Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Αντιγόνη Κολοβέντζου. Η καλεσμένη μου ζει στην Ελευσίνα κι εργάζεται ως Μηχανολόγος Μηχανικός. Ασχολείται με την ποίηση και τη στιχουργική από μικρή, έχοντας περάσει κι από το καλλιτεχνικό εργαστήρι του Μικρού Πολυτεχνείου. Αρθρογραφεί στον Μουσικό Διαδικτυακό Πολυχώρο musicity εδώ και έξι χρόνια, γράφοντας ιστορίες για καινούργια τραγούδια της δισκογραφίας. Ασχολείται επίσης με τη φωτογραφία και το 2017 παρουσίασε την πρώτη έκθεση με φωτογραφίες της, διανθισμένες με δικά της κείμενα. Έχει συμμετάσχει σε δυο συλλογικά βιβλία ποιημάτων και πεζών μικρής φόρμας. Το ένα ήταν σε ανθολόγηση της Χριστίνας Οικονομίδου, το άλλο της Λίνας Νικολακοπούλου, του Γιώργου Ανδρέου και του Θράσου Καμινάκη. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τον Νότη Μαυρουδή. Φέτος παρουσίασε από το Βακχικόν την πρώτη της εκδοτική απόπειρα, την ποιητική συλλογή "Έκπτωτος". Η ποίησή της είναι αφηγηματική, συμβολική, προσωποκεντρική. Ο λόγος της είναι ώριμος, βαθύς, πολυδιάστατος, ζωντανός. Οι σκηνές εναλλάσσονται με ρυθμό κινηματογραφικό, εκπλήσσοντας ευχάριστα τον αναγνώστη. Η κοινωνική πραγματικότητα και το προσωπικό βίωμα αποτυπώνoνται αγγίζοντας τον πυρήνα του συναισθήματος, ανιχνεύοντας καλά κρυμμένες πλευρές. Χαίρομαι πραγματικά όταν βλέπω ανθρώπους να οδηγούνται στο πρώτο τους βιβλίο, όταν έχουν σκάψει πολύ μέσα τους κι έχουν κατακτήσει αρκετά στάδια στη γραφή τους. Περιμένω τα καλύτερα απ' αυτή την ποιήτρια και στο μέλλον! Θα ταξιδέψουμε με δέκα εκπληκτικά ποιήματά της!
ΕΚΠΤΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Μπροστά στον σταματημένο ιμάντα αποσκευών η ανοιχτή
βαλίτσα περιμένει.
Ξερίζωσα τα φτερά μου και τα έβαλα με απαλές κινήσεις μέσα της.
Έκλεισε.
Ακολουθούσαν βαλίτσες με άγνωστα ονόματα.
Πορευτήκαμε μαζί μέσα στο τούνελ.
Δεν ήταν και τόσο άσχημα όσο φαινόταν στην αρχή.
Με χρόνια και μ’ εκδορές στην πλάτη μου, έφτασα ως την άλλη όχθη.
Στο φωτεινό δωμάτιο μια βαλίτσα με τ’ όνομά μου περίμενε κλειστή.
Τα σημάδια μου μπήκαν στην κλειδαριά της.
Έκλεισαν οι πληγές.
Ακολουθούσαν γνώριμα πρόσωπα.
Τέλος αποστολής.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ
Οι μπουγάδες τη νύχτα ζωντανεύουν
γεμίζουν με κορμιά και συνηθίζουν να χορεύουν.
Έχουν τα μανταλάκια για συντεταγμένες επιστροφής.
Στο φεγγάρι αφήνουν μια κάλτσα
και την άλλη τη γεμίζουν μ’ αστέρια.
Περιπλανώνται στα σκοτάδια
και χαζεύουν στα σοκάκια
τις γάτες με το σηκωμένο τρίχωμα στη ράχη.
Απολαμβάνουν τις ανάσες τους
και σαν συναντηθούν στα σταυροδρόμια
λιτανεύουν
έτσι ελπίζουν στα σάβανα και τσαλακώνονται·
ετοιμάζονται για το βασανιστήριο της επόμενης μέρας
πυρωμένο σίδερο ακουμπά το ρυτιδιασμένο δέρμα
τις νύχτες
οι μπουγάδες ζωντανεύουν.
ΣΤΗ ΡΩΓΜΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Εκεί
δίπλα στην αρχαία αγορά
στα σύνορα με τη νέα
στις ρίζες κάποιων κιόνων
σύγχρονοι φιλόσοφοι απλώνουν
τα λιγοστά υπάρχοντά τους
κι ένα ποτήρι.
Μαζεύουν σκέψεις οδοιπόρων
αργυρούς οβολούς
ουτοπίες και πίκρες θαμμένες
στις όψεις των νομισμάτων.
Διάφανο πιθάρι ο χρόνος.
ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΟΜΑΙ
Το κατάλαβα όταν έφτασα στο ταβάνι.
Χτυπούσα και ξαναχτυπούσα την κορυφή
αλλά δεν μπορούσα ν’ ανεβώ πιο πάνω.
Τότε είδα στο πρόσωπο μια ρωγμή.
Με τον δείκτη και τον αντίχειρα
τράβηξα προσεκτικά τη σακατεμένη επιφάνεια.
Το ένα κομμάτι μετά το άλλο.
Με προσοχή και ανακούφιση.
Πονούσαν τα δάχτυλά μου.
Όμως ξεφλούδισα το τσόφλι και βρήκα
εμένα
ΟΝΕΙΡΑ
Ι
Στέκομαι στην άκρη της αποβάθρας και κοιτώ τις γραμμές.
«Βουτιά στο κενό», φωνάζουν τα μεγάφωνα.
Ο συριγμός των τρένων, χαράζει τα όρια.
Ο άνεμος από την κίνησή τους, σφυρί·
με χτυπά στο κεφάλι.
Τα παπούτσια μου αφήνουν αποτύπωμα.
Ένα ακόμα.
Νούμερο 512
Ένα ακόμα αποτυχημένο όνειρο.
Παραμένω.
Περιμένω.
Στέκομαι.
Τα βαγόνια αποσύρονται,
οι ράγες μένουν ακίνητες, πυρωμένες.
ΙΙ
Το τέλος μιας ακόμα μέρας
και το φεγγάρι με ανακρίνει
πίσω από το παράθυρο του γκισέ.
«Εισιτήριο;»
Ένα νέο τρένο βρίσκεται τώρα στον σταθμό
«Εισιτήριο;» επαναλαμβάνει.
ΙΙΙ
Μεταλλικός ο ήχος πίσω μου,
τη στιγμή που η βαριά σπάει κρίκους
σε αλυσίδες σταθερών.
Ηχεί στ’ αφτιά, τρελαίνει το μυαλό.
Μετά ακούω καλύτερα·
αναπνέω τη ζωή που θεωρούσα θάνατο.
ΧΙΟΝΑΤΗ
Εκπνέω πάντα ένα δειλινό αργότερα
Κουλουριασμένη αγκαλιάζω τα γόνατά μου, χαζεύω τη θάλασσα,
ξεχωρίζω μια κουκκίδα
Επικεντρώνομαι σ’ αυτήν
Δυο σημεία: παρόν - μέλλον, ενώνονται με μια μολυβιά
Ισορροπώ πάνω της, περπατώ, φτάνω και τα γυμνά μου πόδια
νιώθουν τους κόκκους
της άμμου, με δομούν απ’ την αρχή, σαν ο χρόνος να μετρά ανάποδα
μες σε κλεψύδρα
Το λευκό μου φουλάρι στον λαιμό λύνεται
και χωρίζει τα γαλάζια του ορίζοντα
Πάνω - κάτω; Ουρανός - θάλασσα; Μήπως τα όρια επανέρχονται;
Ένα βότσαλο κρέμεται απ’ τα σύννεφα και γίνεται καθρέφτης
Κάποτε έλεγε ομορφότερη μιαν άλλη, τώρα σιωπά
Μαυροφορεμένη φιγούρα κρατά το μήλο· εγώ.
Να μου χαρίσω θάνατο· ή μνήμη
Μασώ μπουκιά από το σώμα μου
Λευκή Χιονάτη γευστική
Τώρα εγώ χωρίζω τον ορίζοντα
Ανάσα μού δίνουν τα δάχτυλα
Τα χείλη μου μένουν βουβά
Κανείς άλλος παρών
Εγώ μελάνι βουτώ στο λευκό χαρτί
Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ
Είναι καιρός τώρα που κρέμασα το σχοινί,
έδεσα κι έναν κόμπο στην άκρη του να μην ξεφτίσει.
Το στερέωσα στην άκρη του κλιματιστικού,
βεβαιώθηκα πως δεν ξεπερνά το ύψος μου.
Κάθε βράδυ το μαζεύω να μην ανέβουν οι σκέψεις
και σκορπίσουν στην κίνηση του ανεμιστήρα.
Σκοντάφτω το πρωί
μπερδεύομαι σ’ αυτές που επιμένουν να το ζητούν.
Με τον απογευματινό αέρα κινείται σαν εκκρεμές
μετρά τα λεπτά της αχρηστίας μου.
Στην επομένη μπόρα οι αστραπές
αποτυπώνουν τη σκιά μου στον τοίχο·
είναι μέρες τώρα που την κρέμασα στο σχοινί
ήταν πιο γενναία από μένα.
ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Ξεγυμνώνω κάθε βράδυ την ψυχή μου
γράμμα-γράμμα
Ερωτοτροπώ με τις λέξεις κρυφά
κάτω απ’ τα σκεπάσματα
Ζεσταίνω το κορμί μου
με φράσεις ηδονής στο μυαλό
Αφγανιστάν
Δεμένη μ’ ένα καλώδιο
φορώ δαντελένια εσώρουχα με κόκκινες ραφές
φλέβες
και ερωτεύομαι τη φωνή μου
Η επαφή στην άκρη της γραμμής
χωρίς στίξη, με φωνή εραστή
Η επαφή στην άκρη της ζωής
τελεία, με επιβολή βιαστή
Χαράζουν το κορμί μου
σκίζουν το δέρμα
σελίδες με στάλες ονείρου
στάχτες αλφαβήτου
Έκρυψα τον έρωτα σε τετράδια
και τον μοιράστηκα σε νούμερα τηλεφώνου
Άκου την ανάσα μου
τη στιγμή που βουίζει η ανοιχτή γραμμή
την ώρα που ο δυνάστης με βαφτίζει πόρνη
ΜΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣΑ
Πάντα στην άκρη του τραπεζιού
με τα πόδια στο σκαμνί γωνιασμένα
και τα χέρια να ξεχωρίζουν τα σπόρια·
με το ράμφος τα πιάτα γεμίζει
με των ποδιών τα νύχια το πάτωμα ξύνει·
όταν ολότελα το λιώσει
θα πετάξει
Στον πάγκο το καντήλι καίει λάδι πράσινο
ξεχασμένη χολή γι’ αμαρτίες
που για κείνη ακόμα ποτίζουν τον σπόγγο·
στα ντουλάπια στοιβάζονται οι δικοί της νεκροί
δεν μπορούν να τ’ ανοίξουν και περιμένουν
άραγε τι;
Η αράχνη κρατά το μυστικό
και κλώθει το υφαντό
μιας επιστροφής που καθυστερεί
Τα σπόρια κάνουν κρότο στο ταψί
τα χέρια σέρνονται στο τραπέζι κελεύοντας για κρασί.
Σήμερα θα ’ναι αλλιώτικη η προσευχή
θα διαβάσει ανάποδα την ευχή
να λυθεί ο μίτος
Αλάτι θα βάλει στο φαΐ
όταν γυρίσει το βλέμμα και δει
την πόλη να φλέγεται στην άκρη του λιμανιού
ΝΕΚΥΙΑ
Είχε αρχίσει να τον τρώει από μέσα
αλλά δεν του μιλούσε.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα
απ’ το χαμόγελο του χτυπημένου.
Κάποτε ήθελα να γράψω για τα μάτια του·
τώρα πνίγηκαν στα κόκκαλα του κρανίου.
Τα δάχτυλά του λέπτυναν
δεν μπορεί πια να γραπώσει την ιδέα που τον τριγυρνά
για να γράψει.
Το τσιγάρο καπνίζει
μοιάζει σαν τελευταίο κάρβουνο ζωής.
Τ’ αφτιά του μεγαλώνουν επικίνδυνα
το ίδιο και η μύτη του.
Αφήνει τα γένια να γεμίσουν ό,τι τον αποχαιρετά.
Γελά
δεν με ξεγελά.
Ξέρω καλά τι συμβαίνει
τους βλέπω να μεταμορφώνονται
εν αγνοία τους
αδειάζουν εκ των έσω
και γύρω τους μόνο
βρώμικες αναπνοές.
Ανάμεσα απ’ τα δόντια
παραμόνευαν κρυμμένες λέξεις
αυτές είναι που γράπωσαν τον πνεύμονα
λίγο πριν αναδυθούν.
Είναι κι αυτό το χρώμα στο δέρμα
αυτό το διάφανο κίτρινο
που ρέει σε όλα.
Δεν κρύβει τίποτα αυτή η ωχρότητα
αντίθετα ποτίζει το δέρμα
και του αλλάζει μορφή
το κάνει γυάλινο.
Και όσο κι αν δεν θέλω
όσο κι αν δεν θέλει
εγώ βλέπω αυτόν
που κατοικεί πλέον μέσα του•
ήρθε και στάθηκε
για να διώξει τη ζωή.
Και είναι η στιγμή
που μένει μόνος.
Ανάμεσα σε όλους
γέρνει το κεφάλι
ρουφά το τσιγάρο και
αυτό το λιωμένο χαμόγελο σιωπά•
παραμονεύει να λερώσει τη μαύρη μπλούζα
με λύπη.
Η συνέχεια λείπει.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Αντιγόνη Κολοβέντζου μεγάλωσε και ζει στην Ελευσίνα όπου και εργάζεται ως Μηχανολόγος Μηχανικός. Στα 16 της δημοσιεύτηκε ένα από τα πρώτα ποιήματά της στην εφημερίδα «Διεθνής Δημοσιογραφική». Έχει συμμετάσχει στην ποιητική ανθολογία Αφετηρίες (2014), σε ανθολόγηση της Χριστίνας Οικονομίδου, και στο ημερολόγιο 3 εποχές στο ίδιο σπίτι (2016), σε ανθολόγηση της Λίνας Νικολακοπούλου, του Γιώργου Ανδρέου και του Θράσου Καμινάκη. Συνεργάζεται με τον Μουσικό Διαδικτυακό Πολυχώρο musicity από το 2015, γράφοντας αυτοτελείς ιστορίες με αφορμή νέα τραγούδια της μουσικής σκηνής στη στήλη «Τραγούδι της εβδομάδας», ενώ το 2017 παρουσίασε την πρώτη ατομική φωτογραφική έκθεση, συνοδεία δικών της κειμένων με τίτλο “doubles, couples, twins”. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τον Νότη Μαυρουδή. Ο έκπτωτος είναι η πρώτη ποιητική της συλλογή.
Βρείτε την πρώτη ποιητική συλλογή της Αντιγόνης Κολοβέντζου "Έκπτωτος" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://ekdoseis.vakxikon.gr