Βαδίζουμε στην κορύφωση του φθινοπώρου...Με πολλά υπέροχα ποιήματα που έχω διαβάσει για την αγαπημένη εποχή έφτιαξα ένα βιβλίο. Ας το ξεφυλλίσουμε μαζί!
Φθινόπωρον- ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Μ’ αρέσει το φθινόπωρο που αλλάζει στην αράδα
θωριές η φύσις κι η ψυχή καημούς με γληγοράδα,
που πριν χορτάσεις σύννεφα, κακό κι ανεμοζάλη,
πάλι γελά ο ουρανός, ο ήλιος, τ’ ακρογιάλι,
που τώρα ίσκιο λαχταράς, περίπατο κι αέρι,
και τώρα ζέστη σε γωνιά μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.
Χειμώνας και καλοκαιριά τ’ αταίριαστο ζευγάρι,
γεννήσαν το φθινόπωρο, μονάκριβο καμάρι·
το γέλιο έχει της μάνας του, του γέρου του τα φρύδια,
κι οι δυο το θρέφουν με φιλιά και χάιδια και στολίδια.
Τι έρμο που επέρασα χειμώνα στη γωνιά μου!
Κρύβαν τον ήλιο σύννεφα και πάγοι την καρδιά μου·
μα μόλις ήρθ’ η άνοιξη, ρόδα γεννά στους κήπους
και στην καρδιά μου ενός καημού τους πρώτους δειλούς χτύπους.
Το καλοκαίρι έφθασε τα ρόδα να μαράνει,
μα της καρδιάς μου τον ανθό χλωρότερο τον κάνει,
και στην αυγή και στη βραδιά, στο δάσος, στ’ ακρογιάλι
εσκόρπισεν αχόρταστα τα εύοσμά του κάλλη.
Και τώρα το φθινόπωρο με κάνει και δακρύζω
και με τα περασμένα μας τους στίχους μου στολίζω.
Ο ουρανός φορέματα φορεί μαυροβαμμένα,
και κλαίει το καλοκαίρι του που τόφυγε στα ξένα·
με τα φτερούγια του ο βοριάς σκορπά τα δάκρυά του,
μα ιδές πώς είν’ ολόφρεσκη η εξοχή εκεί κάτου!
Τον κήπο μου, από άνθινα λογιών πετράδια στρώμα,
μου τον επλούτισ’ η βροχή και με διαμάντι’ ακόμα.
Μπροστά απ’ το παραθύρι μου περνά γοργά μια κόρη
που κάτου από το μαύρο της βαρύ επανωφόρι
ακόμα με τριανταφυλλί φουστάν’ είναι ντυμένη.
Τί έμορφα της φύσεως την όψη παρασταίνει!
Μονάχοι στον περίπατο θα βγούμε μιαν ημέρα,
κι αλάργα θα τραβήξουμε, πέρ’ απ’ το ρέμα, πέρα·
εκεί που θα γυρίζουμε βροχούλα θα μας πιάσει,
θ’ αρχίσουμε το τρέξιμο, κι όποιος τον άλλο φτάσει·
μα να μπροστά μας βρίσκεται μοναχικό καλύβι
και κρύβει το ταιράκι μας κι απ’ τη βροχή μάς κρύβει.
Σ’ ένα σκαμνάκι, αγάπη μου, τα δυο θα στριμωχθούμε,
και τόσο ωραία όνειρα θα βλέπουμε, θα ειπούμε,
που θα' βρει πάλι ο ουρανός το γαλανό του χρώμα,
κι εμείς τυφλοί κι εμείς κουφοί, θα κελαηδούμ’ ακόμα.
Σα γάστρα πόχει επάνω της λουλούδια ένα πλήθος
κι ακόμα δεν εστόλισαν ούτε μαλλιά, ούτε στήθος,
γιατί δε βρέθηκε γι’ αυτά χεράκι να τα κόψει,
κι εκεί θα χάσουν άδικα τη δροσερή τους όψη,
βαθιά βαθιά η καρδούλα μου πόσα κρατεί για σένα
λογάκια, όρκους, δάκρυα και γέλια μαζωμένα,
και πόσα όνειρα, χαρές, παράπονα, ενθυμήσεις,
που καρτερούν τόσον καιρό εσέ να τα θερίσεις.
Έλα, και ξέρω ν’ αγαπώ, έλα προτού — τι κρίμα! —
χαθούν για πάντα μέσα μου, κι η γάστρα γίνει μνήμα.
Πόσα τραγούδια έχασα ζεστά, καρδιά γεμάτα
μέσα σε κάλλη άκαρδα, σε χιονισμένα νιάτα!
Και τώρα τρέμω, ντρέπομαι για σε να ξαναρχίσω
τους ίδιους αναστεναγμούς, τους ίδιους ήχους πίσω.
Ναι· τρέμω μην εγράφθηκε, καθώς η χειμωνάνθη
που βγάζει μες στη χειμωνιά τα ζηλευτά της άνθη,
ναι, τρέμω μην εγράφθηκεν από ζηλιάρα τύχη
να πέφτουν πάντα σ’ ασχημιές οι έμορφοί μας στίχοι.
Και ντρέπομαι με φόρεμα λευκό, μα φορεμένο,
να ντύσω της νυφούλας μου τη νιότη την παρθένο.
Στην ακριβή του θάλασσα ο ήλιος θα βουτήσει
και στέκω την αχόρταστη να καμαρώσω δύση·
κι αντί για ροδοσύννεφα, θαμπώνουν τις ματιές μου
αέρινα φαντάσματα, οι αγάπες οι παλιές μου·
όλες μαζί, χιλιόχρωμο μπουκέτο από κάλλη!
Αυτή με βλέπ’ ηδονικά, και παγωμένα η άλλη,
εκείνη με τα δάκρυα, η υστερνή με ζήλια,
και μια με γέλιο Σατανά στ’ αγγελικά της χείλια…
—Παρθενικό μου μέτωπο, γιά πρόβαλε μπροστά τους,
να ξημερώσει κι οι νεκροί να παν στα μνήματά τους.
Σεπτέμβριος 1881
Πηγή: Τα τραγούδια της πατρίδος μου
Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου (αποσμάσματα)-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Απόψε νιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.
Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.
Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξέ τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναφθαλίνη.
Φωτιά ερημική στο βραδινό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ' την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρρύνει σιγά τον εαυτό της.
ΚΙ ΟΜΩΣ είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ' το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ' ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τ' άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.
Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής.
*************************************************
Τα σάπια φύλλα το θολό ποτάμι ο ήχος του που πάει κατά τη μνήμη
τα λούκια με το κοκκινόχρωμα η γριά βραδιά
έξω απ'τις πόρτες που φυσάει τις φούχτες της και τρέμει
κρατάει μες στο σακί της τ'αδειανά τσόφλια των τζιτζικιών
τα μικρά φέρετρα που κλείνουν παιδικές φιλίες.
Ποιος χτύπησε;Κανείς δεν είναι. Ποιος να ρθει;
Μόνο η κουρτίνα σάλεψε. Κανείς. Τα δευτερόλεπτα
σιγά-σιγά πέφτουν στην κάμαρα. Σβήσε το φως.
Ώρα να κοιμηθούμε. Μη μιλάς. Τα δευτερόλεπτα
ήσυχα ρυθμικά σα χέρια ωχρά που πλέκουνε μια κάλτσα μάλλινη
κάπου δω πέρα πλάι μας. Τα θυμόμαστε τ'αγαπημένα χέρια.
*************************************************
ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ οι σπόροι αμίλητοι. Η βροχή θα τους ξυπνήσει.
Όπου να'ναι θ'αλλάξει ο καιρός. Οι ανεμοδείχτες των σπιτιών
αυτά τα χαρούμενα κοκόρια της πόλης ψαλιδισμένα στη λαμαρίνα
γυρίζουν στο νοτιά. Ο θείος Καίσαρ
έλεγε στη μητέρα πως του χρόνου θα'χουμε ατέλειωτες λιακάδες
ύστερα απ'τις πολλές βροχές. Έτσι γίνεται πάντα.
Θα'ρθουν ένα σωρό πουλιά και παπαρούνες.
Πάρε τη θέση σου δω χάμου. Ο θείος Καίσαρ κ'η μητέρα
κοιμήθηκαν κάτου απ'το χώμα είναι κ'οι σπόροι κάτου απ'το χώμα.
Λοιπόν θα βγουν πολλά λουλούδια. Τι όμορφα που μυρίζει
η βραδινή χορτόσουπα στο δρόμο.
Πηγή: Δοκιμασία,Γιάννης Ρίτσος,Τόμος Α΄,Κέδρος
Παραμονή φθινόπωρου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Οι τελευταίοι παραθεριστές κάθονται μπρος στα παράθυρα
με σταυρωμένα χέρια,
οι λίγοι ερωτευμένοι και τα ξερά φύλλα
κάθονται στους πάγκους των κήπων.
Όταν ακούστηκε στο δρόμο η άμαξα,
κανένας δεν κατέβηκε ν'ανοίξει
μόνο στην πόρτα βγήκε ένα σκυλί
και κοίταξε κατάματα το απόγευμα.
Ίσως και να'τανε και μέσα η άρρωστη κυρία
που πάντα κρυώνει σφίγγοντας πάνω στα γόνατά της
ένα μπουκέτο μενεξέδες.
Αυτή ήταν,- είτε ο ξενοδόχος κ'έφτυσε απ' το παράθυρο.
Ύστερα σκούπισε τα χείλια του κ'έκλεισε τα παντζούρια.
Πηγή: Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου,Γιάννης Ρίτσος,Τόμος Α΄,Κέδρος
Φθινοπωρινό-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Βράδι. Υγρασία. Να βγάλουμε τα μάλλινα απ' τη ναφθαλίνη.
Ένα άστρο αναδεύει την ψυχή σου, αργά-αργά,λυπημένα,
σαν γυναικείο,αφηρημένο χέρι που αναδεύει με το κουταλάκι
ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι,διαλύοντας
ένα μικρό ,τετράγωνο κομμάτι ζάχαρη.
Πηγή: Ασκήσεις ,Γιάννης Ρίτσος,Τόμος Α΄,Κέδρος
[Τι να σου πω, φθινόπωρο…]- ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ’ ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με το μέτωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά…
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα, οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
Πηγή: Κ.Γ.Καρυωτάκης/Ελεγεία και σάτιρες/[ Ελεγεία] Δεύτερη σειρά
Χινοπωρινό- ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Κι ακλούθησα ολομόναχος τη στράτα
που κάποια μέρα εβάδισες μαζί μου
το χέρι μου κρατώντας, μαυρομάτα.
Θυμάμαι. Τότε μια άφταστη λαμπράδα
πλημμύριζε τη φύση. Κι η ψυχή μου
λουζόταν σε μια ανείπωτη ομορφάδα.
Της άνοιξης μας μέθυσαν τα κάλλη,
και μια στιγμή αλησμόνητη, καλή μου,
σ’ αιστάνθηκα μες στη θερμή μου αγκάλη.
Και τώρα… Τώρα —αλί!— σαν αντικρίζω
τον τόπο ’που η χαρά μου, ’που η ζωή μου
εθάφτηκε, απ’ τον πόνο μου δακρύζω.
Κιτρίνισε το γνώριμο πλατάνι,
τα γιασεμιά μαράθηκαν, μικρή μου,
που σου ’πλεκαν το αιθέρινο στεφάνι.
Και τα πουλάκια ακόμα —συφορά μου!—
που αφουγκραστήκαν τότε το φιλί μου
χαθήκανε μαζί με τα όνειρά μου.
Πηγή: Κ.Γ.Καρυωτάκης/[ Εφηβικοί στίχοι,1913-1916
Φθινόπωρο 1966-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Πριν κρεμάσει η βροχή σταλαχτίτες
παγερούς στην καρδιά μου
και πριν ο χρόνος σκορπίσει τη σκόνη μου,
θα'χει παίξει η ψυχή μου το μαχαίρι της
μες στο σπλάχνο της νύχτας-δίχως αντάλλαγμα.
Ωστόσο μου φτάνει που μπορώ να επιστρέφω
σε τούτο τον τόπο. Μου αρκεί ότι σκύβω
κόβω ένα άνθος,το πιάνω απ'το μίσχο
και βαδίζω κρατώντας, κάτω απ'αυτό
το λαμπρό ηλιοβασίλεμα,
την αμοιβή μου στο χέρι μου.
Πηγή:Παραλειπόμενα,Τα ποιήματα,Τόμος πρώτος,Τρία φύλλα
Τραγούδι το φθινόπωρο-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Φθινόπωρο σ’ αγάπησα, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά γυμνά για το χειμώνα,
που βιάζονται τα δειλινά, κι είναι τα ρόδα μήλα,
– κι είναι τα βράδια μόνα…
Και τώρα στέκω και ρωτώ: Ποια μοίρα, και ποια μπόρα,
καθώς τραβούσα, μοναχός, το δρόμο της αβύσσου,
παράξενα κι ανέλπιστα, να μ’ έχει φέρει, τώρα,
ζητιάνο στην αυλή σου;
Κι όταν το γιόμα χάνεται, κι η νύχτα κατεβαίνει,
και σιωπηλά, σαν τα βιβλία, το φως της μέρας κλείνει,
να’ ρχομαι πάλι, να ζητώ μιαν ησυχία χαμένη,
σαν μιαν ελεημοσύνη!
Σ’ αγάπησα φθινόπωρο, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά, κι είναι τα βράδια μόνα
φθινόπωρο σ’ αγάπησα – ή μην είν’ η ανατριχίλα
του ερχόμενου χειμώνα;…
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Οι κύκνοι το φθινόπωρο-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Οι κύκνοι το φθινόπωρο ζητάνε τη χαρά τους
γιατί η χαρά τους πέταξε μαζί με τ᾿ αγιοκαίρι.
θα ζήσουν ,τάχα ,να τη βρουν, την άνοιξη; -Ποιος ξέρει,
…γιατί μπορεί και να χαθούν πριν βρούνε τη χαρά τους…
Απόψε την περίμεναν, σχεδόν όλο το βράδυ,
ώσπου στο τέλος νύσταξαν κοιτώντας το σκοτάδι,
κι έγειραν και κοιμήθηκαν απάνω στα φτερά τους…
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Φθινοπωρινό-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Η θλίψη του καλοκαιριού με πήρε χτες βαριά,
καθώς περνούσ' απ'την αλέα,που πέθαιναν τα ρόδα,
και σταματώντας τη ματιά κατά το δείλι,το'δα
να πέφτει τόσο μοναχό,μες στα γυμνά κλαριά...
Κι ο νους μου πήγε στις καλές, τις ήρεμες βραδιές,
όταν ανθούσαν οι βραγιές,κι ανάσταιναν οι κλώνοι,
-τότε που σμίγουν οι ψυχές, κι ανοίγουν οι καρδιές,
και μες στη νύχτα,μαγικά,τρεμολαλεί τ'αηδόνι...
Και σαν εχύθη του βαθιού μεσονυχτιού ο θυμός,
και χίμηξε απ'τα πέλαγα, γοερή και ποντοπόρα,
ξεσπώντας πάλι,ξαφνικά,μες στις βραγιές,η μπόρα,
μ'άγγιξε τόσο αδερφικά του κήπου ο πεθαμός,
των ρόδων το ξεφύλλισμα,και της βροχής ο σάλος,
-που είπα ξανά δε θα χαρώ, μήτε κανένας άλλος...
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Όταν έρθει το φθινόπωρο-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Όταν έρθει το Φθινόπωρο,
και τα φύλλα μαραθούνε,
μια βραδιά, τ’ αργά σου βήματα
ως το μνήμα μου θα ρθούνε•
θα είναι νύχτα, και τα μνήματα
θα ησυχάζουν μες στη χλόη:
μόν’ ο γκιώνης θε να μοίρεται
το παλιό του μοιρολόι•
μόν’ ο γκιώνης θε ν’ ακούγεται,
κι αυτός φίλος του θανάτου,
να ταιριάζει με τη θλίψη σου,
τα τραγούδια τα σπερνά του…
Όταν έρθει το φθινόπωρο,
και τα φύλλα μαραθούνε,
μια βραδιά, τ’ αργά σου βήματα
πάλι θα με θυμηθούνε,
και κινώντας μες στ’ απόβραδο,
μακρινά και κουρασμένα,
σα ζητώντας κάτι ανεύρετο,
θα ’ρθουν, πάλι, προς εμένα…
Μα εγώ, τότε, δίχως όνειρα,
μες στο χώμα θα κοιμάμαι,
μες στη νύχτα θ’ αναπαύουμαι,
-κι ούτε πια θα σε θυμάμαι•
κι απ’ την πρώτη τη λαχτάρα μου,
τη βαθιά μου, τη χαμένη,
έξω απ’ τη δική σου θύμηση,
τίποτα δε θ’ απομένει:
έξω απ’ τη δική σου θύμηση,
τίποτα δε θ’ απομένει,
-κι απ’ το χώρο, κι απ’ το μάρμαρο,
που κρατούν οι πεθαμένοι…
Κι έτσι, τα βαριά σου βήματα,
κουρασμένα, λυπημένα,
παρατώντας την αγάπη μου,
την αγάπη μου και μένα,
και μη βρίσκοντας απάνεμο,
να σταθούν, μες στο χειμώνα,
θα μ’ αφήσουν, -κι όπως ήρθανε,
θα ξαναγυρίσουν μόνα…
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Κακό φθινόπωρο-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
To φετινό φθινόπωρο κοντεύει,
με τα μηνύματά του τα βαριά,
κάθε δέντρο το τέλος του μαντεύει,
κι ανήσυχα τεντώνει τα κλαριά.
Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,
κι αλάλητος καημός για κατιτί,
-θαρρείς κι από παντού κάτι έχει λείψει,
κι αυτό που μένει, μάταια το ζητεί.
Σαν κάθε χρόνο, κι ώρα με την ώρα,
βλέπω να παίρνει τέλος η χαρά:
μα εμέναν, ως κι αυτή μου η λύπη, τώρα,
δεν είναι καθώς ήταν μια φορά…
Δεν έχω πια την πρώτη μου γαλήνη,
το βήμα μου δεν είναι πια γερό:
σ’ αυτό το μεταξύ, κάτι έχει γίνει,
που δε γιατρεύεται με τον καιρό…
Μες στο σκοτάδι, τώρα, που γυρίζει,
με την ανατριχίλα του βαριά,
το περιβόλι θάνατο μυρίζει,
– κι είμαι χωρίς παρηγοριά…
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Πόθος-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσον καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες•
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις προάλλες…
Τα καλοκαίρια μ’ έψησαν, και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζιοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά, πότε να ρθει, μες στα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ, ξανά, μες στα μουγγά τα δειλινά,
θ’ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι…
Πηγή: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα,Εκδόσεις Ζήτρος,2001
Ωραίο φθινοπωρινό πρωί- ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Για την κυρία Ντονογκό
Να που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά μ’ αυτό το φως
με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.
Νά που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές
σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.
Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
στα ίδια σώματα: κόπηκε η μονοτονία.
Τι λέει ο μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ; για πρόσεξε!
Έσκυψε ν’ αγκαλιάσει μια ξανθή κούκλα στο πλαϊνό μπαλκόνι.
Αυτή ανεμίζει δυο ρόδινα χεράκια στον ουρανό
δεν παραδέχεται να τη βιάζουν.
Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας
ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό
«Αλλάχ! Αλλάχ!» δεν είναι μήτε τ’ αγεράκι, παράξενη προσευχή.
Ένας κόκορας λάλησε, πρέπει να ’ναι ξανθός
ω ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!
Να που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα
το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες
σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη
σκέφτηκε κανείς;… Ω εκείνη η επίμονη σκέψη
κλεισμένη σ’ ένα κουτί αδειανό, θεληματική
χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα
σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα.
Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη, να που μ’ αρέσει
κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά
θυμίζει τ’ αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu’ en lui-même enfin l’éternité le change.
Κορυτσά, 1937
Πηγή: Ημερολόγιο καταστρώματος,Α΄
Θα πεθάνω ένα πένθιμο...-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος·
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου. Θε να ρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!...»
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «-Μ' αυτός έχει πεθάνει».
Μια στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πουν: «Τ' είν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!»
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θα ’ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, που’χε κάποτ' εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτός θα ’ναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες
όπου θα’ναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μία κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μία Κίττυ θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.
Πηγή: Ουράνης,Ποιήματα,Εστία
Φθινοπωρινό πάρκο-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Ω! πόσον είναι πένθιμο μες στη βροχή το πάρκο
με τα χλωμά λουλούδια του που γέρνουν μουσκεμένα
και τα πλυμένα αγάλματα που από τα βάθρα γύρω
σωρός τα φύλλα τα ξερά σαπίζουν στοιβαγμένα..
Οι λεωφόροι του έρημες, απέραντες και κρύες
φαντάζουν κάτω απ'το στεγνό, τεφρόν ορίζοντά του
με τα ψηλά τα δέντρα τους που γέρνουν γυμνωμένα
σα να οδεύουν στο βουβό βασίλειο του θανάτου.
Στις σκιερές δεξαμενές οι αρχαϊκές υδρίες
πλέον δεν καθρεφτίζονται όπως τα καλοκαίρια
με τ’ άσπρα που κατέβαιναν να πιούνε, περιστέρια.
Μόνον του αναβρυτήριου το μουσικό το κλάμα,
μαζί με την ψιλή βροχή και με τον κρύον αγέρα,
σκορπιέται μάταιο στη γυμνή, σπαραχτικήν ημέρα.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Χινοπωριάικοι καιροί-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Χινοπωριάτικοι καιροί… Μουντοί ουρανοί, ψιχάλα
μονότονοι σαν των παιδιών το κλάμα, νεκρωμένοι
δρόμοι, θλιμμένοι εσπερινοί που αχολογάν κι εκείνο
το μούχρωμα που μέσα μας και γύρω κατεβαίνει!
Χινοπωριάτικοι καιροί… Στα σκοτεινά τα σπίτια
τα γέρικα τα έπιπλα μυρίζουν μουχλιασμένα,
και κάποιο ρίγος που γλιστρά παντού και κάνει τ’ άνθια
στα βάζα να φυλλορροούν πριν γείρουν μαραμένα…
Χινοπωριάτικοι καιροί… Ρολόγια που χτυπάνε
τις μάταιες ώρες ξαφνικά στην παγερή ησυχία,
ενώ λαγγεύουν οι ψυχές και η χλομή Ανία,
πεσμένη σαν ένας βραχνάς επάνω στην καρδιά μας,
με τη χρυσή τη σουβλερή της Νοσταλγίας βελόνη,
αγάλια κι αδιάφορα τρυπώντας, – τη ματώνει.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Φθινόπωρο-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο γδύνεται
με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι
με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες
βγάζει τα λουλούδια
πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού
βάφονται μες στο αίμα.
Πηγή: Ο περίπατος,1960
Φθινόπωρο-ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Άσε το φθινόπωρο
γύρω σου να στρώσει
τ'άνθη τα στερνά΄
μια ζωή πεθαίνει
μια ζωή περνά-
τάχα σε προσμένει
μια άνοιξη ξανά;
Άσε το φθινόπωρο
γύρω σου ν'απλώσει
μια στερνή ευωδιά.
μια φωνή σωπαίνει,
μια χαρά χαμένη
μέσα την καρδιά-
τα στερνά τα φύλλα
παίρνει το φθινόπωρο
γύρω απ'τα κλαδιά.
Πηγή: Βραδινοί θρύλοι
Παλιό αθηναϊκό χινόπωρο- ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
Ανέμου νοτερή συρμή,σκόνη τυφλή,
και σπόροι κατά πρόσωπο και στάλες κρύες,
ένα ομπρελίνο ανάστροφο που δε βολεί
να κλείσει (τι ιστορίες!),
το σχήμα-γυριστό κατά τα περασμένα-
γυναικός,σ' ανοιχτό δρόμο με πιπεριές,
που τα νώτα λυγάει στον άνεμο στραμμένα
-του χινοπώρου οι πρώτες αλλαξοκαιριές!
Παντού,ένα γύρω,ηχός,παντού κι ηχού αφορμή...
Στου ογρού πεζοδρομιού τα λίγα δέντρα βρέχει.
φυσάει στα φύλλα...ως μέσα τους σέρπει η συρμή
του ανέμου, κι η ψιχάλα κόμπος-κόμπος τρέχει,
ψιλή ψιχάλα ψάχνει στάλα-στάλα,
τα φυλλαράκια ψάχνει και τα περπατά,
-φυσάει,και τ'ακριανά ξύνονται απάνω στ' άλλα
(τι παίξιμο πικρό στου δρόμου τ'ανοιχτά!)
Κι αναμερίζει αριά τη φυλλωσιά η βροχή,
ψαχτά,ψηλαφητά΄κι ανοίγει μες στη μέση
κι η φυλλωσιά- να πιει βροχή,να καταπιεί,
και σέρπει πιο βαθιά η ψιχάλα να χωρέσει...
Απόμακροι οι κορμοί των δέντρων,χωματένιοι,
χωματένιο το αρύ,το βρόχινο νερό,
Ρήχη θολά, λιγοστή λάσπη βουρκωμένη,
κι άξενο σύθαμπο,σκοτείνιασμα πικρό...
-Οχτώβρη εσύ,με τις ψιλές τις συννεφιές,
Οχτώβρη για ουρανούς και δρόμους δίχως άκρια,
να μου χαρίσεις θύμησες και ζωγραφιές!
Κι ένα ποτάμι, ακούς; μέλι τα δάκρυα!
Αχ,σε ποια κοκκαλένια πένα αλησμονιέσαι,
του αθηναίικου χινόπωρου λυγμέ;
Σε ποιανού μαντολίνου την κουφάλα μέσα,
ψιχάλα κυνηγιάρικη,βρέχεις για με;
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979
Χινόπωρο-ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Να'ναι τάχα ακόμα
το φτωχό τ'αηδόνι
κάπου στα κλαδιά;
Μαύρη που'ναι η σκέψη,
μαύρο που κυκλώνει
πένθος την καρδιά...
Στάλες πότε-πότε
πέφτουνε μεγάλες
άξαφνα βροχής.
Και δεν παραλλάζουν
κι είναι σαν τις άλλες
στάλες της ψυχής.
Δειλινό είναι΄ κι είναι
στη θλιμμένη δύση
σύγνεφα βαριά.
Χρυσά δέντρα γύρω
κι ένα κυπαρίσσι
λίγο πιο μακριά.
Ω κατάστηθά σου
σε περνά ένας λάζος,
ύπαρξη πικρή,
πέταξε τ'αηδόνι
κι ουρανός γαλάζιος
αίματα αναβρεί...
Πηγή: Το Ερωτικό
Η νύχτα του χινόπωρου-ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ
Η νύχτα του χινόπωρου φέρνει μαζί ξανά,
σα νυχτερίδες τις παλιές, βαθιές μελαγχολίες.
Ανατρομούν στο διάβα της τα φύλλα τα στερνά,
λες και τα φύλλα ψιθυρούν μιμνέρμειες ελεγείες.
Σκοταδερά,μακρόχυτα στο σώμα τα μαλλιά της.
Το φόρεμά της σέρνεται στη γη τη νοτερή...
Σφίγγα Θηβαία που έριξε στην Πλάση το αίνιγμά της
και τώρα στέκει αμίλητη στον ποιητή αντικρύ.
Πυκνώνουν γύρω του οι σκιές σα μαύροι πλοκαμοί .
τρέμει η ψυχή του σαν πουλί πιασμένο σε πλεμάτια .
φέγγουν μοιραίοι επάνω του οι αιώνιοι αστερισμοί
και σιωπηλά τα δυο στοιχειά κοιτάζονται στα μάτια!
Πηγή: Τα Χρυσά Κύπελλα
Φθινόπωρο-ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΦΝΗΣ
Τώρα που στις έρημες βραγιές
ξεψυχούν τα ρόδα τα υστερνά,
κάτι από τα στήθη μου περνά
και στο νου μου μένει.
Ήθελα ένα βράδυ ωραίο κι αχνόφεγγο
στο βουνό ν' ανέβω του θανάτου,
κι ενώ η πικροθάλασσα από κάτου
θα βογγά αγριεμένη,
ήθελα τα χέρια να σηκώσω
και να ειπώ μια κούφια προσευχή,
από την καρδιά κι απ'την ψυχή
στα ουράνια επάνω.
Τώρα που στις έρημες βραγιές
ξεψυχούν τα ρόδα σιγαλά,
ήθελα ν'ανέβω στα ψηλά
και να πεθάνω!
Πηγή: Ο Ανθισμένος Δρόμος
Φθινοπωρινό- ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΣΑΣ
Βουίζει απ'τα γλυκόλογα κουδούνια η λαγκαδιά.
Κοπάδια απ'τα ψηλά βουνά γυρνούν στα χειμαδιά.
Κυλούν τ'ανάρια σύννεφα στις κορυφές σαν άχνη.
Φθινόπωρο. Κι ο γεωργός γοργά το αλέτρι αδράχνει.
Στον κήπο κίτρινα θροούν τα φύλλα. Στα κλαδιά,
που αναρριγούν, ανοίγεται πονετική η καρδιά.
Κάπου ένα φύλλο ξεκολλά να λικνιστεί. Μα πέφτει
μέσα στα νερά,ραγίζοντας της στέρνας τον καθρέφτη.
Όλη την έγνοια των καιρών η στέγη λες και κλει.
Κι ενώ τα ξύλα ο γέροντας σωριάζει στην αυλή,
το παραμύθι της καλής γιαγιάς αργοσιμώνει,
για να φωλιάσει στου παλιού σπιτιού το παραγώνι.
Σταλάζουν οι ώρες μελιχρές στη δύση. Νοσταλγοί
του ωραίου χειμώνα ακούμπησαν οι πόθοι στη φραγή.
Μα εμέ, από μέρες, τρίσβαθες ανησυχίες παιδεύουν
και λαχταρώ για τα πουλιά, που τώρα ταξιδεύουν.
Πηγή: Μιχάλη Περάνθη,Τα ποιήματά μου, Παιδική ανθολογία, Κένταυρος,1962
Μικρή ελεγεία του φθινοπώρου- ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ
Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Μιλώντας παντού,
πως χτες ήταν που κράτησες στα χέρια σου
το χτυποκάρδι ενός φθινοπώρου,
κ'είδες το λιποψύχισμα μιας πολιτείας στη βροχή.
Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Σφυρίζοντας παντού,
τι δρόμους μέσα στη νύχτα περπατήσαμε,
σε ποια παράθυρα μάς έφεγγαν τα όνειρα των ανθρώπων,
ποιοι κήποι άνθισαν απ' την ανάσα μας.
Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Ολομόναχος ακολουθούσε,
συναθροίζοντας από κάθε βήμα μας τον έρωτα,
την κάθε στιγμή,
που γίνεται κύμα γαλάζιο και μας χτυπά με πάθος.
Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Το ρίγος πήρε απ'το κορμί μας,
κι όλο το σθένος,που κλείνει μέσα μας η επιθυμία,
το ύψος απ' τ'άστρο,το λυγμό της θάλασσας,την αλλόκοτη πικρία,
που φέρνει το δάκρυ μιας βροχής,όταν κυλά στο πρόσωπο.
Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Δεν υπάρχει άλλη ώρα να μας καλύψει,
τώρα είναι που ζει μέσα μας ολοζώντανο το γεγονός,
η αίστηση του νέου χυμού στο αίμα, η χαρά της συγκατάθεσης,
το ταξίδι στη σιωπή του χρέους και το τέλος.
Πηγή: Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου,Δύο Αιώνες Νεοελληνικής Ποίησης
Φθινόπωρο ζωής-ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
Μέσα μου παλεύουνε ψυχές,
μέσα μου σαλεύουν γήινα πάθη!
Άλλοτε ρουμελιώτικοι σκοποί,
πότε τραπεζουντέικας τραγωδίας
κι άλλοτε ολονύκτιες σ'ερημοκκλήσια:
"Πάω για τ'αθάνατο νερό τ'αθάνατο βοτάνι,
να δώσω της αγάπης μου,ποτέ να μην πεθάνει..."
"Κοντά σα ξημερώματα και σα πετεινολάλια,
ν'αγάπη μου μικρέσα εν και φεύγ'ασήν αγκάλια..."
"Ότι την ανομίαν μου εγώ γιγνώσκω
και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστίν διαπαντός...".
Μέσα μου παλεύουνε ψυχές,
μέσα μου σαλεύουν γήινα πάθη!
Μετράω τα χρόνια που έχουνε περάσει:
είναι πολλά, το τέλος να προσμένω.
Γδύνομαι το κορμί μου κι αναβλύζω
σαν δροσερή πηγή σε κρύφιο δάσος
Η σπίθα είναι κρυμμένη,ρίχνει φλόγες.
Κι αν κατανυκτικά γείρω για λίγο,
τα κρόταλα κροτούν, ριπές ανέμων,
τυφώνες στροβιλίζονται μαζί μου.
Μέσα μου παλεύουνε ψυχές,
μέσα μου σαλεύουν γήινα πάθη!
"Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος
επί τας πηγάς των υδάτων...'
Όταν θα τ'αποθέσω τελικά
το γήινο τούτο βάρος που με πνίγει,
δεν ξέρω τι θα γίνουν τόσα πάθη,
δεν ξέρω πού θα παν τόσες ψυχές...
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Φθινόπωρο-ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ
Τα χελιδόνια πα στα σύρματα
του τηλεγράφου αραδιασμένα,
έτοιμα πια για το ταξίδι τους,
λένε τραγούδια μεθυσμένα.
Αύριο το αγέρι του φθινοπώρου
στη θέση τους θα σκούζει μόνο
κι εμείς βαθιά μας θα αισθανόμασθε
της Εγκατάλειψης τον πόνο.
Γιατί φτερά κι εμείς δεν έχουμε;
Γιατί,γιατί να μην μπορούμε,
όπως αυτά πέρ'απ'τη Μοίρα μας
την Άνοιξη ν'ακολουθούμε;
Πηγή: Σταύρου Ζήγου,Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι
Από "Το Φθινόπωρον"- ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΣΟΥΤΣΑΣ
Το βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή-ψιλή αρχίνησε βροχή να ψιχαλίζει.
είναι η φύση που θρηνεί΄
τα δάκρυά της είν'αυτά,όπου κατασταλάζουν
τα σύννεφα,όπου βογγούν και βαριαναστενάζουν,
είν'η θλιμμένη τους φωνή.
Να,βράχηκε και το ξερό της ερημιάς ποτάμι...
Ακούς τι κρότο το νερό μες στα χαλίκια κάνει;
Βλέπεις τον άσπρο τον αφρό;
Στες λυγαριές ανάμεσα ήταν πουλιά κρυμμένα,
τον κρότο καθώς άκουσαν έφυγαν τρομαγμένα,
μ'ένα τους πέταγμ' αλαφρό.
Πηγή: Σταύρου Ζήγου,Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις Μητρέλη,Πάτραι
Ο Μάης και το χινόπωρο (Δημοτικό τραγούδι)
Ο Μάης και το Χινόπωρο αντάμα τρων και πίνουν,
αντάμα έχουν τους μαύρους τους σ'έναν ταβλά δεμένους,
κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν κι ατοί τους εκαυχιώνταν,
γυρίζει ο Μάης και του λέει,του λέει του Χινοπώρου:
-Εγώ είμ'ο Μάης ο καλός με τα πολλά λουλούδια,
με τις δροσιές και χλωρασιές,με τα πολλά τ'αηδόνια.
Γυρίζει κι ο Χινόπωρος και του Μαγιού του λέει:
-Εγώ είμαι ο Χινόπωρος με τα καινούργια χιόνια,
που ρίχνω χιόνια στα βουνά και πάχνες εις τους κάμπους,
μαραίνω τα λουλούδια σου,μαραίνω τα χορτάρια.
Φθινόπωρο (ποίηση Ι. Αντωνοπούλου-μουσική Μ.Παπασταθοπούλου)
Πέφτουνε ξερά τα φύλλα
πάνω απ’τα κλαριά
κι ωριμάζουν τα σταφύλια
στην κληματαριά.
Απομείναν οι σπουργίτες
σύντροφοι καλοί,
ήρθε πια το πρωτοβρόχι
με φωνή δειλή.
Σκίζουνε τη γη τ’αλέτρια
όλοι στο σπαρτό
Πέρασε το Καλοκαίρι,
φτάνει το σχολειό.
Τα παιδιά κρατούν βιβλία
Κι όλο τα κοιτούν,
Με χαρά γυρνούν τα φύλλα
Και χαμογελούν.
Πηγή: Τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα
Φθινόπωρο-ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΤΣΙΝΗΣ
Θα φύγουνε ξανά τα χελιδόνια
σε τόπους για να πάνε μακρινούς,
θα πάψουν να λαλούν γλυκά τ’ αηδόνια,
γαλάζιους δε θα βλέπεις ουρανούς.
Τα σύννεφα θα γίνουνε κοπάδια,
θα τρέχουν στο σχολειό τους τα παιδιά,
θλιμμένα θ’αργοπέφτουνε τα βράδια
κι ο πόνος θα βαραίνει την καρδιά.
Το κύμα θε να σπάζει στ’ακρογιάλι,
χλωμή θα ξεπροβάλλει κι η αυγή,
βαρκούλες θα κυλούν αγάλι,αγάλι,
βοριάδες θα φιλήσουνε τη γη.
Θα’ρθουν τα πρωτοβρόχια με τις μπόρες,
στους κήπους τα λουλούδια θα μαδούν,
η λύπη θα διπλώνει κάποιες ώρες
κι οι στάλες της βροχής θα τραγουδούν.
Πηγή: Τα ποιήματα & τα τραγούδια του δημοτικού σχολείου,Κλεοφίλης Κολίση-Χατζηκώστα
Χινόπωρο- ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ
Τσαμπί σταφύλι-νέκοψα
τα νιάτα μου θυμάμαι
τα νιάτα τ'ασώτεψα
στων αμπελιών τους κόρφους
χαμένα μέσα στ'όνειρο
της γαλανής αυγής:
πουλιά που ταξιδεύουνε
στο σμαραγδένιο κύμα
με το βοριά, με το νοτιά
με τον αγέρα πρίμα
μαργαριτάρια λαμπερά
στον ήλιο της ζωής.
Τώρα είν'ο κήπος μου ξερός
χορτάρι σκεπασμένος.
σ'ένα κλωνάρι κυδωνιάς
κυδώνι μαραμένο...
Στο παραθύρι στάζει
το δάκρυ της βροχής...
Πηγή:Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1959
Ο φθινόπωρος- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΖΩΚΑΣ
Επήλθεν η ανθολοιγός του φθινοπώρου ώρα,
κατέπεσε περίωχρος η ρόδινη οπώρα.
έπεσε πάχνη στα κλαριά,
κιτρίνισεν η φλαμουριά,
το δάσος εγυμνώθη.
Απώλεσαν το άρωμα τα φύλλα του λιβάνου
και την σκιάν η εύκορμος φυτεία της πλατάνου.
παντού νεκρώσιμος σιγή,
καθεύδει νήδυμον η γη
κ'η φύσις ενεκρώθη.
Της αηδόνος τ'άσματα τας φρένας μου δεν τέρπουν,
οι όφεις ώσπερ άλλοτε επίγειοι δεν έρπουν.
ουδέ μικρός κορυδαλλός,
ουδέ ποιμενικός αυλός
τα δάση μας στολίζουν.
Μόνον η γοερά φωνή γλαυκός εκλιμωττούσης
και υλακή αλώπεκος τροφήν αναζητούσης
και κάπου-κάπου την αυγή
ριγούντος σκύλου ωρυγή
συχνά με αφυπνίζουν.
Απ'του Αιόλου τους ασκούς ο Νότος εξορμήσας
και ο Βορέας μετ'αυτόν ως γίγας εκπηδήσας
κατέφαγον ό,τι τερπνόν
υπήρχ' υπό τον ουρανόν
με το ευρύ των θράσος.
Και όμως,φευ! δεν βλέπω που αιτίαν παραπόνων,
το μόρσιμον της φύσεως ωρίσθη προ αιώνων!
μωρός λοιπόν ο θρηνωδών
διότι την αυτήν οδόν
βαδίζει με το δάσος.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Φθινόπωρο-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΔΕΤΖΩΡΤΖΗ (1919)
Επιτέλους τελείωσαν,
οι προσδοκίες του ανθίσματος,
κι εκείνα τ'αγκαλιάσματα
με την ενδόμυχη τάση προς το άπειρο,
ολοκληρώθηκαν κι ησυχάσαμε.
Σκιές πέρασαν κατά το δειλινό
από τα θερισμένα χωράφια
οι γυναίκες,
σκύβοντας,και μαζεύοντας ταπεινά
τις τελευταίες λέξεις,
τις τελευταίες εικόνες,
τα σπαραχτικά παράφορα χάδια των χεριών,
όλα αχνά πια,
προβαλλόμενα στο απόηχο μακρινών οργάνων
πανηγυριού-
κάποιου πανηγυριού περί το τέλος.
Και επιτέλους κάποτε
όλα
τελείωσαν.
Ξέσμιξαν οι με τόσο πόνο και πάθος σμιχθείσες
αγκάλες,
θ'αρχίσουν πάλι να ψάχνονται,
να ψάχνονται και ν'αποζητιούνται εναγώνια τα στερνά
να σπάσουν σαν πρώρες την άρνηση της μοναξιάς,
και να ξαναϋπάρξουν γενόμενες καρπούς
και έρωτα
σ'έναν καινούριον ήλιο.
Κρυώσαμε επιτέλους με τα πρώτα ρίγη του χειμώνα
και ντυθήκαμε την περισυλλογή τις άκρες,
σ'εκείνο το σημείο της σφαίρας
όπου αντανακλάται και η τελευταία ακτίνα
και μας αφήνει μόνους,
Το σχήμα μας
σχήμα κύκλου,
σχήμα ζώου κουλουριασμένου σε ύπνο
που ωστόσο το ένστικτό του αγρυπνεί.
Τα δέντρα δεν ανθίζουν την άνοιξη,
ούτε οι καρποί ωριμάζουν το καλοκαίρι.
Τότε
απλώς ξεκουραζόμαστε,
έτσι όπως παίρνει μια βαθιά αναπνοή
κοιτάζοντας από το παράθυρο
μια θάλασσα ονείρου-
και περπατώντας
απόγευμα Κυριακής,
την ποικιλία των κήπων
και της εξοχής,
τους αποκαλύπτουμε
το όνομά τους.
Πηγή: Ποιητική ανθολογία της νέας ελληνικής γενιάς άγκυρας,1971
Ήρθε το φθινόπωρο-ΜΑΡΙΚΑ ΠΙΠΙΖΑ
Πέρασαν την άνοιξη τα τρελά πουλιά,
της καρδιάς μου πήρανε τους παλμούς και πάνε.
πέρασαν την άνοιξη τα τρελά πουλιά,
πήραν την αγάπη μου και την τραγουδάνε.
Ήρθε το φθινόπωρο,μη χτυπάς,καρδιά,
βρήκανε τα στήθη μου ξεσκισμένα τώρα.
τα φτερά τους άπλωσαν μαύρα και βαριά
και θλιμμένα φύγανε σε μια ξένη χώρα.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Χινόπωρο-ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΡΗΤΗΣ
Χινόπωρο με τη μορφή τη γνώριμη,που τρέμει,
καθώς τη δέχεται η ψυχή σαν σ'ένα υγρό καθρέφτη,
ακούω το κάθε φύλλο σου τριγύρω μου να πέφτει΄
το μήνυμά τους έστειλαν οι βροχεροί σου ανέμοι.
Σε νιώθει,αδάμαστε σκοπέ, σαν αίμα η κάθε φλέβα.
σε νιώθει σάρκα,θρήνο της- λυγμό φυλακισμένο.
Έβγα στου λόγου μας το φως, ω ανάβρα. Σε προσμένω.
Στα χείλη μας που σε διψούν,ιερό τραγούδι,ανέβα.
Πηγή: Ποιητική ανθολογία της νέας ελληνικής γενιάς,άγκυρας,1971
Χινοπωρινή ραψωδία- ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ονειρευόμουνα να ρθω την Άνοιξη
-και νάειναι αυγή, ν' αστράφτουνε χίλιοι ήλιοι-
και να, που μόλις τώρα πια τ'αξιώθηκα,
το χινοπωρινό,τ' ωχρό αυτό δείλι,
λιβάδι,που σε μέρες ηλιοφώτιστες
μου λίκνισες τους στοχασμούς της νιότης
και μέσα στους ανθούς σου τους πανεύοσμους
ανάστησες τον ακριβόν ανθό της.
Έφτασα τώρα. Τ'όνειρο με πλάνεψε:
τ'ολάνθιστο θα βρω το μονοπάτι,
έλεγα, η στέρνα θα'χει ακόμα νούφαρα
κι οι τράφοι θάειναι αγριόδυοσμο γεμάτοι.
Και στις βραγιές ολόλευκα θ'απλώνουνε
οι αγράμπελες τα λυγερά κλωνάρια,
θα κελαηδούνε τα πουλιά τινάζοντας
απάνω μου δροσιάς μαργαριτάρια.
Κι έλεγα...μα το δρόμο μου τον έφραξαν
φοβέρας και γητειάς δαιμόνιοι χίλιοι,
και να,που μόλις να'ρθω αξιώθηκα,
το χινοπωρινό,τ'ωχρό αυτό δείλι.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Φθινόπωρο-ΝΤΕΠΥ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Τούτη η ψιλή βροχή
έφερε μέσα της
ένα κανίστρι γεμάτο λύπες,
ένα μελανιασμένο δείλι...
Τούτη η ψιλή βροχή
κλείδωσε κρυφά
τις φορτωμένες αναμνήσεις
στη θαμπή κάμαρα.
Πηγή: Ποιητική ανθολογία της νέας ελληνικής γενιάς,άγκυρας,1971
Χινοπωριάτικο-ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ
Στο πολύκλαδα βασίλειο του παρθένου τούτου χώρου
μόλις πέρασε ο χρωστήρας του δειλού του Χινοπώρου.
Κι ως τα φύλλα λεν στους κλώνους το στερνό τους το "έχε γεια",
ρίγη δειλινά κυκλώνουν τη γυμνή βουνοπλαγιά.
Στην πολύφυλλη καρδιά μου τέτοια ρίγη κάμε,ω θεέ μου,
να μη φέρει το δρολάπι του ανερώτευτου του ανέμου.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Το φθινόπωρο πέρασε-ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Η ψιλή βελόνα της καταχνιάς
Τρυπάει τους διαβάτες
Η λάσπη ορίζει κιόλας τον δρόμο
Δεν θα ξυπνήσουν στο φως τα μαλλιά μου
Το φθινόπωρο πέρασε
Πήγε και κρύφτηκε
Κάτω απ’ τα βλέφαρά μου
Βλέφαρα επίμονα
Μυοσωτίδες από μετάξι
Αύριο θά ’ρθει
Η σιωπή
Κάτω απ’ το χιόνι
Δε θα γνωρίσω
Το δικό της φιλί
Πηγή: Τάκης Βαρβιτσιώτης ,Ποιήματα 1941-2002,Καστανιώτης,2003
Φθινόπωρο-ΚΟΥΛΗΣ ΑΛΕΠΗΣ
Άγρια ανατριχίλα δέρνει τα κλαδιά.
(Φύλλα,ξερά φύλλα,πόχω στην καρδιά!)
(Χρόνια περασμένα,θύμησες γλυκές!)
Τα πουλιά ένα-ένα χάνονται σα σκιές
Συννεφιές και σκότη. Βρέχει σιγανά,
(Πού'σαι πρώτη νιότη; Νάρχοσουν ξανά!)
Άγρια ανατριχίλα δέρνει τα κλαδιά.
(Φύλλα,ξερά φύλλα,πόχω στην καρδιά!)
Πηγή: Στον ίσκιο της Αγάπης
Φθινοπωρινό-ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
Μαζί…Και σουρουπώνει.
(κοιτάς την ανεμώνη τα φύλλα που μαδά).
Ογρός ο κάμπος πέρα. Δώσε μου ένα φιλί!
(δυο κρίνα στον αέρα γέρνουν την κεφαλή).
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Φθινόπωρο-ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΒΑΚΙΡΤΖΗ
Έχει η ζωή μου γκρίζο φθινόπωρο
μοιάζ’ η καρδιά μου κίτρινο φύλλο.
Σαν πρωτοβρόχι το δάκρυ στα μάτια μου
σαν μαύρο σύννεφο όλ’ η ζωή μου.
Όλα τα όνειρα μακριά μου έφυγαν
– τα πήραν μαζί τους τα χελιδόνια
το καλοκαίρι για πάντα προσπέρασε
τώρα φθινόπωρο παντού βασιλεύει.
Όλα τα λουλούδια τώρα μαραίνονται
σε λίγο δεν θα ’χει απομείνει κανένα.
Κρύος χειμώνας γρήγορα έρχεται
– μέσα στα σύννεφα κρύφτηκε ο ήλιος.
Του πόνου το δάκρυ κυλάει απ’ το βλέμμα μου
στάλα στη στάλα η βροχή αργοπέφτει.
Φθινόπωρο άπλωσε γοργά τις φτερούγες του
γκρίζο στολίστηκε ο κόσμος όλος.
Κίτρινα φύλλα βλέπω τριγύρω μου
άψυχα κείτονται πάνω στο χώμα.
Το καλοκαίρι δακρύζει και χάνεται
κάθε του δάκρυ κίτρινο φύλλο.
Πηγή: Με αφετηρία τη ζωή ,1998
Φθινοπωρινά μηνύματα- ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Η ηρεμία τ'απόβροχου έχει μείνει
στη στάλα ενός κλαδιού΄ κι η ανατριχίλα
συλλογισμούς για το χειμώνα δίνει.
Φεύγουν με το νοτιά τα ξερά φύλλα.
Μέρες του Οχτώβρη, εδώ, στην εξοχή,
τραγούδια στα νερά, χρώμα στα δάση
και μόνη ανησυχία,με τη βροχή,
η ιδέα του χωρισμού μην ωριμάσει,
κι έτσι τ'αχνάρια της επιστροφής
στις ριγηλές μήπως χαθούν εσπέρες...
Έρχονται, τώρα οι ώρες της σιωπής
και τ'άσπρα,μικρά σύννεφα φοβέρες.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Φθινόπωρο-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ
{Κατάθεσις προθεσμίας}
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει πρωί σκοτάδι ακόμη
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου χειμώνας.
Πηγή: Αποτελέσματα χρήσεως ,Ίκαρος,2006
Φθινόπωρο-ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ
Ήρθε το αβρό φθινόπωρο με τις γλυκύτατες βραδιές,
γεμάτο ανία,ρεμβασμούς και πράες μελαγχολίες΄
ήρθε το αβρό φθινόπωρο να μας ματώσει τις καρδιές
με κάποιων βασανιστικών ερώτων νοσταλγίες.
Ήρθε,κι αισθάνονται οι ψυχές χλωμών θανάτων βήματα
να τις γιομίζουν τις βραδιές μ'ανεξιχνίαστα δέη.
κι είναι, θαρρείς,τα ριγηλά των πλατανιών θρηνήματα
του ωραίου καλοκαιριού η ψυχή που νείρεται και κλαίει...
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
φθινόπωρο-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ
{Με πόσο θάνατο κερδίζεται η αγάπη;}
Κίτρινα φύλλα στροβιλίζονται
στεγνά δίχως αίμα στις φλέβες
ο ρόγχος τους χάδι κι ηδονή
στην μπότα του νυχτερινού διαβάτη
Κοιτώ έξω στην αφέγγαρη νύχτα
ακούω ουρλιαχτά
το τζάμι μου χτυπούν
πουλιά με ράμφη απελπισμένα
κλείνω τ’ αυτιά
τα μάτια κλείνω
ν’ ανοίξω δεν μπορώ
παγώνω και φοβάμαι.
Το δέντρο με λυγμούς
ολόγυμνο θρηνεί
για τα νεκρά παιδιά
την αξημέρωτη τη μοναξιά του
από χώμα
από ουρανό
και μένει εκεί σκυφτό
με ματωμένο τον κορμό
να στέκεται καταμεσής του κήπου
στη μέση του σπιτιού
να μετρά κάθε τέτοιο φθινόπωρο
τα πεσμένα του φύλλα
τα σπασμένα κλαδιά του
τα άνθη τα χαμένα
να παλεύει ανώφελα
με νύχια και με δόντια
με τον αιώνιο νικητή
μαζί με μένα κλαίγοντας
πίσω από το παράθυρο
για κάθε επερχόμενο
φορά φορά
χειμώνα.
Πηγή: επιτέλους αποβίβαση,Κουκκίδα, 2018
Φθινόπωρο 1940 στην Αγγλία- ΜΑΝΟΣ ΚΡΑΛΗΣ
Κίτρινο φθινόπωρο,φασματικό φεγγάρι κι υγρασίες,
το καθυστερημένο τραίνο που σφυρίζει,
έρημο και σβηστό το Πικαντίλλυ.
Σαν ένα πουλί της θάλασσας με τα φτερά τεράστια
σαν ένα πουλί φανταστικό του μαύρου αγέρα
χιμάει βαρύς ο θάνατος στις στέγες των ανθρώπων.
Έρημα και σβηστά τα κόκκινα
και τα χαρούμενα ζεστά φώτα του Πικαντίλλυ...
-Άκουσε τη βαθειά λυπητερή φωνή των πόλεων,
άκουσε τις μακρόσυρτες ξετρελαμένες επικλήσεις των σειρήνων,
άκουσε τη σπαραχτική κραυγή της πόλης που γονατίζει...
Καμπάνες,καμπάνες,καμπάνες...
Καμπάνες των συναγερμών,της κόκκινης φωτιάς και του κινδύνου.
Καμπάνες του Ατλαντικού,των βουλιαγμένων φορτηγών μες στις ομίχλες-
αργές,απελπισμένες κι έρημες καμπάνες ναυαγίων...
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Φθινόπωρο-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
Σε είδα κλεισμένο σε μια σταγόνα της βροχής
σκάλιζες ένα παλιό σταματημένο ρολόι
μια λάμπα λαδιού έκαιγε στο πλάι σου.
Ο τελευταίος ωρολογοποιός της πόλης
πέθανε, μου φώναξες
άλλωστε το σπίτι δεν υπάρχει πια
κι ο χρόνος δεν έχει την ίδια σημασία που του δίναμε.
Ο Οκτώβρης σε φυλακίζει
μέσα στις σταγόνες της βροχής
όπως σε μπουκαλάκια
από ξεθυμασμένα αρώματα.
Φέτος το φθινόπωρο θα ’ναι σκληρό να προσέχεις
θα φέρει οριζόντιες βροχές
θα φέρει ανθρώπους απ’ τη θάλασσα
κλεισμένους σε μποτίλιες
θα φέρει κίτρινα φύλλα απ’ τον ορίζοντα
καρέκλες με μακριά, απέραντα πόδια.
Πηγή: Σκοτεινός χρόνος ,Καστανιώτης,2017
Νύχτα φθινοπώρου- ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ
Κίτρινα φύλλα εντύθηκε η απελπισία των δέντρων,
του κάμπου οι άρρωστες φωνές,θε μου, μακριά πως κλαίνε...
Η τυραννία του τίποτε βαραίνει ως εφιάλτης
κι ο θάνατος επέρασε και πήρε ό,τι αγαπούσα.
Μέσα στη νύχτα επέρασε τη φθινοπωρινή
κι απ'το σκοτάδι μου έκλεψε κρυφά κάτι,έναν ίσκιο,
κι ήταν ανύποπτα πολύ τ'απελπισμένα χέρια
κι ούτε να στείλουν γνώριζαν του χωρισμού το αντίο.
Εφύσησε ύστερα ο βοριάς το παγερό του ρίγος
κι άκουσα πέρα να θρηνεί για μένα κάποιο αηδόνι
κι ήταν ένα παράπονο βαθύ σα να πονούσε
-το αλάλητο παράπονο που έμενε σύντροφός μου.
Σε έρημες στέρνες πράσινο κρυώνει το φεγγάρι
ανάμεσα σε κρίνα ωχρά και ρόδα σαπισμένα.
απόψε που νοστάλγησε το θάνατο όλη η φύση,
κάτι,ένας ίσκιος,σβήστηκε,που είχα τρελά αγαπήσει.
Πηγή: Φύλλα Τέχνης,1935
Φθινόπωρο, η θυσία των φύλλων-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ
Απέναντί μου η συκιά.
παρατηρώ τη σωφροσύνη της
πτωχεύει, γδύνεται
ξέρει καλά
γριά σπουδαγμένη, σοφή
της παρουσίας της το μέρισμα
δε διακονεί υστερίες
υπομονετικά αφοπλίζεται.
Τι θαύμα!
Φθινόπωρο
θυσίες δίχως υπονοούμενα όνειρα ή ελπίδες.
Πηγή: Η μνήμη της σιωπής ,1995
Όνειρο φθινοπωρινής βραδιάς- ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βρέχει...ονειρεύομαι τη συντροφιά σου
που σ'άλλον έχει τώρα χαριστεί ΄
κι ακούω χαρούμενος τα βήματά σου
μπρος στη δική μου θύρα την κλειστή.
Μπαίνεις σαν τρομαγμένη πεταλούδα
που σέρνει πίσω της την αντηλιά
και σου φιλώ τα χέρια τα βελούδα
και σου φιλώ τα μαύρα σου μαλλιά.
Η μοναξιά μου λιώνει από το πάθος
-κερί με φως που γίνεται θαμπό
κι η δυστυχία μου κρύβεται σα λάθος
μες στα βιβλία που πια δεν τ'αγαπώ.
Κλωστή απ'τα χείλη σου λεπτή με δένει
κι η μουσική των λόγων σου αντηχεί
χαιρετισμός από την οικουμένη
στην παραπονεμένη μου ψυχή.
Λυγάς,καλάμι,μες στην αγκαλιά μου,
λυγμοί χαράς σου πνίγουν τη μιλιά,
και το στεφάνι ενός χαμένου γάμου
μας ξαναστεφανώνει τα μαλλιά.
Παύει η βροχή,σταγόνα τη σταγόνα...
Θυμάμαι,σ'άλλον έχεις χαριστεί.
Και ξαναπνίγομαι από τον χειμώνα
της μοναξιάς μου,που είναι πιο πιστή.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979
Πικρό φθινόπωρο-ΚΑΡΟΛΟΣ ΤΣΙΖΕΚ
Στον μαυροπίνακα της νύχτας,
στα λευκά φύλλα της σιωπής,
με αργές κινήσεις χαρτορίχτρας
γράφουνε οι στάλες της βροχής
όσα κρυφά με βασανίζουν
και δεν τα ξέρει άλλος κανείς,
καθώς τα τζάμια κροταλίζουν
κι εσύ, μακριά μου, αδιαφορείς.
Πηγή: Στίχοι έρωτα και αγάπης ,2005
Φθινόπωρο-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΝΑΣ
Σκεπάζουν τα φορτώματα και ξεκινούν και πάνε
οι αγωγιάτες,κι η βροχή τους νίβει όλη τη μέρα
(αχ,ν'αγαπάς παράφορα και να περιφρονιέσαι
και να μη βρίσκεις τον καιρό,σαν είν' έτσι κλεισμένος,
για να της κάμεις πείσματα και να τηνε σκανιάσεις!)
Κινάει το νιο καλό παιδί και πάει να βοηθήσει
τους βλάχους, που περαστικοί το δρόμον έχουν χάσει
και σκόρπισαν τα πρόβατα κι η ανημποριά τους δέρνει.
Φυσάει ακόμα ο άνεμος και ρέτζιλα κρεμάνε
τα σύγνεφα 'πα στα βουνά. Κι ως τα βαθιά φαράγγια
γραδώνουν τα πλοκάμια τους και βρέχει,βρέχει,βρέχει,
μέχρι που φτάνει ανέλπιδο και σκοτεινό το βράδυ!
Πηγή: Φθινόπωρο,1961
Υπό φθινόπωρον-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Σκηνὴ σὲ πάρκο μὲ ἄγαλμα
Γυναίκα μαρμάρινη
Πλαγιασμένη κι ἐξέχουσα
Λίγο τοῦ βάθρου σου
κατὰ μία ὑποψία φυγῆς
στὸν ἴσκιο τῆς ἀνίας σου
στὴν ἅπλα τοῦ μεσημεριοῦ
παιδὶ ἐργατικὸ κοιμᾶται.
Ἡ σκισμένη του μπλούζα
αὐτοβιογραφία του.
Τὴ διαβάζουμε, ἐγὼ κι ἐσὺ
ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ
παίρνεις μίαν ἰδέα
τῶν φθειρομένων πραγμάτων
τοῦ πρὸς στιγμὴν ἐφήβου
καὶ κάτι ἀπὸ τὸ ἀπίθανο τῆς ποιήσεως
ὅταν συμπίπτει
νὰ στέκουν τὰ φθινόπωρα
στὰ δένδρα
πρὸς ἐποπτείαν τῶν διαθέσεων.
Πηγή: Ἐπὶ τὰ ἴχνη, Α´ ἔκδοση, Φέξης, 1963
Φθινόπωρο-ΣΟΦΙΑ ΠΟΤΑΡΗ
Ριγούν τα φύλλα μες στου κήπου την εσπερινή δροσιά
στο νοτισμένο χόρτο της αγκάλης του ριγμένα
φεύγουνε όπως τα παιδιά, με απορία στην ματιά
κι ωχρά σιωπούν σ’ αγαπημένα χέρια αφημένα
αθώα κι όμορφα πολύ είναι τα φύλλα τα νεκρά
καθώς τα κλαίει το σιγηλό του δειλινού αγέρι
όπως της μάνας το φιλί στα χείλη πάνω τα χλωμά
του σπλάχνου της, που ξεψυχά, μικρούλι περιστέρι
γλυκά π’ αφήνονται να κοιμηθούν σε στολισμένο μνήμα!
κι αν η χαρά είν’ ο θάνατος κι ο θάνατος χαρά
της ωραιότητας πιασμένα ακολουθούν το νήμα
πεθαίνουν, σαν παιδιά, στου γαλανού την αγκαλιά
Πηγή; Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι, Όστρια,2017
Φθινόπωρο-ΝΙΚΟΣ ΔΟΪΚΟΣ
Τέλος Οκτώβρη τα βουνά ντύνονται στα χρώματα της ωριμότητας.
Το γήινο της οξείδωσης, το κίτρινο του κατεργασμένου χρυσού
και το κόκκινο της μοναξιάς. Σοφία διατρέχει τον ασβεστόλιθο.
Πηγή:Τρίστιχα, Κοράλι,2017
Φθινόπωρο-ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΔΙΚΗ
Ο κρόκος του πρωινού χυνόταν στην πόλη.
Έστριβε στην οδό των Ρόδων κι έσταζε από τ’ ανοιχτά παράθυρα πηχτές,
μελάτες σταγόνες στο γυάλινο δοχείο με τις τουλίπες.
Τα δύο όστρακα της χλωροφύλλης τις νιώθουν βαθιά μέσα τους να εισέρχονται,
και τα φύλλα, οι μίσχοι πώς αναριγούν, χάσκουν οι στήμονες, χρυσίζει το νερό το μαύρο!
Κατακόκκινες πυρώνουν οι κεφαλές, στρέφονται ταυτόχρονα ανοιχτές, ευθεία προς το βέλος του ήλιου...
Στο απόγειο της διάτασης, η αιχμή της έντασης μια πράσινη χορδή που τέντωσε και σπάει.
Γιατί να είναι άραγε έτσι η φύση των πραγμάτων;
Ένα ένα τώρα τα φύλλα τους ξεφορτώνονται,
ξερά κλαδιά φράγματα στήνουν,
να βουλώσουν θέλουν το μοναδικό το λούκι,
το πιο πολύτιμο. Τον νόμο να επιβεβαιώσουν.
Στο πλήρες φάσμα της ανθοφορίας ο μαρασμός.
Πηγή: Το αιώνιο αίνιγμα, Κίχλη,2020
Φθινόπωρο-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
μέρες Σεπτέμβρη
συντεταγμένο σμήνος
αποδημία
*
βρέχει κι απόψε
υγρή γέρνει η νύχτα
μνήμες μουλιάζουν
*
φθινοπωριάζει
χλωμές αχτίδες λούζουν
πεσμένα φύλα
*
οπλές αλόγων
πατούν πεσμένα φύλλα
του φθινοπώρου
(Ανέκδοτα)
Φθινόπωρο-ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΟ
Τώρα η αυγή δεν είναι πια σαν πρώτα ξάστερη
τόσο ζεστός δεν είναι πια ο αγέρας
τόσο καθάριος ο ουρανός..
Πέρασαν οι μεγάλες μέρες
τελειώνουν οι χαριτωμένοι μήνες,
αλίμονο, να που τα δέντρα κιόλας κιτρινίζουν!
Με πόσο γρήγορο περπάτημα φεύγει ο καιρός!
Νομίζεις πως τα μάτια μας που θάμπωνε το καλοκαίρι
μόλις επρόλαβαν να δουν τα πράσινα φυλλώματα.
Για όποιον ωσάν κι εμένα ζει με τα παράθυρα ανοιχτά
πικρό είναι το φθινόπωρο
με το βοριά του και την καταχνιά του
και το χαμένο καλοκαίρι φίλος που έφυγε.
«Χαίρετε», λέει τούτη η φωνή που κλαίει μες στην ψυχή μου,
χαίρε γαλάζιε μου ουρανέ που μια ζεστή πνοή χαϊδεύει!
Χαρές του ολάνοιχτου ύπαιθρου
μέσα στα δάση θόρυβοι φτερών,
περίπατοι, ρεματαριές γιομάτες μακρινές φωνές,
λουλούδια, ευτυχίες αθώες των ήρεμων ψυχών,
χαίρετε αυγές! Τραγούδια! Δροσοσταλάσματα κι αχτίδες!
Αφού όλα φεύγουν, ας προσθέσουμε:
ω ευλογημένες και γλυκές ημέρες
ωϊμένα! Θα ξανάρθετε;
Θα με ξαναβρείτε;
Πηγή: Αντρέα Καραντώνη, «Ξένη λογοτεχνία, Φυσιογνωμίες Γ’, εκδόσεις Παπαδήμα,1979
Φθινόπωρο- ΡΑΜΠΙΝΤΡΑΝΑΘ ΤΑΓΚΟΡ
Πάνω απ'τα κιτρινοπράσινα ριζοχώραφα,ξεγλιστρούν σκιές
των φθινοπωριάτικων συννέφων,
ακολουθούμενες απ'το γλήγορο κυνηγό,τον ήλιο.
Οι μέλισσες ξεχνούνε να βυζάξουν το μέλι τους΄
μεθυσμένες από φως τρελά φτερουγίζουν και βομβούνε.
Οι πάπιες στα νησιά των ποταμών θορυβούν από χαρά για το τίποτα.
Ας μη γυρίσει κανείς σπίτι του,αδερφοί,σήμερα, ας μην πάει κανείς να δουλέψει.
Ας κυριέψουμε μ'έφοδο το γαλάζιο ουρανό
κι ας κλέβουμε έκταση καθώς θα τρέχουμε.
Γέλιο πετά στον αγέρα,σαν αφρός στο κύμα.
Αδερφοί,ας σπαταλήσουμε το πρωινό μας σε μάταια τραγούδια.
Μετάφραση: Ε.Λαγοπούλου-Αποστολίδη
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995
Χινοπωριάτικο-ΣΑΡΛ ΠΙΕΡ ΜΠΟΝΤΛΕΡ
Σε λίγο θα βουτήξουμε στα κρύα τα σκοτάδια.
Των σύντομων καλοκαιριών φως,χαίρε,αστραφτερό!
Ακούω κιόλας ν'αντηχούν τα ξύλα όπως τα ρίχνουν
μες στις πλακόστρωτες αυλές με πένθιμον αχό.
Ακέριος μέσα μου ο βαρύς χειμώνας θα τρυπώσει:
ρίγη και μίσος και οργή, φρίκη,σκληρή δουλειά,
κι ως ήλιο μες στην κόλαση του παγωμένου πόλου
θα'χω ψυχρό και πορφυρό λιθάρι στην καρδιά.
Ακούω ανατριχιάζοντας τα κούτσουρα όπως πέφτουν΄
κρεμάλες που στηλώνονται έτσι κρυφά θα ηχούν.
Σαλεύει ο νους μου όμοιος με πύργο νικημένο,
που πετροβόλες μηχανές βαριά τον πολεμούν.
Με τούτον τον μονότονο βρόντο νανουρισμένος
λέω πως καρφώνουν φέρετρο κάτου και βιαστικά...
Για ποιον; Το θέρος διάβηκε και το χινόπωρο ήρθε!
μα ο χτύπος ο μυστήριος όλο αποχαιρετά.
Μετάφραση: Κλεαρέτη Δίπλα- Μαλάμου
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Άρρωστο φθινόπωρο-ΓΚΙΓΙΟΜ ΑΠΟΛΙΝΕΡ
Φθινόπωρο άρρωστο κι αγαπημένο
σαν θα φυσήξει ο δρόλαπας,πεθαίνεις στο ροδώνα
όταν το χιόνι θάν' πεσμένο
στον οπωρώνα
Φτωχό φθινόπωρο
πεθαίνεις μες στην ασπράδα και τον πλούτο
των ώριμων καρπών και του χιονιού
μέσα στα βάθη τ'ουρανού
πετούνε τα γεράκια
πάνω στις πρασινόκομες τις άκακες νεράιδες
που δεν αγάπησαν ποτέ
Σε μακρυσμένες άκρες
φωνάζουνε τα λάφια
πως σ'αγαπώ φθινόπωρο και το μουρμουρητό
και την που πέφτει αμάζευτη κιτρινισμένη οπώρα
το δάσος και τον άνεμο π'αφήνουν θρηνητό
τα δάκρυα που φυλλορροούν φθινοπωριάτικη ώρα
Τα φύλλα
που κάποιος πατάει
ένα τραίνο
που κυλάει
η ζωή
περνάει
Μετάφραση: Νίκος Στρατάκης
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Φθινόπωρο-ΤΟΥΝΤΟΡ ΑΡΚΕΖΙ
Όπως και πριν, μέσα στο πάρκο,βήμα- βήμα,πάμε αργά,
Τα μονοπάτια είναι σπαρμένα όλο με κόκκαλα χλωμά.
Πίσω απ'τα φύλλα,ο πάγκος,να,και να η πηγή,μας καρτερούνε.
Τα χρυσά νήματα της κρήνης δυο άγγελοι στα χέρια τους κρατούνε.
Καθόμαστε πλάι πλάι, το χέρι σου τριγύρω στο πλευρό μου.
Κ'είναι ένα ξέφωτο κατευνασμένο εντός μου.
Προσβλέπω αργά σ'εκείνο που είμαι,την ψυχή μου να διακρίνω
Σαν τον τυφλό που πάει να παίξει ένα κλαρίνο.
Θέλω το βλέμμα μου να υψώσω προς το βλέμμα της ψηλά.
Αργοπορεί στου φουστανιού σου τις κορδέλες η ματιά.
Θέλω να πάρω το ελαφρό της χέρι να χαϊδέψω.
Πάντα ανεκπλήρωτο απομένει ό,τι γυρέψω.
Κι αν ήτανε να ζήσω ακόμη μια φορά,όπως έχω ζήσει,
Θα'σκυβα το ένοχό μου μέτωπο να το φιλήσει.
Πιο δυνατά το χρόνο πάλι να τον ρίξω πίσω
Και των πηγών το μέγα βάθος ν'αναστήσω.
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Φθινοπωρινό παράπονο-ΝΙΚΟΛΑΣ ΛΕΝΑΟΥ
Φεύγεις μακριά μας, άνοιξη γλυκειά,
Δεν μπορείς πια στα δάση μας να μείνεις.
Σε διώχνει το φθινόπωρο σκληρά
Και στ'άνθη το στερνό σου δάκρυ χύνεις.
Τ'αγέρι,μες των θάμνων τα κλαδιά,
Το πένθιμο παράπονό του λέει...
Με στεναγμόν η φύση ξεψυχά
Και νιώθοντας το θάνατό τους κλαίει.
Τι γρήγορα που πέρασε η χρονιά,
Και το φθινόπωρο ήρθε πίσω πάλι!
Κι ακούω μες στην καρδιά μου μυστικά,
Του δάσους η φωνή να λέει αγάλι:
Την ήβρες,τέλος πάντων, "Ποιητή,
Την πλάνα που ζητούσες ευτυχία;"
Αχ! κάθε χρόνο τέτοιαν εποχή,
Την ίδια πάντα νιώθω νοσταλγία...
Και βλέπω να σκορπιούνται θλιβερά,
Κάτω απ' της δύσης τις χρυσές αχτίδες,
Τα μαραμένα φύλλα τα χλωμά,
Και οι μαραμένες της καρδιάς μου ελπίδες.
Μετάφραση: Ελ.Ψαρά
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Αθάνατο Φθινόπωρο-ΑΡΤΣΙΜΠΑΛΝΤ ΜΑΚΛΙΣ
Τώρα με σταθερή βαριά φωνή το ποίημα τούτο λέω
ύμνο του φθινοπώρου, του καιρού που από μακριά και πέρα
τη βουή των βούκινων του κυνηγιού σ'εμάς ο αέρας φέρνει
τους κάμπους τους ανάνθιστους υμνώ τα σύννεφα τα κλώνια
ψηλά κι αμίλητα που ο άνεμος μέσα με πείσμα βουίζει
Υμνώ το μαρασμό: η ανθρώπινη αυτή εποχή'ναι τώρα τώρα
με τη δικιά μας γη δε σμίγει ως πριν ο ξένος ήλιος κι ούτε
χερσότοπους ξερούς σε πρώιμη αναγέννηση αναγκάζει
μα κι ο χειμώνας στα πευκόκλαρα βαρύς δεν πέφτει ακόμα
Με τα κοράκια το φθινόπωρο τώρα τ'απόκοσμα τα μαύρα
τον πλατύ κόσμο μοιραζόμαστε πάει η ώρα των ψιθύρων
Τώρα μπορείς να ζεις πιο απλόχωρα η αυγή που μυστική ' ταν
έρχεται αργά σα φέγγει πια κι η νύχτα αφρούρητη τραβιέται
Ανάμεσα στο πύρωμα τ'αψύ κι αντάρτικο των φύλλων
και στου χειμώνα τα βαθιά χιόνια που τις καρδιές σκεπάζουν
είμαστε μόνοι βραδινά πουλιά δεν έχει το φεγγάρι
ξέρουμε το γυμνό τ'άστρα ήμερα τις στέγες μας κυκλώνουν
Είναι η ανθρώπινη εποχή τα λόγια μας στο στείρο αέρα
παν πέρ' απ'την ανάσα απλώνονται και πάνε πάνε οι ήχοι
Από φθινόπωρο παλιό κάποιου νεκρού το θρήνο ακούω
Μακριάθε πάνω στον πικρόν αυτόν αέρα σας φωνάζω.
Καινούργια Εποχή,1957,Άνοιξη
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
Πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως Κλέωνος Παράσχου,Παρουσία
Φθινόπωρο στη λίμνη- WANG WEΪ (701-761 μ.Χ)
Το νερό είναι σκεπτικό σαν γκρίζος ουρανός.
Οι πλύστρες φλυαρούν κρυμμένες πίσω απ'τα μπαμπού
και το μουρμούρισμά τους φτερουγίζει
πάνω στην αρυτίδωτη λίμνη.
Γυμνές ιτιές κοιτάζονται σιωπηλά πάνω απ'τα νερά.
Το άρωμα του καλοκαιριού στενάζει κι εξαφανίζεται.
Πώς να το σταματήσεις πριν πεθάνει;
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση,Πλέθρον,Λογοτεχνία,ποίηση,Αθήνα,1982
Ποίημα του φθινοπώρου-ΓΚΙΟΡΚΙ ΛΙΝΖ
Το φθινόπωρο ζώνει
τα σπίτια μας.
Μια σιωπή αδυσώπητη
βγαίνει απ'τις αυγές του.
Η ομίχλη του ακουμπά
στα παράθυρα.
Κιόλας,προχωρεί
ανάμεσα στα δάχτυλά μας,
σαν άπληστη λάσπη.
Μέσα στον αέρα,
ζει
η υπόσχεση του κρύου.
Είχαμε ξεχάσει
τι ήσαν οι πάγοι,
παρά τους ακρόλοφους
και τα μακρινά χιόνια τους.
Ναι,
η αυγή 'ναι πελιδνή.
Η ομίχλη γλιστρά
ανάμεσα από τα βλέφαρα
σα σκληρή λεπίδα.
Κουρασμένα πουλιά
σηκώνουν τ'ουρανού το βάρος.
Ένας άνεμος του απείρου
εμψυχώνει τα δάση
όπου περνούν οι κυνηγοί
με τα ματωμένα τους θηράματα.
Εντούτοις,
όλα μοιάζουν ευτυχισμένα,
με,καθαυτήν,
μια μεγάλη επιθυμία θανάτου.
Δεν υπάρχει πιο σίγουρη ευτυχία
απ'αυτή την ανάγκη να χαθείς
κρυμμένος μέσα στην αυγή,
την καταχνιά και τον άνεμο.
Το καταλαβαίνουμε
αφού από χρόνια τώρα
έχουμε τη συνήθεια των ερειπίων.
Πηγή: Αρη Δικταίου: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,οι γαλλόφωνοι,Εκδόσεις Γ.Φέξη,Αθήναι 1969
Φθινοπωρινή πορεία-ΜΠΟΥ ΚΑΡΠΕΛΑΝ
Ένας άνθρωπος διασχίζει το δάσος
μια μέρα φωτεινή,μια μέρα σκοτεινή.
Ψυχή δεν συναντάει,
στέκεται,κοιτάζει τον φθινοπωριάτικο ουρανό.
Τραβάει για το νεκροταφείο
και κανείς δεν τον ακολουθεί.
Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ
Πηγή: Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα,επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις,Μαρία Λαϊνά,Ελληνικά Γράμματα,2007
Φθινοπωριάτικη νύχτα- TU FU
Ξάστερη νύχτα. Η δροσούλα σταλάζει.
Ξεχειλισμένο το ποτάμι,αναπαύεται.
Απ'τον έρημο λόφο,στοιχειωμένες ψυχές
αθόρυβα πλανιούνται μες στη νύχτα.
Του φαναριού το φως ακίνητο,
ξεχωρίζει διάφανο μες στο σκοτάδι.
Το καινούργιο φεγγάρι κρεμάστηκε στον ουρανό
την ώρα πόσβηναν κι οι τελευταίοι θόρυβοι,
τα χρυσάνθεμα ξυπνούν,οι άνθρωποι νανουρίζουν τις λύπες τους.
Όρθιος στη βεράντα,μ'όλο το βάρος στο μπαστούνι μου,
ξεχάστηκα κοιτάζοντας τη Μεγάλη Άρκτο,
τον ποταμό στο βάθος γραφικό κι αδιάφορο.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση,Πλέθρον,Λογοτεχνία,ποίηση,Αθήνα,1982
Φθινόπωρο- ΑΝΤΡΕ ΣΟΝΤΕΝΚΑΜΠ
Πάνω απ'τον μήνα τον Σεπτέμβρη ο μέγας οίκτος τρέμει,
κι ακούω να'ρχεται ο θάνατος με τους υποτελείς του.
Μες στις φυτείες τις αψηλές θα ρθεί το θέρος όλο
και ξαφνιασμένες οι σιωπές ένα πουλάκι διώχνουν.
Πηγή: Άρη Δικταίου: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,οι γαλλόφωνοι,Εκδόσεις Γ.Φέξη,Αθήναι 1969
Κυοφορεί φθινόπωρο...-LOUIS DAUBIER
Κυοφορεί φθινόπωρο ο ουρανός
Κάτωθέ του καστανιές με στήθος διάτρητο
Παγώνει η ομίχλη στις βιτρίνες
Κι η καρδιά δραπέτης πάει να ονειρευτεί
Κάτω από τις μεγάλες διάτρητες καστανιές
Τη νύχτα τις τύψεις και την ομίχλη
Μετάφραση: Σωτήρης Τσαμπιράς
Πηγή: Σύγχρονη γαλλική ποίηση του Βελγίου, Σωτήρης Γ.Τσαμπηράς,Πρόσπερος,Αθήνα 1991
Το τραγούδι μιας φθινοπωριάτικης νύχτας- LI TAΪ-PO
Ένα κομμάτι φεγγάρι κρεμάστηκε πάνω απ'την πόλη.
Ακούω το χτύπημα των ρούχων κάτω στον ποταμό.
Στη Σμαραγδένια Πύλη σπρώχνει την καρδιά μου
τ'αγέρι του φθινόπωρου.
Αχ,πότε πια θα συντριφτεί τ'ασκέρι των Τατάρων,
να δω κι εγώ τον άντρα μου κοντά μου να γυρνά.
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση,Πλέθρον,Λογοτεχνία,ποίηση,Αθήνα,1982
Δειλινό φθινοπώρου- ΑΝΡΙ ΝΤΕ ΡΕΝΙΕ
Κατάχλωμες,χειροπιαστές και σα δυο φιλενάδες,
η Λύπη κ'η Γαλήνη σ'οδηγούν στον ίσκιον,όπου
μες στον παλιό,σκιερό και μελαγχολικό μας κήπο,
μαδούνε σιγαλά τα ρόδα τ'αποκοιμισμένα.
Η όψη της σιωπής στις γαλαζόχρωμες τις κρήνες
κοιτάζεται να σβήνει στο νερό βαθιά,που πέφτει
στάλα με στάλα και ξυπνά τα ήσυχα περιστέρια
μέσα στου δέντρου το χρυσό και των παλιών των φύλλων
Γιατί ήρθε το φθινόπωρο μαζί με την ομίχλη.
Κι όταν βαδίζεις,ένα φάσμα μπρος σου αποτραβιέται
και σου χαμογελά, γιατί ήταν ο ίδιος ο εαυτός σου.
Τ'αγκάθι τώρα εφύτρωσε στου μπουμπουκιού τη θέση.
Το παρελθόν,βραδιά-βραδιά απ'τον ίσκιο μεγαλώνει.
Σταλιά-σταλιά και ρόδο-ρόδο ο χρόνος πια πεθαίνει!
Μετάφραση: Μιχ.Δ.Στασινόπουλος
Πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως Κλέωνος Β.Παράσχου,Παρουσία
Αναπόφευκτο φθινόπωρο-RODERT-LUCIEN GEERAERT
Τα παιδιάστικα χρόνια-μερικές ανοίξεις
Ύστερα γη και σάρκα φυραίνουνε
Αναπόφευκτο φθινόπωρο
Τζάμι δακρυσμένο,μουλιασμένο χώμα
Χαγιάτι κατάμεστο εικονίσματα
Μυρωδιά πίπας και δέρμα γερόντων
Μάταια πασχίζει η μνήμη
Φανοκόρος παλιός στους φανοστάτες
Να ζωντανέψει την ώρα της παγωνιάς
Το δρόμο του σχολειού
Το στενάκι των ερώτων
Η σάρκα περιμένει μονάχα το χειμώνα
Που θα'ναι δίχως άνοιξη
Μετάφραση: Σωτήρης Τσαμπιράς
Πηγή: Σύγχρονη γαλλική ποίηση του Βελγίου, Σωτήρης Γ.Τσαμπηράς,Πρόσπερος,Αθήνα 1991
Φθινοπωρινό-ΜΕΪΖΙΛ ΝΤΟΟΥΛΙΓΚ
Καθόμουν σ'ένα λόφο και χαιρόμουν
Του φθινοπώρου τη γλυκειά φεγγοβολιά.
Κάτω,ένας άνθρωπος με τσάπα προσπαθούσε
Να ρίξει κάτω μια βελανιδιά.
Κι ως κοίταζα το ευγενικό δεντρί
Ν'αγκομαχεί τη μοίρα ν'αποφύγει,
Πετάχτηκε,σπονδή στο θαυμασμό μου,
Κι έπεσε μπρος μου, ένα κλαδί...
Μετάφραση: Στέφη Μαυρίδη
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Φθινοπωρινή μοναξιά- CHANG-CHI (768-830 μ.Χ.)
Του φθινοπώρου η πάχνη σωριάζεται πάνω στη λίμνη μελαγχολικά,
η δροσιά κοκάλωσε τα λυγερά φύλλα της χλόης.
Θα'λεγες πως ένας ζωγράφος άπλωσε προσεχτικά
μια σμαραγδένια σκόνη πάνω στα λεπτά μπουμπούκια.
Χάθηκε πια το γλυκό άρωμα των λουλουδιών,
το παγωμένο αγέρι λυγίζει τα κοτσάνια τους.
Όπου να'ναι, τα χρυσά μαραμένα φύλλα του λωτού
θ'αρχίσουν να πλέουν πάνω στο νερό της λίμνης.
Βαριά η καρδιά μου, η λάμπα μου έσβησε μ'ένα τρεμούλιασμα
θυμίζοντας πως έφτασε του ύπνου η ώρα.
Έρχομαι σε σένα,ποθητή χώρα της σιγής,
δώσε μου λίγη ανάπαυση,ποθώ να ξανανιώσω.
Πόσον καιρό κρατά ο θρήνος μες στη μοναξιά,
πόσον καιρό κράτησε το φθινόπωρο μες στην καρδιά μου.
Ήλιε της αγάπης, δε θα ξαναφέξεις πια,
να στεγνώσεις τρυφερά τα πικρά μου δάκρυα;
Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά
Πηγή: Κινέζικη ποίηση,Πλέθρον,Λογοτεχνία,ποίηση,Αθήνα,1982
Χινοπωρινό αίσθημα-ΧΑΪΝΡΙΧ ΛΕΟΥΤΧΟΛΝΤ
Την πλάση ακέρια πένθιμη θωρώ΄
Στα δέντρα κιτρινίζουνε τα φύλλα
Κι αχ! μες στην ίδια μου καρδιά θαρρώ
Μιας χειμωνιάς πως νιώθω ανατριχίλα.
Γύρω νεκρό ό,τι βλέπω,σιωπηλό,
Και μες στο μαρασμό της γης τον τόσο,
Να μην πεθάνω σε παρακαλώ,
Ένα όμορφο έργο,θε μου,πριν τελειώσω.
Μετάφραση: Λέων Κουκούλας
Πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως Κλέωνος Β.Παράσχου,Παρουσία
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου
Η αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).