρευόμουν σε κάθε μου αγνάντεμα.
Μα να που τώρα δε βρίσκομαι εκεί.
Και να που τώρα χάθηκες κι εσύ.
Εκεί στο τέρμα του φθινοπώρου,
εκεί που ο κόσμος φυλάει την πραγματικότητα της μικρής του ζωής
ίσως ανταμώσουμε ξανά.
(Δημοσίευση: Κυπριακή Εστία, Εξαμηνιαία Επιθεώρηση Γραμμάτων και Τεχνών, εκδ. Επιφανίου, τευχ. 5, Λευκωσία: Ιαν – Ιουν 2021, σ. 16.)
Για έναν καινούριο κόσμο
Είναι κι εκείνο το αστέρι που φώτιζε κάποτε τα βράδια μας,
είναι κι εκείνο το αύριο που δεν ήρθε ποτέ.
Οι άνθρωποι δεν πολεμάνε πια,
δεν πεθαίνουν ο ένας για τον άλλο.
Εκείνος ο καινούριος κόσμος που κάποτε ονειρευτήκαμε
ήταν τελικά μια ουτοπία.
Εγώ όμως ακόμα σε περιμένω.
Εκεί που ανταμώνουν ξανά οι ψυχές
εκεί που η λογική χάνεται σ’ άγνωστα μονοπάτια.
Κι όταν η νύχτα σκεπάσει ξανά με τις φτερούγες της τον κόσμο
κι όταν ο ήλιος χαθεί μπροστά στην τυραννία του φεγγαριού,
έτσι κι εγώ,
θα πνιγώ ξανά στα βαθιά νερά του γυρισμού σου.
Ανελέητες, σκληρές, αδίστακτες κτυπάνε στην καρδιά μου οι ερινύες
που δεν κατάφερα να σώσω αυτό τον κόσμο
που δεν κατάφερα να κτίσω το δικό μας κόσμο.
Κι οι κραυγές των δακρύων μου δε λένε να σωπάσουν
Άφησέ με να σ’ αγαπάω ακόμα
Άφησέ με να ελπίζω ακόμα,
αφού τα χρόνια μου πέρασαν
σαν αιώνιος σπαραγμός.
Κι όταν ανταμωθούμε ξανά
θα σου μιλήσω
κι η φωνή μου θα τρέμει,
σαν μελωδία από παλιό γραμμόφωνο
θα σ’ αγκαλιάσω
τόσο, που η αγκαλιά μου θα μοιάζει με οριστικό αποχαιρετισμό
κι όλα θα μοιάζουν τόσο όμορφα,
ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω μας έχει πια γκρεμιστεί.
(Δημοσίευση: Ανθολογία ποίησης νέων «Για τον Τάσο Λειβαδίτη», εκδ. Αρχύτας, Αθήνα: 2020, σ. 58-59.)
Ατέλειωτο ποίημα
Δε βρίσκω λέξεις να ταιριάζουν
Δε βρίσκω τρόπο να χωρέσουν οι λέξεις σε τόσο λίγες αράδες
Σείεται ο κόσμος
Πνίγονται οι άνθρωποι κάτω από τα κτίρια των στεναγμών
Και πιο πέρα μια αθώα κοιλίδα αίματος που αναβλύζει παλιούς εφιάλτες
Χάνεται ο κόσμος
Η γειτονιά μου καζάνι που βράζει
Κι εκείνοι γυροφέρνουν μ’ έπαρση στην αυλή μου
Βυθίζεται ο κόσμος
Πίσω από στόματα κλειστά
Κι ένα μέλλον που διστακτικά κοιτάζοντάς με μ’ αποφεύγει
Αυτό μου απέμεινε
Ένα λευκό χαρτί
Κι επάνω του πρέπει να χωρέσω ολόκληρο τον πόνο του κόσμου.
Πες μου
Πες μου πώς μοιάζουν τα ταξίδια δίχως επιβάτες
Πες μου αν ο χτύπος στα ρολόγια ακούγεται ακόμα
Πες μου πώς κυλά η ζωή δίχως την ευτυχία
Πες μου αν οι μέρες χάθηκαν μετρώντας τις στιγμές
Πες μου πώς είναι να ονειρεύεσαι δίχως όνειρα
Πες μου αν οι δρόμοι δίχως φώτα μοιάζουν γιορτινοί
Πες μου πώς μοιάζει ο κόσμος δίχως ανθρώπους
Όμως πες μου αν μπορώ να ζω...
Ποιητικό έαρ
Εκείνη την Άνοιξη που έσβησε η ζωή
που κάθε στιγμή γινόταν δάκρυ
ο κόσμος δεν είχε άλλα να σου δώσει
μονάχα ένα σκουριασμένο κλειδί
φυλαγμένο χρόνια
που άνοιγε τον κόσμο της ποίησης.
Θεσσαλονίκη ΙΙ
Βράδυ
μες τη βαθιά κατάνυξη της πανσέληνου
Οι σκιές θροΐζουν ένα σιγανό τραγούδι
παρασέρνοντας το μυαλό
στην πόλη εκείνη
Χρυσορόδινη,
σιωπηλή
πνίγεται κάτω απ’ το άπειρο φως της.
Παρηγορεί τις γυμνές αγκαλιές
που ξεχάστηκαν κάτω από το μαβί χρώμα του ουρανού της
παρηγορεί τα όνειρα
που χάθηκαν θαμπωμένα από έρωτα μαζί της
Χαραγμένη στα ερείπια της μνήμης
η αγαπημένη πολιτεία
με τα κάστρα, τις πλατείες, τα σοκάκια
την ανάσα μιας άλλης,
αυτοκρατορικής εποχής
Κι η μαγεία της σαν ένα παλιό ναυάγιο
που κρύβεται στο βυθό της καρδιάς
κρατώντας με για πάντα αιχμάλωτη
στη θύμησή της.
Δίχως γυρισμό
Με μάτια σφραγιστά και δακρυσμένα
το μυαλό μου επιστρέφει πάλι εκεί,
σε μια πόλη αγαπημένη,
εκεί που κλείδωσα τα χρόνια μου.
Εκεί.
Γονατίζω και φιλάω το χώμα που μ’ ανάθρεψε
αγγίζω ξανά τις πέτρες που με θεμελίωσαν
μυρίζω εκείνο το άρωμα που πότιζε, κάποτε,
την ψυχή μου.
Θυμάμαι ακόμα,
Κείνη τη μέρα που σταμάτησε ο χρόνος
Κείνη τη μέρα που έκαψαν τις ρίζες μου
Κείνη τη μέρα που ξερίζωσαν την καρδιά μου,
θάβοντάς την στην ιστορία του αιώνιου σπαραγμού.
Πανδώρα
Ψεύτικοι άνθρωποι, καλοχτενισμένοι, αψεγάδιαστοι
Χαμένα, αταίριαστα κομμάτια από παζλ
Παραμύθια για κόσμους μαγικούς και πρίγκιπες
Μια χαλασμένη ταινία κασέτας κολλημένη στον πάτο, -μπερδεμένη-
Τουβλάκια από γκρεμισμένους πύργους
Σημειώματα παρηγοριάς και συγχώρεσης
Ένα κουτί γεμάτο αναμνήσεις
φυλαγμένες κρυφά
Ένα κουτί των παιδικών χρόνων
Όλα τόσο όμοια με την αληθινή ζωή
Το κλείδωσα.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Γαβριέλλα Παναγή κατάγεται από τη Λεμεσό (Κύπρος). Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, με υποτροφία από το Ι.Κ.Υ.Κ. Κατέχει μεταπτυχιακό με τίτλο ‘Ιστορία Ανθρωπολογία και Πολιτισμός στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη’, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη. Έχει επίσης ολοκληρώσει, με διάκριση, μουσικές σπουδές για πιάνο από το Trinity College του Λονδίνου. Είναι υποψήφια διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας, του τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Θέμα της διατριβής της είναι «Η μουσική στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη και η συμβολή του στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι». Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως την ποίηση της Μεταπολεμικής Περιόδου και οι διακαλλιτεχνικές προσεγγίσεις μεταξύ λογοτεχνίας και άλλων τεχνών, κυρίως της μουσικής. Η ενασχόλησή της με την ποίηση, η οποία ξεκίνησε από τα σχολικά της χρόνια, αποτελεί ανάγκη έκφρασης ιδεών, συναισθημάτων αλλά και δημιουργίας.