Σήμερα έχω προσκαλέσει στη στήλη "Στα βαθιά" τον λογοτέχνη Γιώργο Ν.Κανάκη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Όλυμπο Καρπάθου και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων - Υπομηχανικών του Τ.Ε.Ι Πειραιά και στον τομέα Διεύθυνσης Φωτογραφίας της σχολής Λυκούργου Σταυράκου. Σταδιοδρόμησε ως τεχνικός στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται στην Ελληνική Ραδιοφωνία - Τηλεόραση ΕΡΤ. Έχει εκδώσει πεζά κείμενα και ποιήματα σε προσωπικά και συλλογικά έργα. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί κι έργα του έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Έχει λάβει διακρίσεις σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Ποιήματα, θεατρικά και παραμύθια του είναι υπό έκδοση. Η ποίησή του είναι λυρική, στοχαστική, υπαρξιακή. Γράφει άλλοτε με ομοιοκαταληξία κι άλλοτε σε ελεύθερη γραφή. Τη σκέψη του κεντρίζουν τα κοινωνικά τραύματα, τα προσωπικά οράματα, η επαφή με το παρελθόν, η αγάπη για την Ελλάδα, η αλληλεγγύη για τον συνάνθρωπο, ο έρωτας. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, με κομψότητα και χάρη, ζηλευτή εικονοποιία και συγκινησιακό βάθος. Θα τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα ποιήματα κι οκτώ χαϊκού του! Όλα πολύ ξεχωριστά!
Χθες
Χθες το απόβραδο, τι παράξενο,
ψιχάλιζε γράμματα.
Μετά δυνάμωσε, και έβρεχε λέξεις.
Είχαν ανοίξει, τ’ ουρανού τ’ αλφαβητάρια!
Σ’ αγκάλιασα, και τα μαλλιά σου,
ήταν γεμάτα ποιήματα,
κι είχες στη ματιά σου
μια απέραντη λιακάδα!
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Θέλω να γράψω ένα ποίημα*
Θέλω να γράψω ένα ποίημα,
λιτό και αγέρωχο
όπως ο ριζιμιός ο βράχους.
Ένα ποίημα, πλατύ και απέραντο
όπως η γαληνεμένη θάλασσα.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα, ζεστό
όπως το δάκρυ του νόστου.
Ποίημα δίχως λέξεις·
μόνο με τις λάμψεις των ματιών
και τα χαμόγελα,
των ματιών που αγάπησαν πολύ και πόνεσαν.
Οι λέξεις χάνουν το βάρος τους,
γίνονται δυσανάγνωστες και δυσνόητες
αν ειπωθούν άκαιρα.
Πνίγονται οι λέξεις σε αχαρτογράφητα νερά.
Βρίσκουν το ακριβές τους νόημα μόνο,
μέσα στους ιριδισμούς των ματιών,
όταν η ψυχή μας μένει γυμνή σε κοινή θέα,
βγαίνοντας από τα ιερά της καταφύγια.
* Έπαινος ποίησης, στον 20ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Πατρίδα μου ήταν*
Πατρίδα μου ήταν
μια σφαίρα που καρφώθηκε
πάνω στο σημείωμα, που έλεγε
«μην ξεχάσεις να πάρεις το παιδί,
δεν θ’ αργήσω…»
Πατρίδα μου ήταν
τ’ ακρωτηριασμένα κορμιά των παιδιών
στα ερείπια του σχολείου.
Πατρίδα μου ήταν
ο γείτονας, ο συμμαθητής μου
που σκότωσε τη μητέρα μου
ξημερώματα Σαββάτου.
Πατρίδα μου ήταν
το σκυλί μου που έμεινε εκεί,
θλιμμένο στα χαλάσματα του σπιτιού μας.
Για να φύγουμε απ’ αυτήν την πατρίδα,
δώσαμε όλες μας τις οικονομίες.
Στοιβαχτήκαμε σε σαθρά πλοιάρια
με το φτερό του καρχαρία να μας ακολουθεί.
Τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο
περάσαμε τις γραμμές των οριζόντων.
Δεν κοιτάμε πίσω.
Μόνο μπροστά!
Όπως ένα κοπάδι από αντιλόπες
που πέφτει στο ποτάμι
με τους κροκοδείλους.
Δεν ψάχνουμε τον παράδεισο,
μόνο λίγη γη να στεριώσουμε.
Ένα παράθυρο ανοιχτό
να βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει
κι ένα χαμόγελο λαμπερό
γεμάτο Ειρήνη και Αγάπη!
*Β΄ Βραβείο, στον 1ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής-Μουσείου «Α. Κοντόπουλος» 2020© Γιώργος Ν. Κανάκης
Ενός λεπτού σιγή
Εικοστός πρώτος αιώνας!
Ποιος θα μας συγχωρέσει
για αυτή μας τη στάση;
Μόνοι τους φεύγουν οι νεκροί μας,
δίχως μια φούχτα χώμα από το χέρι μας,
δίχως να τους ακολουθεί το αργό μας βήμα,
δίχως ένα λουλούδι στο υγρό χώμα.
Αυτός ο αόρατος εχθρός
υψώνει τα τείχη του φόβου.
Χάθηκε κάθε σεβασμός στις ψυχές
και στο φθαρτό τους σώμα.
Μαζεύονται απ’ τα πεζοδρόμια.
Μαζεύονται όπως τα απορρίμματα…
γιατί βρομίζουν τις ωραίες μας πολιτείες.
Θάβονται όπως τα σκουπίδια,
σε τάφους… ομαδικούς(!)
Ο πλανήτης γη θρηνεί τα παιδιά του.
Κάνετε ησυχία να ακουστεί
η βοή της σιωπής.
Ενός λεπτού σιγή…
Ας τιμήσουμε έτσι τους νεκρούς
για να φύγουν γαλήνιοι.
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Το γονικό μου σπίτι*
Ήρθ’ απαλά στον ύπνο μου το γονικό μου σπίτι,
στη σκέψη, σαν αστροφεγγιά, όνειρο μαγεμένο,
έτσι καθώς το έλουζε το φως τ’ αποσπερίτη,
μου φάνηκε απόμακρο και παραπονεμένο.
Ο δρόμος γύρω έρημος, οι πόρτες σφαλισμένες,
μονάχα η αυλόπορτα ορθάνοιχτη ως πέρα
κι οι αναμνήσεις να ’ν’ εκεί, στον χρόνο, νοτισμένες
κουβέντα να ανοίγουνε στο φύσημα τ’ αέρα
κι αγέρωχη, σαν Παναγιά, μεσοστρατίς να στέκει,
στην άκρη της εξώπορτας δίπλα στα σκαλοπάτια,
με ένα βλέμμα βάλσαμο μαζί κι αστροπελέκι,
μία μορφή να με κοιτά με δακρυσμένα μάτια.
Παίρν’ ο αέρας τη φωνή που βγαίνει από τα χείλη,
δεν την ακούω καθαρά «ούτε κι αυτή μ’ ακούει»,
όμως βαθιά μες στην ψυχή, τ’ ανταμωμού μαντήλι
τα σήμαντρα της σκέψης μου και της καρδιάς μου κρούει.
Τίποτα πια όπως παλιά, τίποτα όπως πρώτα,
τα πάντα γύρω άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου
και σαν θλιμμένη μουσική, σαν λυπημένη νότα,
μου μεταδίδουν στην καρδιά το αίσθημα του πόνου.
Τα μόνα που είν’ άφθαρτα και άφθαρτα θα μένουν,
είναι οι μνήμες κι οι χαρές που έζησα και μοιάζουν,
μες στην καρδιά, μες στην ψυχή, στον νου μου να υφαίνουν,
πέπλα με χίλια χρώματα πάντα να με σκεπάζουν!
*Αριστείον, στον 10ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ε.Π.Ο.Κ. 2019
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Στο φεύγα του καιρού
Αφού την τρώει λαίμαργα τη νιότην ο καιρός
κι όλα περνούν και φθείρονται κι η λήθη τα σκεπάζει,
ας είναι πάντα, ο έρωτας, πυξίδα κι οδηγός
και πόθος ατελεύτητος να μας εξουσιάζει.
Όλα περνούν και φθείρονται κι η λήθη τα σκεπάζει.
Ας είναι η ρότα της ζωής στα κόντρα του χαμού,
ο θάνατος όταν μας βρει φύρα το βόλι να ’χει,
αφού δεν είναι μπορετό στο φεύγα του καιρού,
στο τέλος ν’ αποφύγουμε του Χάροντα τη μάχη.
Ο θάνατος όταν μας βρει, φύρα το βόλι να ’χει.
…
Πριν γίνω άυλη δύναμη στα δόντια του θανάτου,
φωτιά σβησμένη, χόβολη απ’ της νιότης το καμίνι,
θα το ξοδέψω το κορμί να ’ναι του πεταμάτου,
λειψή της νίκης η χαρά, του Χάροντα, να μείνει.
Φωτιά σβησμένη να με βρει, απ’ της νιότης το καμίνι.
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Το αλώνι*
Μικρό παιδί εξάπλωνε ανάσκελα στ’ αλώνι,
των αστεριών περίμενε να αρχίσει η γιορτή
και τώρα που μεγάλωσε, χωρίς κλωστή, βελόνι,
κεντήστρα η σκέψη του κεντά όνειρα στο χαρτί.
Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά μετρούσε ένα-ένα,
όλα τα αστέρια τα μικρά που στέκανε ψηλά
και τώρα όλα έρχονται και λάμπουν μυρωμένα,
μια γρίλια η Πούλια άνοιξε και του χαμογελά!
Πίσω γυρίζει στα παλιά μ’ ανθούς και ροδοκλώνια,
ένα αεράκι σιγανό τον παίρνει και γοργά,
βρίσκεται σαν αμούστακο παιδί εκεί στ’ αλώνια
και ξεμακραίνει, χάνεται στους ουρανούς αργά.
Τ’ αλώνια είν’ αμέτρητα που η ζωή σ’ απλώνει,
μα εσύ μονάχα δρασκελάς και φεύγεις και περνάς,
μόνο εκείνο, τ’ όμορφο, το γονικό σου αλώνι,
όσα αλώνια και να βρεις, ποτέ δεν το ξεχνάς!
*Β΄ Βραβείο, στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης Κέφαλος
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Μάνα*
Δυο θάλασσες τα μάτια σου και στην καρδιά γαλήνη,
ένα λιμάνι η αγκαλιά, που με προσμένει πάντα,
τα λόγια σου βασιλικό μυρίζουν και λεβάντα
και απαλύνουν και σκορπούν κάθε καημό κι οδύνη.
Μες στης ζωής τις θύελλες, σκέπη μου και απάγκιο,
η άδολη αγάπη σου πιστά με συντροφεύει,
το γέλιο σου, το βλέμμα σου τους πόνους μου γιατρεύει,
με ήρεμο και γνωστικό, λόγο γλυκό, πανάγιο!
Ξεκούραση το χάδι σου και δυόσμος το φιλί σου,
το άνοιγμα του κόρφου σου γεμάτο καλοσύνη,
στ’ αγκάλιασμά σου ανάβουνε τ’ άστρα και η σελήνη,
χίλια αηδόνια κελαηδούν, Μάνα, μες στη φωνή σου.
Βουνό μου, κάμπος, πέλαγος, βροχή μου κι ηλιαχτίδα,
Μάνα-Μητέρα, εικόνισμα, και της ζωής πυξίδα.
*Α΄ Βραβείο, στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης Κέφαλος
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Εδώ Πολυτεχνείο
Σ’ εκείνους που έπεσαν βαδίζοντας στο φως,
για τα μεγάλα ιδανικά και την Ελευθερία,
που στάθηκαν εμπρός στα τανκς με ανδρεία
για κείνους τώρα άνοιξε της σκέψης μου ο ασκός.
Ακόμα, μέσα μου, αντηχεί εκείνος ο αχός,
της τόλμης και της λεβεντιάς: «Εδώ Πολυτεχνείο!»
Που γέμιζ’ όλες τις καρδιές με τόσο μεγαλείο
και έμεινε ένας λαός μέσα στην πλάνη ορθός!
Κάστρο ψηλό κι απόρθητο που έπεσε με Νίκη
και αποκαθηλώθηκαν οι λυσσασμένοι λύκοι,
με τίμημα των φοιτητών το τόσο αθώο αίμα.
Στρέφω ψηλά, με σεβασμό τώρα το βλέμμα,
λυγώ το γόνυ και τιμώ τη μνήμη τους στητός,
εκείνων που έπεσαν βαδίζοντας στο φως!
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Στα συρτάρια
Στα συρτάρια, σε χαρτιά κιτρινισμένοι
οι πόθοι, οι πόνοι, αδιάβαστοι, βουβοί,
ζούνε στη λήθη και στου χρόνου τη ρωγμή,
στήνουν χορό τις νύχτες, στοιχειωμένοι.
Οι πόθοι, οι πόνοι, στου καιρού την πάχνη,
που ’χουν μυρώσει τον στίχο και τη ρίμα,
μοιάζουν κοσμήματα χρυσά σε μνήμα,
που κανένας δεν τα ξέρει, δεν τα ψάχνει.
Κρατάνε εκεί των ποιητών τον ύπνο,
μ’ αν τινάξουν από πάνω τους τη σκόνη,
θα στρώσουνε κατάχαμα σεντόνι,
να κάτσουνε μαζί μας σε έναν δείπνο.
Αν κάποτε θα βγούνε απ’ το σκοτάδι,
θα ’ναι φωνές, που έρχονται απ’ τον Άδη.
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Χαϊκού
«Κλάδος Ελαίας»
βουτηγμένος στο αίμα
χιλιάδων ψυχών*
πες το στρογγυλά∙
κατάρα ο πόλεμος
για τους ανθρώπους
ειρήνη είναι
τσουκάλι που ατμίζει
στο πρωϊνό φως
χουχουλιάρικος
χειμωνιάτικος ήλιος
το κοίταγμά σου
λειψό φεγγάρι
στον ουρανό κι απόψε
πεταχτό φιλί
πάλιωσαν όλα∙
η επόμενη στάση
ο… Νέος Κόσμος!
είναι σπουδαίο
να λάμπεις από το φως
το ενδότερο
ο χρόνος ξέρει∙
τους αληθινούς πόθους
τους πραγματώνει
*1ο Πανελλήνιο βραβείο
© Γιώργος Ν. Κανάκης
Βιογραφικό σημείωμα
Γιώργος Ν. Κανάκης: Γεννήθηκε στην Όλυμπο Καρπάθου και έζησε εκεί μέχρι που τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στα χρόνια που τα νέα παιδιά του τόπου του άφηναν τη γενέθλια γη και με λίγες φτωχικές ταξιδιωτικές αποσκευές, φτάνανε σε άγνωρους τόπους όπως οι αρχαίοι ταξιδευτές, για να αναζητήσουν την τύχη τους, τότε έφυγε κι αυτός για τον Πειραιά όπου συνέχισε σπουδές στην Τεχνική Εκπαίδευση. Φοίτησε και αποφοίτησε από την Τεχνική Μέση Εκπαίδευση στον Πειραιά.Συνέχισε σπουδές στην Ανώτερη Τεχνική Εκπαίδευση (Τ.Ε.Ι. Πειραιώς) στο τμήμα Ηλεκτρολόγων-Υπομηχανικών.Σπούδασε επίσης Διεύθυνση Φωτογραφίας στην Ανώτερη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης «Λυκούργου Σταυράκου». Εργάστηκε ως τεχνικός και μέλος της Ένωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Από το 1989 μέχρι σήμερα εργάζεται στην Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΕΡΤ.Ασχολείται με την πεζογραφία και την ποίηση στο γλωσσικό ιδίωμα της Καρπάθου, αλλά και σε λόγια γλώσσα. Αρκετοί στίχοι του έχουν μελοποιηθεί. Έχει λάβει μέρος σε διαγωνισμούς ποίησης και έχει πάρει σημαντικές διακρίσεις. Δημοσιεύει τακτικά σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει υπό έκδοση ποιήματα, ρίμες, χαϊκού, θεατρικά έργα, παραμύθια.
Βιβλία του:
«Στης πέτρας τη σιωπή, χωρατάες από στόμα σε στόμα» (1996), που απέσπασε πολύ καλές κριτικές.
«Κάρπαθος, δάκρυ κι άρωμα. Ρίμες και μαντινάδες» (εκδόσεις Αροθυμία, 2017).
«Σονέτα-γυναίκες» (εκδόσεις Αροθυμία, 2019).
«Εν Δωδεκανήσω» (συλλογικός τόμος), συμμετοχή με διήγημά του (εκδόσεις Κέδρος, 2002).
«Ποιητικές Συμπλεύσεις 3, Ρευστά Όρια» (συλλογικός τόμος), συμμετοχή με πέντε ποιήματα, (εκδόσεις Εντύποις, 2019).
«Ποιητικές Συμπλεύσεις 4, Φτερωτά Λόγια» (συλλογικός τόμος), συμμετοχή με πέντε ποιήματα, (εκδόσεις Εντύποις, 2020).
«Ποιητικές Συμπλεύσεις 5, Μονοπάτια Της Γραφής» (συλλογικός τόμος), συμμετοχή με πέντε μικροδιηγήματα, (εκδόσεις Εντύποις, 2020).
Έννεπε Μούσα, Ιστότοπος ποίησης και μουσικής