Ο κήπος στην ποίηση (Ποιήματα)

Ο κήπος στην ποίηση (Ποιήματα)

Κήπος.Σύμβολο ομορφιάς και γαλήνης. Η απομάκρυνση από τον κήπο του παραδείσου συνδέεται με την απώλεια της ευτυχίας. Οι ποιητές τον ζωγράφισαν με λέξεις,χρώματα κι αρώματα!

Η πεντάμορφη στον κήπο-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ’ ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!

Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ’ ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου
Ω τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα που πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Ω τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ’ τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!

Πηγή: "Προσανατολισμοί",1940

Ο κήπος είμαι που άλλοτε…]-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ο κήπος είμαι που άλλοτε με τ’ άνθη του ευωδούσε
κι εγέμιζε με χαρωπό τιτίβισμα πουλιών,
που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών,
τη νύχτα, στη σκιάδα του, η αγάπη επερπατούσε.

Ο κήπος είμαι που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια
θέση, μάταια προσμένοντας κάποιαν επιστροφή,
που αντί λουλούδια τώρα πια στ’ αγκάθια έχει ταφεί,
που σώπασαν τ’ αηδόνια του και πνίγεται στα φίδια.

Πηγή:Ελεγεία και σάτιρες

Η κοσμοξακουσμένη-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Αυτή 'ταν η αιθερόπλαστη, μιας αυγής κοπέλα,
αυτή 'χε άκακη καρδιά π' αγκάλιαζε τον ουρανό,
μέσα στον κήπο έτρεχε με του παιδιού την τρέλα,
ανάμεσα στα λούλουδα, λουλούδι ζωντανό.

Ένα πουλί, της ψάθας της τής ανθοστολισμένης
γελάστηκε και τσίμπησε το ψεύτικο σταφύλι•
εν' άλλο, απονήρευτο, της κοσμοξακουσμένης
για κεράσια ανόμισε τα κερασένια χείλη•

την πλάνη του σαν είδανε, γελάσανε τα κρίνα
και σκόρπισαν εν' άρωμα γλυκύτερο ακόμα•
από τον ήλιο έφυγε μια χαρωπή ακτίνα
και στην νεράιδα έχυσε τ' ολόχρυσό της χρώμα.

Το άνθος εμαράθηκε και η πανώρια σβήνει
σαν όνειρο απατηλό, σαν οπτασία θεία.
Με το καπέλ' ο κηπουρός την κερασιά του ντύνει
για να φοβίσει τα πουλιά - για δες μια πονηριά!

Μα τα πουλιά σαν είδανε την ψάθα κρεμασμένη
θυμήθηκαν την όμορφη - ω, ποιος θα την ξεχάσει! -
κι αμέσως εριχτήκανε σα λύκοι πεινασμένοι.
Την άλλη μερ' η κερασιά δεν είχ' ένα κεράσι.

Πηγή: Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)

Ο κήπος-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Μύριζε πυρετός
κήπος δεν ήταν αυτός
κάτι παράξενα ζευγάρια μέσα του
περπατούσαν
στα χέρια τα παπούτσια τους
φορούσαν

τα πόδια τους ήταν μεγάλα άσπρα
και γυμνά
κάτι κεφάλια σαν άγρια φεγγάρια επιληπτικά
και κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου
φυτρώσανε
για στόματα

και ορμούσαν και τα ξέσκιζαν
οι πεταλούδες-σκύλοι

Πηγή: Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο

Δειλινός κήπος-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«Μες απ’ τα κάγκελα της εξώπορτας είδε τον κήπο.
Ο κηπουρός επάνω σε μια σκάλα μάζευε καρπούς.
Πιο μέσα, ένα κορίτσι σε μια ψάθινη καρέκλα-
τα μάτια της κλεισμένα, ένα βιβλίο στα γόνατά της.
Στο βάθος, ρόδιζε το σπίτι απέναντι στο λιόγερμα. Μόνο
ένα παράθυρο ήταν φωτισμένο- της κουζίνας. Από κει
φώναξαν τ’ όνομά του κοριτσιού. Το κορίτσι σηκώθηκε. Εκείνος
ένιωσε πάλι τόσο μόνος, ένοχος, λαθραία ευτυχισμένος
καθώς είχε περάσει σαν καλάθι κάτω απ’ τον αγκώνα του
όλο τον κήπο, κρεμασμένον απ’ αυτή την εσωτερική φωνή,
απ’ αυτό τ’ όνομα που βάθυνε όλη την εσπέρα, -ένα καλάθι
γεμάτο φύλλα και καρπούς, κι ανάμεσά τους ένα ολόχρυσο, μικρό
μαχαίρι.»

Πηγή: Σειρά τέταρτη, Θερινό φροντιστήριο [1953 ‒ 1964]

Σπίτι με κήπον-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο — όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)

αλλά για να ’χω ζώα. Α να ’χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες — οι δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.

Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κι εξάπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.

[1917]

Πηγή:Κρυμμένα Ποιήματα 1882–1923

Στον κήπο του Ζαππείου-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Ποια μοίρα να μου ετοίμασε το πέρασμα,
ποιο πνεύμα μ’ έχει πάρει,
τη νύχτα απόψε τη φθινοπωριάτικη
μ’ ένα μεγάλο θλιβερό φεγγάρι.

Στον κήπο του Ζαππείου, φωλιά του έρωτα;
Εγώ μια σκιά που σέρνεται στο χώμα,
ένα φύλλο που πια τη ρίζα του έχασε
και που το παίρνει ο άνεμος ακόμα.

Έρημα τα δρομάκια, έρημοι οι πάγκοι του.
Το σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
αμφίβολα. Προ μιας στιγμής εφύγανε
οι ερωτευμένοι.

Εδώ ένας νέος σκυθρωπός ετοίμαζε
κάποια χαρά στην παθιασμένη ζωή του.
Φιλούσε ενός μικρού χεριού τα δάχτυλα
μεθούσεν η συλλοή του.

Εκεί, κάποιος ποτέ που δεν επίστεψε
ζητά απ’ τα ωραία χείλη
το μάταιον όρκο. Πόσο πιο καλύτερα
να'τανε σιωπηλά και να τα εφίλει.

Εδώ, πάνω σ’ αυτό το αρχαίο μάρμαρο
είχε καθίσει η κόρη
κ’ ένας άντρας ξανθός σαν ήλιος, το είδωλο
της αγάπης εθώρει.

Κάποιος, μες στις σκιές που όλο βαθαίνουνε,
ένας θεός που εξιλασμό ζητούσε,
μιας παρθένας το σώμα ξέσκεπο άπλωσε
και της νύχτας τα πνεύματα καλούσε.

Στον πάγκο που το βάρος τον γονάτισε
τον έδειρε μια τρικυμία,
κλαίγανε, κλαίγαν δυο ψυχές που αρρώστησαν
και δεν τους δίνει η αγάπη τους χαρά καμμία.

Τόσα φιλιά και κρυφοαναστανέγματα
σε μια στιγμή πως σβήσαν!
Το αγέρι του φθινόπωρου δυνάμωσε
κ’ οι ερωτευμένοι φύγαν και μ’ αφήσαν.

Να, μόλις φύγαν. Μένει ακόμα το άρωμα
τριγύρω εδώ χυμένο.
- Και γω μια σκιά που δε θα με υποψιάζονταν
κανείς, τι θέλω εδώ, τι μένω;

Πηγή: Οι τρίλλιες που σβήνουν

Οι αγάπες επερίμεναν στον κήπο-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Οι αγάπες επερίμεναν στον κήπο
ένα πρόσωπο φίλο
δεν γνώριζα ποιο•
ήθελαν να φύγω
μα η σκιά δεν άφηνε λέξη
να πούνε•
και κοίταζαν βουβές
απ' το πρόσωπό μου
στα δέντρα
κι εκείθε στον ουρανό•
ένιωθα τον πόνο τους
τον πόνο μου
ελυπόμουν μαζί τους
το χρόνο που έτρεχε μάταια
τη μέρα που έσβηνε άδεια
τη νύχτα που έκρυβε ακόμα
το πρόσωπο φίλο
που αυτές εποθούσαν
και δεν θα ήρχετο πια.

Πηγή: Βικιθήκη

Οι κύκνοι του κήπου-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Μια λαγγεμένη ανάμνηση
κρατάνε από μια λίμνη
έρημη κρυμμένη,
όπου οι μέρες γέρνανε
τρυφερές
πάνω στα νερά
πάνω στη χλόη...

Πηγή: Βικιθήκη

Από έναν κήπο...-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Ἀπὸ ἕναν κῆπο ἢ ἀπὸ ἕναν παράδεισο φερμένη
ἔχεις τὰ ὄνειρά μου ἀρωματίσει
μελιχρὴ ξένη
ἔχεις μὲ τὰ μαλλιά σου ἀποκοιμήσει
τοὺς ἔρωτές μου
τὸ κουρασμένο μου κεφάλι
κι ἡ λιγοστή μου ζωὴ
(ἴσως ἐσὺ φοβήθηκες καὶ φεύγεις...)
ἔμεινε χάδι
στὴν ἀπαλάμη σου.

Πηγή: Βικιθήκη

Η λύπη ο κήπος-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Η λύπη ο κήπος
Ο ξανθός έφηβος
Ο κόσμος των κοριτσιών
Με τις πλουμιστές φωνές
Με την αχανή προσευχή
Με τα λουλούδια που χορταίνουν
Τις άπληστες καρδιές

Λυμαίνονται τον ύπνο μου
Όπως τα κοχύλια που αγάπησα
Στα πρώτα χαράματα
Στα θαλασσινά χρόνια.

Πηγή: Βικιθήκη

Ο κήπος ευωδιάζει της καρδιάς-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Ο κήπος ευωδιάζει της καρδιάς
Με χρώματα που αγγίζουν την ακμή
Ο κήπος με τα έρημα πουλιά
Με τις σκιές και με τα πορτοκάλια
Με τις αγνές δροσιές που δεν ήπιαμε

Κομμένα νιάτα μάς άφησε
Γέλια μαραμένα
Τον κόσμο της ανάμνησης λουλούδια
Πεταμένα.

Πηγή: Βικιθήκη

Στον κήπο...-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Στον κήπο με την ωραία ιδέα
Στον κήπο με τα γαρύφαλλα
Εβάλαμε την πλώρη
Εβάλαμε το νου μας

Κι ήταν η γεύση πιο καλή κι από μια θέα
Και τέλεια ήταν η άρθρωσή μας
Δεν έσωναν τα λόγια
Που του πελάου έμοιαζαν τα κύματα.

Πηγή: Βικιθήκη

Ο πράσινος κήπος-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

«Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.»

Πηγή: Το βάθος του κόσμου,1961

Κήποι μεσ’ στο λιοπύρι-ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το λευκό σώμα αυτής της γυναικός
φωτίζονταν
εκ των έσωθεν
μ’ ένα φως τόσο λαμπρό
ώστε
εδέησε
να πάρω τη λάμπα
και να την
ακουμπήσω
χάμω στο πάτωμα
που
να μπορέσουνε
οι σκιές
των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων
να προβληθούν
στον
τοίχο
με μίαν ιερατικότητα βιβλική
η λάμπα έκαιε συνεχώς
— η πηγή του πετρελαίου είτανε ανεξάντλητη —
όλη τη νύχτα
την ακόλουθη μέρα
κι’ όλη την επόμενη νύχτα
χάμω στο πάτωμα
πάνω στα πλούσια
στοιβαγμένα
χαλιά
τα ωραιότερα φρούτα
τα λαμπρότερα λουλούδια
— όπου επικρατούσαν
οι πικροδάφνες
άσπρες και ρόδινες —
η ατμόσφαιρα — συμβολική — από ένα κίτρινο :
ένα κίτρινο χρυσό.

Πηγή: Η επιστροφή των πουλιών,1946

Ο μικρός κήπος- ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

Θάλασσα ομηρική με πεύκο και κουπιά έτρεχε το βουνό
να ξενυχτήσεις το φεγγάρι ή να προσμένεις την αυγή;

Τα πίσω εμπρός και τα μελλούμενα ένας δρόμος ίσα στο σπιτάκι
φτάνει ο μικρός κήπος και το σκυλί για τα κακά προαισθήματα.

Εκεί όταν έφτασες ρώτησες τη μητέρα: — Σςς κοιμούνται τα παιδιά στην πέτρα
δεν ξύπνησαν ακόμη, — τι να πω;

Μαύρο καράβι η θάλασσα σκύλος ο ουρανός θα γαβγίσει
παρακαλώ σας μη γυρίσουν στο άλλο πλευρό βλαστημώντας.

Πηγή: Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973

Η Ναυσικά των κήπων-ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ

[Καθημερινό τοπίο]

Κάποτε μας ωθούν οι ανάγκες
επιστρέφουμε στους παλιούς κήπους,
όπου
αγαπήσαμε τις περίβλεπτες γυναίκες,
αυτές που τις πήρανε
οι μηχανές, οι εύκολοι δρόμοι.

Επιστρέφουμε
στους κήπους που τώρα είναι αμμουδιές
κι η θάλασσα
αφήνει μαλακά κορμούς μιας άνοιξης,
λησμονημένα οστά,
όπου αναγνωρίζουμε
ή μέσα στις ανάγκες μας πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε,
το λευκό χέρι και την κρυπτή κοιλότητα
της Ναυσικάς.

Πηγή:Τα κύματα και οι φωνές, 1971

Τελευταίος κήπος-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑ

Αν εκεί
υπήρχαν τριαντάφυλλα
εδώ θα σε συναντούσα
στη φλογισμένη σειρά
σε τοπίο πιο άγριο
από την καρδιά μου
και θα μιλήσεις
κάτω από την ασήμαντη πέτρα

Πηγή: Νερό στο πρόσωπο, εκδ. Άγρα, 1993 

Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο-ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ

«Σου ‘φτιαξα έναν κήπο
να στολίσει τις μέρες σου.
Να ‘ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Να σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.

Όμως εσένα δε σε γεμίζουν τα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Εσύ έχεις στον νου τον Παράδεισο.

Εγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου
για ν’ ακούς τα τραγούδια μου.

Κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Να διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.

Μα εγώ σου την έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.

Τι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;
Σου πρόσφερα τη φωνή μου, σου ‘δωσα όλη μου την προσήλωση
σου δίνω την ίδια τη ζωή μου ακόμα.
Μα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή
και να την ξαναχτίσω
απ’ την αρχή.

Κι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο.
Τον στολίζω με άλλα άγνωστα δέντρα.
Μα εσύ δεν αρκείσαι
σε ό, τι σου προσφέρει το πάθος μου.
Εσύ επιμένεις να ζητάς τον Παράδεισο.

Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στον νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τα άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφω με τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.»

Πηγή: Οι μεταμορφώσεις των κήπων, 2003

ο κηπουρός των άστρων-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

εξόριστος
απ’ όλους τους περιφραγμένους κήπους
φυτεύει νυχτολούλουδα σε άγριο χώμα
και τα ραντίζει με σταγόνες φως

στον ίσκιο εκείνα ενός μαντρότοιχου
κρύβουν προσεχτικά τους σπόρους τους
κι ανέμελα στον άνεμο τους παραδίδουν
μεταναστεύουν το φθινόπωρο στο αόρατο
και απροσδόκητα ξαναφουντώνουν μεγαλύτερα
το τελικό σίγμα της άνοιξης
όταν προφέρει ο χρόνος

με σκόρπιες πινελιές
στα φύλλα τους χορεύει το αύριο
κίτρινα χρώματα φούξια και μοβ
το σούρουπο φεγγοβολούν στο κούτελο

εξόριστος
απ’ όλους τους περιφραγμένους κήπους
ο πρεσβευτής του εγγύτατα απρόσιτου
στη γη προσφέρει όνειρο
τον ουρανό

Πηγή:Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας ,1997

ο μυστικός κήπος-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

κλείνουν τις πόρτες, τα παράθυρα
βουλώνουν με κουρέλια κάθε χαραμάδα
κι ενώ τα σκεύη στην κουζίνα ηχούν
και το διπλό κρεβάτι τρίζει
ο κήπος μπαίνει στο δωμάτιο

ο κήπος μπαίνει στο δωμάτιο μυστικά
μεταμορφώνεται σε πουπουλένιο στρώμα
τα φύλλα και τα πράσινα κλαριά
γίνονται επιδερμίδα, χείλη
γίνονται κεντημένα μαξιλάρια

με τα λουλούδια και τα σιντριβάνια του
με χώμα μυρωμένο, αφράτο
ανθίζει ο κήπος στο δωμάτιο
τα γκρίζα πρόσωπα μιας άλλης εποχής
θυμούνται και παράξενα φωτίζονται
στου τοίχου τις παλιές φωτογραφίες

ο κήπος κατακτά και παραδίδεται
εξερευνά κι ανακαλύπτει
με χίλιες δυο κραυγές, επιφωνήματα
με αναστεναγμούς και βογκητά
ως το μακρόσυρτο αχ και τη σιγή του τέλους

όλα τριγύρω είναι καθημερινά
κι όμως ο κήπος μπαίνει στο δωμάτιο
ο προαιώνιος κήπος
από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά

Πηγή: Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας ,2007

Έτσι πεθαίνουν οι κήποι..-ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ

      so gardens die…
      Wallace Stevens

Έτσι πεθαίνουν οι κήποι
μέσα στους ίσκιους
κάτω απ’ τη βροχή
σκορπίζοντας στον άνεμο
το μυστικό τους

έτσι πεθαίνει o έρωτας –
όπως πεθαίνει αργά το φως

ή κάποτε μ’ ένα σεισμό
– όπως πεθαίνουν τα βουνά

κι αφήνουν πίσω τους ρωγμές
ένα κομμάτι ατόφιο ουρανό
μια χούφτα χώμα

Πηγή: Δεκαοχτώ ποιήματα, 2016

Κήπος-ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ 

(Ανοίγω μάτια
Άγραφο βιβλίο
Μπαλκονόπορτα)

- Θέλω να βγω στον κήπο
Εκείνο
Με τα δειλινά
Πνιγμένα στ' άρωμά τους
Το φρύνο
Τη βασιλική συκιά

Τι έγινε η σκάλα;

(Θρόισμα βίου στα φθαρμένα φύλλα
Σύρεται σαν αυλαία η κουρτίνα)

- Χτίστηκε πια η θέα από εδώ
Είπε η μπαλκονόπορτα
Βγες τώρα απ΄την έξοδο κινδύνου

- Πού θα τη βρω;

- Παντού
Όμως να ξέρεις
Δεν υπάρχει κήπος

- Υπάρχει πάντα είπα
Ο κήπος μου που μεγαλώσαμε μαζί
Που φέτος έφυγε στη θάλασσα
Με τις μανταρινιές του
Τον καμένο φοίνικα
Τα σμήνη τα φαντασματάκια γιασεμιών

- Α, ναι αυτός
Α, ναι εσείς ...

- Υπάρχει ακόμα
Κόκκινο στο νου μου λίγο χώμα
Από το περιβολάκι του 88 χωρίς οδό

- Α, ναι
Τις φράουλες θυμάσαι
Την τρελή τριανταφυλλιά
Τον Πούκι και το Τζίνι
Τα φαρμακωμένα
Θαμμένα κάτω απ' τη μεγάλη αγγελική
Που συγχωρεί

- Όχι αυτά
Τα ξέχασα είπα

- Πώς γίνεται;
Σας ξέχασες;

- Σώπα

(Κλείνω την μπαλκονόπορτα
Με πάταγο το φεγγαρόφωτο
Αδειάζει ίσκιους δέντρων
Στον ακάλυπτο)

- Ορίστε είπε μια ροδιά
Έχεις και πάλι κήπο
Βαθύ
Αβυσσαλέο
Στη Σπυρίδωνος Τρικούπη
Σου αρκεί

Κοίταξε κάτω
Τι γαλήνη:

Η άρρωστη δάφνη κοιμίζει το κοτσύφι της
Τα μυρμηγκάκια
Τα σαλιγκάρια της κοντά στη ρίζα

Σκέφτεται όμως τ' άστρα
Άνθη
Σε αστρικές αποστάσεις απ' το μίσχο τους

Ακατανόητο να είσαι μόνος
Σκέφτεται

Ψηλώνεις
Μόνο για να μπορείς
Να σκύψεις μέσα σου
Για λίγο

Σκέφτεται

Ανεβαίνει μέχρι το δικό σου όροφο για φως

Πού είσαι;
΄
- Άκου
Κάτι συμβαίνει είπα

Τροχιοδρομεί ο πλανήτης έκκεντρα

Άκου
Βουή
Ταραχή των νερών
Κλάμα νεκρών
Σ' ανήκουστες συχνότητες

Ραγίζει το σπίτι
Σπάζει σε χρόνια
Σε ώρες
Σε άτμητες μονάδες

Να, εξαερώνεται

Θα σωθώ είπα
Θα βγω

(Τραύμα της άμμου
Θλάση της μνήμης

Ο χώρος επουλώνεται

Θα περάσει κι αυτό
Θα περάσει)

- Να, τέλειωσε

- Τσίου σφύριξε
Ξυπνώντας ξαφνιασμένο το κοτσύφι
Τέλειωσε ο κόσμος;

- Θα ξαναρχίσει είπα
Όπως πάντα

Έστω
Μόνο για μιας στιγμής ζευγάρωμα θεού
Στον ύπνο
Με το μαύρο θηλυκό του

- Τσίου; Ρώτησε το κοτσύφι

- Αρκεί απάντησα
Το σπίτι αναλήφτηκε
Λοιπόν θα μείνω ο κήπος

Θα τρώω μόνο σπόρους θα πίνω βροχή
Ένα αντικείμενο από χώμα
Ένα υποκείμενο από πέτρα
Ένα κείμενο σπαραγμένο
Από φτερά

- Τσίου
Έκανε το κοτσύφι σιγανά
Κι αποκοιμήθηκε

Πηγή: Το σπίτι στους 40 δρόμους, εκδόσεις Ροές, 2011

Λουλούδι-ΧΡΗΣΤΟΣ Ι.ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Όμορφος κήπος, ο κήπος μου.
Τον φροντίζω κάθε μέρα.
Κι αυτός ανταποδίδει τη φροντίδα
με την απλόχερη ομορφιά του, τις μυρωδιές του.

Αυτά τα πρωινά,
που η συνήθεια με κάνει να βηματίζω στο χώμα του,
νιώθω πως κάτι έχει αλλάξει.

Είναι αυτό το υπέροχο λουλούδι.
Φύτρωσε απρόσκλητο.
Φύτρωσε από σπόρο που πρέπει να έπεσε απ’ του ήλιου την αγκα-
λιά.
Γι’ αυτό και τόση λάμψη...

Με μίσχο θαλερό, ζωηρό, να μεγαλώνει κάθε μέρα.
Πέταλα υπέροχα, πεταλούδας φτερά.
Χρώματα άλλα, ξένα στα μάτια μου ως τα τώρα.

Όλα, σαν δανεικά από άλλη πλάση, άφθαρτη, θεία.

Από μακριά το κοιτάζω. Κόσμημα.
Μα, σαν πλησιάσω, σαν τα βήματά μου σιμά του με φέρνουν,
νιώθω τον υπέροχο μίσχο να γέρνει προς το μέρος μου.
Ελαφρά. Μια ιδέα. Ανεπαίσθητα.
Ή μήπως η φαντασία κι ο πόθος μου συνωμοτούν;

Τρέμω, από δέος, πιο κοντά να πλησιάσω τόση ομορφιά.
Τρέμω, από χαρά, που τόση ομορφιά τα μάτια και την καρδιά μου
κατακλύζει.

Ο κήπος μου άλλαξε.
Για πάντα.
Ο κήπος μου. Όμορφος. Ήταν.
Τα λόγια τώρα δε φτάνουν.
Δε χρειάζεται να φτάνουν.

Πηγή: Στάλες, εκδόσεις Ιωλκός, 2011

Ο Βαθύς Κήπος-ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

Και μου ’πε τ’ άλογο «κατεβαίνουμε; είναι
ένας κήπος βαθύς
με πικρά φιλόξενα δέντρα» και μέσα
στο μαύρο νυσταγμένο φως
τα δέντρα χαιρέτησαν και
«είσαστε από χρόνια εδώ;» τα ρώτησα κι αυτά
«είμαστε από τότε που ο άγγελος
γλίστρησε και χυθήκαμε απ’ το τάση του»
και τα δέντρα στέναξαν κι απ’ το μαύρο
νερό
πετάχτηκ’ ένα στρουμπουλό
φεγγαρόπουλο
που ’χε χορτάσει μάγια κ’ ύπνο και
την παρουσία του αντηχώντας
μια στέρνα μπρος μου άδεια και στεγνή φωνάζει
«κάρφωσέ το
να πιούνε οι μικρές μου παπαρούνες πρι-
όνισέ το
να φάνε τα μαρμάρινα άλογά μου» και
ένα πυρρό πουλί χυμώντας -σαφτ- τρυπά
το φεγγαρόπουλο (τα δέντρα
ανατρίχιασαν σάμπως ένα
κοντάρι να τα κάρφωσε στη ρίζα τους) κι εγώ
μόλις που πρόλαβα να ιδώ τη
γαλάζια πολιτεία των φεγγαριών και
θυμήθηκα
τη σπηλιά στο βουνό όταν έρχονταν
ν’ αράξει το καράβι των
φεγγαριανών
-διαμάντι, ασήμι- και που οι ναύτες του
γελούσαν στανικά για να φωτίσουν
τη γέφυρα· κι άξαφνα
σώπασ’ ο ψίθυρος των δέντρων, ένας άγγελος
έφτασε
κι έβγαλε το πυρρό πουλί απ’ το στήθος του
και το φύτεψε κ’ είπε «εδώ
να μείνεις
να μαραίνεσαι και ν’ ανθίζεις ώσπου να
λησμονήσεις».

Πηγή: Μανθρασπέντα,1977

Η κλαίουσα στον κήπο-ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ

Ποιο άλλο παράπονο
Απαρνιέται οριστικά τον ουρανό
Κι αφοσιώνεται έτσι τρυφερά
Στις τυφλές ρίζες του στο χώμα;

Πηγή: Νεοελληνική ποιητική ανθολογία Παπύρου,Δυο Αιώνες Νεοελληνικής Ποίησης

Επιγραφή Κήπου-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ

Περιβόλι τερπνό είμαι
εις την γην των Σεπολιών
και του Πλάτωνος τον κήπον
έχω σύνορο ιερόν.
Παλαιόν δεσπότην είχα
νέον άνδρα Οθωμανόν,
το μολύβι των Ελλήνων
πρώτον ξάπλωσε νεκρόν,
όταν της Ευαγγελίστριας
εις την θείαν εορτή
Αρχαγγέλου νέου ηκούσθη
πολεμόκρακτη φωνή.
Τώρα ο κύριος οπού μ' έχει,
με δροσίζει με νερά,
και με στύλους μαρμαρένιους
μου χαρίζει ευμορφιά.

Πυκνά φύτευσε τα δένδρα,
άνθη φέρε ξενικά,
κύριέ μου, να με τιμήσεις
και μ' αγάλματα λευκά.
Στο θερμό το μεσημέρι
με τες νύμφες και ο Παν,
στες δροσιές μου να χορεύουν
και γλυκά να τραγουδάν.
Εις εσέ οι θεοί να δώσουν
δια την τόσην καλλονήν,
του πατρός σου και του πάππου
να εκδικήσεις την σφαγήν,
όπου της τερπνής Ευρώπης
το αηδόνι κιλαϊδεί,
της Ασίας στο περιγιάλι
άλλο αηδόνι αντιφωνεί.

Πηγή: Γεώργιος Τερτσέτης, Τα ποιήματα, εκδόσεις Διάνυσμα, 2014

Τριαντάφυλλο παράξενο-ΣΟΦΙΑ ΠΟΤΑΡΗ

Σε κήπου την ζεστή αγκαλιά, σ’ αφροσκαμμένο χώμα
ξυπόλυτη περπάτησα μεσημεριού το γιόμα.
Κι είναι τα λούλουδα χρυσά και μυρωμένη η μέρα,
μα μένα η καρδούλα μου σαν κάτι να ζητάει,
ελάφι ανήσυχο η ματιά που’ τρεχε πέρα ως πέρα
κι έν’ αγκαθάκι άγνωστο την απαλοκεντάει.
Τ’ άνθια πλεγμένα γύρω μου το χάδι μου ποθούσαν
τα χείλη μου ματώνανε και τα γλυκορουφούσαν.
Νάρκισσος ήλιος, βασιλιάς και θρέφονταν η μέρα,
χυνόνταν η αγάπη του με πάθος και φοβέρα!
Γεράνια μ΄ αγκαλιάζανε και γιασεμιά μ’ αγγίζαν
κι οι μενεξέδες, σιωπηλοί, ύπνο γλυκό μου φέρνουν,
απάνω μου μπλεκόντουσαν, τα ρούχα μου ξεσκίζαν,
περικοκλάδες πλανερές στα πόδια φιδοσέρνουν.
Με χρώματα και ηδονές μεθάει τ’ αεράκι
μα μένα την καρδούλα μου τρυπάει αγκαθάκι.

Λαλεί του κήπου η χαρά με τ’ αηδονιού την γλύκα
και μες στο αίμα μου κυλά ο έρωτάς τους προίκα.
Σε μια του κήπου ανωμεριά, κατεβασιάς το ρέμα
θρέφει μονάχο κι ακριβό τριανταφυλλιάς βελούδο,
κόκκινο, λαμπροστόλιστο, σαν βασιλιά το στέμμα
κι όλου του κήπου η ομορφιά κάστρο λογιέται φρούδο.
Σκοτείνιασαν τα μάτια μου και πόνεσε η καρδιά μου
τ’ αγκάθι του γαντζώθηκε σκληρά στα σωθικά μου.

Τριαντάφυλλο παράξενο από ουράνια βάθη
στα στήθια μου σαρκώθηκε θηρίο φλογισμένο
κι απ’ της αγάπης το πολύ μας έσφαξε τ’ αγκάθι
και γλυκοκοιμηθήκαμε θάνατο βελουδένιο.

Πηγή: sofiapotari.blogspot.com 

Οι κήποι-ΝΤΕΜΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Δεν τον είδαν.
Δεν τον άκουσαν.
Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε
εκείνος ο τρελός της γειτονιάς μας.
Χωρίς τον τρελό της
συνεχίζει η γειτονιά.
Χωρίς κηπουρούς
ανθίζουν οι κήποι.

"Της μοναξιάς καλή συνέχεια", εκδόσεις Φαρφουλάς 2019

Ο κήπος μου-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

Στον κήπο μου έχω
φυτέψει ροδιές

στο σύννεφο που τον σκεπάζει
έναν ροδώνα

κάθε που βρέχει
στρώνει το χώμα ροδοπέταλα

τα ρόδια μου είναι κόκκινα
τα τριαντάφυλλά μου μαύρα

Πηγή:Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2018

Ο μαύρος κότσυφας στον κήπο-ΠΑΝΟΣ ΝΙΑΒΗΣ

Ο κότσυφας στον κήπο γράφει
μια εαρινή σονάτα με κάρβουνο.
Εγώ παίρνω τα μεσημέρια τους δρόμους,
πάω συνήθως Λισαβόνα,την άνοιξη.
Πρόσοψη την πρόσοψη στη θάλασσα
σφαδάζουν αναριγώντας τα χρώματα στο νερό.
Άλλοτε φθινόπωρο στην Οδησσό
ανεβαίνω τα βρεγμένα σκαλιά της
και ξεχνώ τη δρόσο των ματιών σου!
Ή το "σ'αγαπώ" σου τυλιγμένο στις φλόγες.

Ο κότσυφας κρυμμένος στον κήπο
γράφει μια λυπημένη σονάτα με κάρβουνο.
Περπατώ στις ρούγες του Ηρακλείου
στύβω το μυαλό μου και το χρόνο
και πετούν πολύχρωμες πεταλούδες
δεμένες με σπάγκους αόρατους
οσμή ομορφιάς που συνάντησα
ταξιδεύοντας στον κόσμο ή στις σιωπές μου.
Αντάμωσα συχνά τον περιπλανώμενο Ιησού,
να πολλαπλασιάζει τις ομορφιές και τις όμορφες.
Από πόλη σε πόλη,από βροχή σε καταιγίδα,
από Σάββατο σε ασπρόμαυρο χελιδόνι,
εκεί΄εσαεί στα αδιάβροχα μάτια σου
και στα πυράκανθα χείλη σου με γεύση μελιού,
περνούν και φεύγουν μέρες και νύχτες
κι ο κότσυφας μόνος με χρυσό φλάουτο
τερερίζει μια ατέλειωτη σονάτα από κάρβουνο
αθώωοντας όλες τις αμαρτίες του κόσμου...

Πηγή: Η τριγωνομετρία των παθών,Μελάνι,2019

Μαγιάτικο σούρουπο στον κήπο-ΠΑΝΟΣ ΝΙΑΒΗΣ

Μια νυχτερίδα πετά πάνω μου,
μαύρη απειλή διασχίζει
το πεθαμένο μπλε του ουρανού.
Δεν τη φοβάμαι,μα δέομαι,
κατεβαίνει χαμηλά
κάτω από την ίσαλο του ορίζοντα
ναυαγεί στο αλλόκοτο
χάνεται από την οπτική μου.
Ποια οπτική; Τυφλός Τειρεσίας είμαι,
ευτύχησα να δω τη Θεά Αθηνά γυμνή.

Μια γυναίκα διασχίζει
λυπημένη αιθρία ζωγραφικής,
το αχανές της Νύχτας
που καταφτάνει αδιαπέραστη.
Η νυχτερίδα εφορμά,
αποβιβάζεται στο πρόσωπό της
τη βλέπω να της τρώει τα μάτια!

Άγριο σκυλί η επιβίωση,
ο καλός μου εαυτός απεργεί,
δε γίνομαι ο σωτήρας της
ούτε ο από μηχανής Θεός της.
Επέπρωτο,κάπου αστράφτει.
Ο Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ
πάνω από τις ασημακωμένες ελιές
κάτι ψιθυρίζει για "το νησί των νεκρών",
με μια μελωδία λιπόθυμη
σαν να ποτίζει ο Θεός το Ερώτημα
ή οι ποιητές τις κυρτές απορίες τους.

Στον κάμπο οι θεριστές
τραγουδάνε χαρωπά
καθώς θερίζουν αγόγγυστα
τα ολόχρυσα μαλλιά της.
Ρωμαλέα σκοτεινός ο ουρανός,πια.
Ο Ραχμάνικοφ επιμένει αθέατος
να κουρδίζει τα πλήκτρα της Νύχτας
ψευδόμενος εγκάρδια πως υπάρχει,τάχα,Αθανασία.
Το μαύρο επικρατεί κατά κράτος.
Το φως άλαλο ηττάται.
Παράδοση τελεσίδικη στο σκοτάδι.
Μονάχα ο Αυγερινός επιμένει
να ακκίζεται λαμπρυνόμενος
από το Φως μακρινών Ήλιων,
κάπου εκεί,εντεύθεν του Χάους.

Η γυναίκα τυφλή στάζοντας αίμα
τυλίγεται από βλάστηση λήθης.
Δυναμώνει το δόγμα επιμόνου πόνου,
τα δέντρα θροΐζουσα χορωδία.
Τα μηνίγγια χτυπούν και ηχούν!
Χαρίζει οξείς τριγμούς ναυαγίου
και χάνεται επιδέξια,η τυφλή γυναίκα
μες σε αδόκιμες λέξεις θυέλλης
χωρίς μακρά φωνήεντα
ή υγρόληκτα αισθήματα μαΐστρου.
Η νύχτα εγκαθιδρύθηκε οριστικά.
Δεν βρίσκω άλλες επινοήσεις φωτός
τις πήρε η σιωπή και το σκοτάδι.
............................
"Το νησί των νεκρών" τελείωσε.
Η νυχτερίδα πετά ενάντια
με την επικρότηση της σιωπής μου
στο τρίστρατο ενός πικρού Σαββάτου...

Πηγή: Η τριγωνομετρία των παθών,Μελάνι,2019

Στους κήπους που ανθίζουνε τα θαύματα-ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ

Ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι
που λέγανε μεγάλα λόγια και φτιασιδωμένα
Λόγια πασπαλισμένα με ζάχαρη
για να φαίνονται γλυκά
Από παιδί όταν τους άκουγα έλεγα
"Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αληθινοί,
δεν είναι σαν εμάς"
Πάντα μου άρεσαν εκείνοι
που λέγανε λίγα
που πολλές φορές μιλούσαν με τη σιωπή
με ένα τους βλέμμα,με ένα γνέμα
Κι ύστερα κάνανε τα λίγα λόγια τους,έργα
όσο μπορούσαν,όπως μπορούσαν
Άνθρωποι απλοί όπως καθετί ωραίο
Με καθαρότητα στην καρδιά
και στα βαθιά τους μάτια
Σε κοιτούσαν κι άκουγες την ψυχή τους να μιλάει
και να ταξιδεύει σε κήπους
όπου ανθίζουνε θαύματα,χαμόγελα,τραγούδια
Τέτοιους ανθρώπους θέλουμε
στα μονοπάτια της ζωής που μας προσφέρθηκε
Ωραίους σαν τη φωνή των αηδονιών
και ταπεινούς σαν τους προσκυνητές της Άνοιξης
Βγαλμένους από τις σελίδες των πιο όμορφων παραμυθιών
που μας νανούριζαν σαν ήμασταν παιδιά
Με πρίγκιπες,πριγκίπισσες και κάστρα μαγικά
Τα χρόνια πέρασαν και τώρα καταλάβαμε
ότι κάστρα μαγικά είναι οι καρδιές των αληθινών ανθρώπων
Όσο για τους πρίγκιπες και τις πριγκιποπούλες
υπάρχουν γύρω μας,πλάι μας
Θα τους βρούμε,θα μας βρουν
Για να κάνουν τον κόσμο μας καλύτερο
Για να του δώσουν το άρωμα των παραμυθιών
και τη μαγεία που τόσο μας έχει λείψει

Πηγή:Η μοναξιά του θεού,Βακχικόν,2019

Ο πράσινος κήπος-ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΟΚΙΤΣΟΥ

Κοίτα εκείνον τον πράσινο κήπο!
Κλείσε τα μάτια,
δώσ'μου το δεξί σου χέρι
-να μας φέρει τύχη-
κι ακολούθα.

Σε βαφτίζω Ήλιο.
Λαμπερός κι υπερόπτης.
Αναγκαίος κι ελπιδοφόρος.
Εγώ θα γίνω Ηλίανθος.
Ο μοναδικός τούτου του κήπου.

Μη!Μην ανοίγεις τα μάτια.
Υποχρέωσή σου να με θρέψεις.
Ανάγκη μου να το δεχτώ.

Σαν άλλη Κλυτία,
θα στρέψω το βλέμμα μου μονάχα σε σένα.

Καταδικασμένη να μαραζώνω
όταν το τραβώ.

Μη!Μην ανοίγεις τα μάτια!
Θα απλώνεις τις ακτίνες σου.
Θα μοιράζεσαι.
Θα σε ζητούν.

Η ύπαρξή μου συνυφασμένη με τη δική σου.
Η ύπαρξή σου συνδεδεμένη με την ύπαρξη
του κόσμου μου.

Μη!Μην ανοίγεις τα μάτια.
Απέναντί μας είναι ένα λασπωμένο χωράφι.
Χέρσο.
Σκοτεινό.
Ακολούθα.

Τα ρούχα μου πάλιωσαν
κι οι αστράγαλοί μου βυθίστηκαν στις λάσπες.

Μην ανοίγεις τα μάτια.
Αν το κάνεις,θα τα ανοίξω κι εγώ.

Ο πράσινος κήπος.
Το λασπωμένο χωράφι.
Εσύ.
Απάτες του μυαλού.

Πηγή:αντιθέσεις,Εκδόσεις Πηγή,2019

Ο κηπουρός-ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ

Μες στα μάτια σου
καρπίζουνε ροδιές
παραμονές σκληρού χειμώνα.
Οι λέξεις σου
όση ζωή δεν έζησα,
λάφυρα δικής μου προδοσίας.
Δεν μου ανήκει
μήτε ρίζα
μήτε ανθός.
Μαζεύω σπόρους
χωρίς αποτυπώματα,
όταν θα φεύγω
να'χω να θυμάμαι.
Κάποτε θα βρούνε γη
ίσως κι εμένα κηπουρό,
για να χαρίζω απλόχερα
δυο κόπους χέρια
χωρίς σημάδι ενοχής,
μα προπαντός λαχτάρας.
Δεν θα'ναι σίγουρα τα μάτια σου,
μα θα υπόσχονται
ένα κομμάτι άνοιξης
που μου χρωστούσε ο χρόνος.

Πηγή:ΠΛαΝόΔΙοΣ στα ΣύΝοΡα της ΕΔέΜ,παράκεντρο,2019

Ο κήπος μου- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΕΛΕΣ

Εγέμισε ο κήπος μου με άγρια χορτάρια
ξεβοτανίζω το πρωί,φυτρώνουνε τα βράδια

μου πνίγουν τα τριαντάφυλλα μολόχες και τσουκνίδες
και τα απομεινάρια τους τα τρώνε οι ακρίδες

οι κάμπιες παίρνουν μυρωδιά και σκάνε τα κουκούλια
ρημάζουν τις γαρδένιες, τσακίζουνε το γιούλια

κι ένας σγουρός βασιλικός που ευωδιές σκορπάει
στενάζει με παράπονο και λιανοτραγουδάει

"Μαύρη μου τύχη κι άραχλη,που μ'έριξες να ζήσω
σε τούτο τον ξερότοπο στερνή πνοή ν'αφήσω

κι αντί να με ποτίζουνε και φύλλα να πετάω
να μαραζώνω άδικα και να κακογερνάω".

Τα λόγια του σαν άκουσα,μ'έπιασε το γινάτι
κι έψαξα να βρω γιατρικό για το κακό το μάτι

δρεπάνι αδράχνω κοφτερό,τις ρίζες ξεπατώνω
σαρώνω τα ζιζάνια και θημωνιά ψηλώνω

μ'ένα δαυλί βάζω φωτιά και τον καπνό κοιτάζω
κι απ'όλες τις σκοτούρες μου για πάντα ησυχάζω.

Πηγή: Αντι…σώματα,Απόπειρα, Αθήνα 2020 

Στα δέντρα του κήπου μου τα δημοσίευσα- ΜΑΡΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΗΣΤΑΚΗ

Άνοιξα τα μπαούλα,
πήρα τα κίτρινα χαρτιά,
τα κρέμασα στα
κλαδιά των δέντρων.
Στα δέντρα του κήπου τα δημοσίευσα.

Κάθε μάτι
βλαστού κι ένα βλέμμα.
Διαβάστηκαν σε μια γλώσσα τόσο ακριβή,
σ' ένα μερικό στιγμιότυπο, που κάποιος
γλιστράει απαλά στη ζωή κάποιου άλλου.

Εκεί, πάνω στα δέντρα του κήπου, όλη
η μάζα του αισθήματος. Κρέμασα
και το τελευταίο, ύλη αιμορραγούσα
και κόκκινη. Έφθασε το χιόνι,
αιφνιδιαστικά, στη σελίδα σαράντα εφτά.
Έπειτα τεντώθηκαν γλυκά,
σε ελεύθερη πτώση,
στο χώμα.

Πηγή: Αρμενόπετρα, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2021 

Κήπος εφηβικός -ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ

Ο ήλιος πάντα αστυνομεύει
τους κανόνες του παιχνιδιού
αλλάζοντας τον κήπο κάθε μεσημέρι.

Νεραντζιές με νεράντζια ανθισμένες
γυμνός και με περιέργεια
δοσμένος σε δερματικούς αυτο σχεδιασμούς
χώμα και φυτά όλα με γεύση σάρκας
το πρώτο σπέρμα τινάζεται στο δυόσμο.

Λευκό και πράσινο
το μυστικό της σήψης
πράσινο.

Πηγή: Ο Μινώταυρος μετακομίζει,Λιοντάκης: Ποιήματα, 1982-2010 ,Γαβριηλίδης,2015

Κήπος και σιωπή - ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ

Μέσα μου ο σπόρος θ’ ανατείλει

Λουλούδι της θάλασσας η νιότη
και καρύδια στις μασχάλες
μπουμπούκια έτοιμα να δροσίσουν
τις μέρες και τις νύχτες της ανατολής

Έλα μέσα μου
σαν ωκεανός
αγνοώντας τα όρια
σαν δροσινό λουλούδι
που τις νύχτες αμφορέας
αρμέγει τ' άρωμά του
σαν κήπος
που ολόκληρος μετέχει στη γέννηση

Έλα μέσα μου
προτού γεννηθώ

Πηγή: Ανάγλυφα σχήματα και δρόμοι,2003

Κήποι νυχτερινοί -ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

Να σε αφήνουν τα άλογα στην Πύλη
να περνάς από σιντριβάνια,
κήπους νυχτερινούς,
νούφαρα, υάκινθους,
μήλα των Εσπερίδων.
Το φως τα ανατρέπει όλα,
αλλά εσύ επιμένεις να διασχίζεις τα άδυτα,
τα σκοτεινά, τα αμίλητα

Πηγή: Προς Αμυδράν ιδέα,Το Ροδακιό,2013

Gala-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Θὰ γλεντήσω κι ἐγώ μιὰ νύχτα.
Μαυροντυμένοι ἀπόψε, φίλοι ὠχροί,
ἐλᾶτε στὸ δικό μου περιβόλι,
μ' ἕναν παλμὸ τὸ βράδυ τὸ βαρὺ
γιὰ νὰν τὸ ζήσουμ' ὅλοι.
Τ' ἀστέρια τρεμουλιάζουνε καθὼς
τὸ μάτι ανοιγοκλείνει προτοῦ δακρύσει.
Ὁ κόσμος τῶ δεντρῶνε ρέβει ὀρθός.
Κλαίει παρακάτου ἡ βρύση.
Ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ εἶναι σὰ βουβά,
κι ἂς μίλησαν τὴ γλῶσσα τοῶ θανάτου,
μὲ φρίκη τὸ φεγγάρι ἀποτραβᾷ
τ' ἀσημοδάχτυλά του.
Εἶναι τὸ βράδυ ἀπόψε θλιβερό
κι ἐμεῖς θᾶν τὸ γλεντήσουμε τὸ βράδυ,
ὅσοι ἔχουμε τὸ μάτι μας ὁγρὸ
καὶ μέσα μας τὸν ᾅδη.
Οἱ μπάγκοι μᾶς προσμένουν. Κι ὅταν βγεῖ
τὸ πρῶτο ρόδο στ' οὐρανοῦ τὴν ἄκρη,
ὅταν θὰ σκύψει ἀπάνου μας ἡ αὐγὴ
στὸ μαῦρο μας τὸ δάκρυ
θὰ καθρεφτίσει τ' ἀπαλό της φῶς.
Γιομάτοι δέος ὀρθοὶ θὰ σηκωθοῦμε,
τὸν πόνο του θὰ εἰπεῖ κάθε ἀδερφὸς
κι ὅλοι σκυφτοὶ θ' ἀκοῦμε
Κι ὡς θὰ σᾶς λέω γιὰ κάτι ὡραῖο κι ἁβρό
ποὺ σκυθρωποὶ τὸ τριγυρίζουν πόθοι,
τὴ λέξη τὴ λυπητερή θὰ βρῶ
ποὺ ἀκόμα δὲν εἰπώθη.
Μαυροντυμένοι ἀπόψε, φίλοι ὠχροί,
ἐλάτε στὸ δικό μου περιβόλι,
μ' ἕναν παλμὸ τὸ βράδυ τὸ βαρὺ
γιὰ νᾶν τὸ ζήσουμ' ὅλοι.

Πηγή: Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, 1919

Στο περιβόλι-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Στο περιβόλι προς το κάστρο
βαριά κοιμάστε, παλικάρια,
σβηστές οι εντάφιες οι καντήλες,
χορταριασμένα τα λιθάρια.

Ο πλάτανος μαυροσαλεύει
στο πλάι του γέρου τού κουρμά·
στη ροδοπρόσωπη δαφνούλα
τί λες, μακρομαλλούσα ιτιά;

Το περιβόλι το γιομίζει
αργά απ’ της Πάτρας το βουνό
στα μισοούρανα υψωμένο
το φέγγος το νυχτερινό.

Με τ’ άυλα φωτοδάχτυλά του
το φέγγος το νυχτερινό
σειώντας ξυπνά τα παλικάρια!
—Ποιός είσαι; —Ο Μάρκος είμ’ εγώ!—

—Κι εγώ είμ’ ο Κίτσος! —Νά και ο Γρίβας
μ’ εσέ, λεβέντη Λιακατά·
Μισολογγίτες και Σουλιώτες,
και του Μακρή η κορμοστασιά.

Σαν άτι αφτιάζεται ο Κοκκίνης,
του λαγουμιού μαστορευτής.
—Χρύσανθε, πας για το μπουρλότο;—
—Για τα γιουρούσια είσαστ’ εσείς;

Κι εσύ παλιό, παρατημένο
κανόνι, σα να καρτεράς
του κανονιέρη σου τη φλόγα.—
—Φωτιά! φωτιά της Λιαπουριάς!

—Όμως απόμερα και μόνος,
φεγγαροστάλαχτος, τρανός,
από ’να θείο αστροπελέκι
ζηλόφτονο σημαδευτός,

Μπάιρον εσύ μεταγνωμένε,
το νου ακατάδεχτο κρατάς,
της αρνησιάς Ολύμπιος πάντα,
του καταφρόνιου Σατανάς.

Στη Βενετιά σου ταξιδεύεις.
Σε μια χρυσή γόντολα μέσα,
της ομορφιάς δόγισσα νά την
η λατρεμένη σου η κοντέσα!

Πηγή: Οι καημοί της λιμνοθάλασσας 

Άνοιξη στον κήπο-ΕΝΤΝΑ ΒΙΝΣΕΝΤ ΜΙΛΕΪ

Ω,μήτε κι οι σγουροί βλαστοί των στρύχνων που έτσι αγάπαγες
κι αυτά που αντέχουνε στη χειμωνιά,τ'αφιόνια,
δε σ'έμαθαν πως να επιστρέψεις μέσα από τη γη
την παγωμένη κι απ' τ'ανάλαφρα τα χιόνια,
στον ήλιο τούτον του Απριλιού όπου οδηγεί
ανάμεσα απ'τους λόφους,την πυκνύν αχλύ.
Σε χρείας καιρούς ήσουνα φίλος με το καπιτσίνι
και με το πικροκούκι ακόμα.
Τώρα,να γη το λουπινάρι ανασηκώνει
και πάνω από το καπιτσίνι φούσκωσε το χώμα.
Και σ'όλη αυτή την υψωμένη θάλασσα,θαρρώ
εκεί που κείτεσαι,μήτε μια ρίζα δεν θα σ'έχει αγγίξει,
δεν θα'χε υπομονή να σ'οδηγήσει,ούτε καιρό,
έτσι όπως ναρκωμένος,μουδιασμένος θα'σαι ακόμα
στον πρώτο σου χειμώνα κάτω από το χώμα.

Μετάφραση: Μελισσάνθη
Πηγή:Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι

Ο κήπος (Γραμμένο σε πολύ λαϊκό ύφος το 1847 στη φυλακή)-ΤΑΡΑΣ ΣΕΒΤΣΕΝΚΟ

Στον κήπο μας με τα λουλούδια
Οι μέλισσες πανηγυρίζουν.
Οι άντρες σκεφτικοί γυρίζουν
Κ'οι νιες με γέλια και τραγούδια.
Και οι μάνες τους καλωσορίζουν.

Του δείπνου η ώρα πια σιμώνει
Ο αποσπερίτης τρεμοπαίζει
Τοιμάζει η κόρη το τραπέζι
Μα εκεί που η μάνα τη μαλώνει
Τη λύρα του ένα αηδόνι παίζει.

Κοιμίζει η μάνα τ'αγγελούδι
Κι ο ύπνος πλάι του καθώς γέρνει
Τι όνειρα γλυκά της φέρνει...
Μα του αηδονιού το θείο τραγούδι
Των κοριτσιών τον ύπνο παίρνει.

Μετάφραση: Ηλίας Σιμόπουλος
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995

Εσωτερικός κήπος-ΕΝΡΙΚΕ ΚΟΝΘΑΛΕΣ ΜΑΡΤΙΝΕΘ

Στο που προσμένει στήθος μου χτυπάνε,
σάμπως σε ξώθυρες πια γερασμένες,
φωνές που υπήρξαν κι άλλες που δε θα'ναι,
από το Χτες ή από τ' Αύριο φτασμένες;

Ερωτικής πρωτονυχτιάς πνιγμένες
φωνές,κομψοί σκοποί σα φως που πάνε
του φεγγαριού κι ιδέες πολύ απλωμένες
σ'όλο το βίο που μάταια μοχθάνε...

Τι να'ναι αυτό; Χτυπάν τα περασμένα
που τα'καιγε μια θέρμη. Πια κρυμμένα
τώρα η ζωή τα πάθη μου κρατάει.

Άναψε γαληνή ψυχή λυχνάρι,
την πόρτα της πια σφάλισε. Να πάρει
κανείς απάντηση μάταια ζητάει.

Μετάφραση: Κύπρος Χρυσάνθης
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995

Σαν θα'χω σκάψει-ΜΙΓΚΕΛ ΕΡΝΑΝΤΕΘ

(Από το:"El siblo Vulnerado")

Σαν θα'χω σκάψει αυτό το περιβόλι,
θα κάνω ένα διάλειμμα απ'τη σπορά
θα πιω απ'το νερό που το κλαδί
προσθέτει τη δροσιά του,στην όρεξή μου.

Μυρίζει όλο το σώμα μου σαν μόλις να'γινε,
απ' τη χυμώδη φωτιά που το ανάβει:
κι όσο δημιουργώ ,ξεχειλίζει
ο κάματός μου σαν ένα χείμαρρο.

Θα κάνει ένα διάλειμμα ο περιβολάρης
και θα'λαφρύνει τις έγνοιες του,μαχόμενος
με τον άνεμο και τον ήλιο ενός ήρεμου χρόνου.

Και πάλι ξανά,γερμένο σώμα και χέρι,
θα εξακολουθεί μπροστά στη γη κυνηγημένος
απ'τον ίσκιο του τελευταίου διαλείμματος.

Μετάφραση:Χριστίνα Κοροντζή
Πηγή: Ισπανόφωνη ανθολογία ποίησης,σελίδες

Ο κήπος-ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ

Χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
Δε θα'φταναν
Ν'ανιστορήσω
Το μικρό αιώνιο δευτερόλεπτο
Που με φίλησες
Που σε φίλησα
Ένα πρωί μέσα στο ηλιόφως του χειμώνα
Στο πάρκο Μονσουρί
Στο Παρίσι
Στο Παρίσι
Πάνω στη γη
Τη γη που είναι ένα αστέρι.

Πηγή:Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως,Κλέωνος Β.Παράσχου,Παρουσία

Ο μυστικός κήπος-GEO NORGE

Έφτιαξα αυτόν τον κήπο για τη διαμονή της ψυχής,φύτεψα αυτόν τον
κήπο κάτω από έναν βαρύ και γλαυκόν ουρανό.

Περίφραγμα. Σύσκιο περίφραγμα.Ω μοναξιά,ω διάρκεια.

Το πράσινο πουλί βαραίνει ελάχιστα πάνω στο κλαδί της αγριοκερασιάς,
βαραίνει λιγότερο κι από το ισχνό τραγούδι του που σχεδόν δεν το
τραγουδεί πια.

Και θα το κατοικήσω πάντα μόνος αυτά τα θροΐσματα της φυλλωσιάς κι αυτό
το σκοτάδι της ζυγιοστοιχίας.

Πάντα μόνος,αυτές τις δεντροστοιχίες,αυτούς τους θάμνους, αυτές τις
μορφές των ριζών,ω κήπε,βασίλειο,ω στοχασμοί,

λευκά ανάβαθρα,κρήνες,θάμνοι. Και το φλάουτο ζευγαρωμένο με το κόρνο.

Μα το τριαντάφυλλο μιας μέρας βρίσκει στης πέτρας το τριαντάφυλλο
ένα άρωμα τριαντάφυλλου. Το μέτωπο ενός αγάλματος χαϊδεύεται
αιφνίδια από μια καταπράσινη δάφνη. Η μουριά τρέφεται στις μαρμάρινες σφήνες.

Ανθισμένος,απανθισμένος,φθινοπωρινός,Κήπος. Α! χαμογελάσετε κι άλλο,
λυγερές μου ημέρες.

Ανθισμένος, απανθισμένος,αναγεννούμενος.Ζήσετε ακόμη λίγο φλογερές
μου ημέρες.

Ας είστε ωραίες ακόμη σε τούτο το νησί του διαστήματος όπου το καλοκαίρι
σας προτείνει μιαν ανέγγιχτη νεότητα. Αυτή που υπήρξε ωραία για μια στιγμή
μένει ωραία για πάντα.

Πίδακες,ζωηροί μίσχοι νερένιοι,υψωθείτε περήφανα κάτω απ'τον ουρανό και γίνετε
το υψηλό λουλούδι που τραγουδά κ' ύστερα ξαναπέφτει στη σιωπή.

Τη ζωή μου κράτησα στο χείλος μιας πλασμένης από καρπούς και ρέοντα ύδατα αλήθειας;

Κελαηδήσετε πρασινότερα μέσα σε τούτο τον βατώδη όγκο,πουλιά της επαγρύπνησης.

Τη ζωή μου κράτησα στις νεανικές πνοές,όπου πλατάγιζαν αυτές οι τόσο κόκκινες,τόσο
φθαρμένες σημαιούλες;

Τη ζωή μου κράτησα κάτω απ'της ευθυμίας το δέντρο,κάτω από την ευωδιαστή και συμβουλές
γεμάτη φλούδα;

Α πράσινα τραγουδήσετε, επιθετικά πουλιά μου,και κόψετε με τα ράμφη σας
έναν πέπλο ονείρων.

Τη ζωή μου κράτησα μέσα στην αρμυρή διάθεση των ακρογιαλιών όπου ξυπνά η παιδική
ηλικία του κόσμου;

Πάντα πιο πράσινα,κελαηδήσετε,πράσινα πουλιά μου.

Ότι ήμουν μεταξύ μας,το διαπιστώνω με τα χέρια μου,το πρόσωπό μου,την καρδιά μου.

Κ'εντούτοις μια σκιάν ακούω και τούτη η σκιά μου λέει πως δεν έλειπα από κανένα μέρος
του κόσμου.

Πολύ πιστή στη φλόγα,αυτ'η καρδιά δε διάσπασε του νερού τη συμμαχία.

Και τα διψασμένα χείλη των σύννεφων είχαν ήδη γευτεί τους χυμούς της λάσπης.

Α! Λέω πως ονειρεύεσαι,κήπε΄ μα τίποτα δε θα ταράξει αυτό καλοφρουρημένον όνειρο,
όπου η ψυχή περιπατήτρια γίνεται και κήπος.

Όχι! η σιωπή μάλλον με την πυκνότητά της θα έπνιγε αυτόν τον σοφό κάλυκα.

Όχι! μάλλον το φως με τις αχτίνες του θα διαπερνούσε τη φλούδα της βαλανιδιάς.

Σωτηρία στον κόσμο,μες στα χρυσά,σιδερένια και περιτειχισμένα του βασίλεια!

Μα σωτηρία και στην ψυχή μου,μες στον μετεωρούμενό της κήπο.

Και μες σ'αυτό το ύψωμα της μέρας,όπου ο ουρανός είναι κονιορτώδης σαν ένα
σταφύλι που κανένα χέρι δεν άγγιξε,

η ψυχή μου, τη βλέπω,τόσο ελαφρή ν'ακούει,να περπατά,κ'ύστερα ν' ακούει ακόμη,

να στρέφει λίγο το κεφάλι,σα να'χε ζητηθεί το πιο γλυκό άκουσμα.

Σκύβει και θα λιώσει- κ'έπειτα δε λιώνει ποτέ,νωθρή,υπομονετική κ' ήρεμη μορφή.

Ένας μυστικός κήπος,ένας περίκλειστος κήπος,Στάχτη,φωτιά, άργιλος,γυαλί.

Βαθύς,μουσικός,αθάνατος. Ανθήσεις,επιθυμίες,χρονιές.

Σωτηρία στην ψυχή μου, στον στοχαζόμενο κήπο της.

Αποκρίθηκε μ'ένα βλέμμα. Απόφυγε την ανταμοιβή της και κρύφτηκε μέσα στο φως.

Αγάπησε αυτούς τους δρόμους,αυτές τις πελούζες,και το νερό μιας σοβαρής στέρνας.

Σωτηρία στην ψυχή μου, μέσα στον μυστικό της κήπο.

Πηγή: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,Άρη Δικταίου,Εκδόσεις Γ.Φέξη,Αθήναι 1969

Δημόσιος κήπος-MARCEL LECOMTE

Ένα φως χαϊδεύει κάθε φυτό στον φθινοπωρινό κήπο τούτο το πρωί,
η νύχτα-μικρές σκιές των δέντρων-ορχήστρα ο ύπνος στη στέρνα-
αφθονία βλαστήσεως-παραλήρημα εκείνων που έμειναν με τον χρόνο
που δεν έχει τέλος-που πάντα εγείρονται από τον θάνατο-χωρίς
αίμα-κάθε φύλλο σχεδιάζεται αποτυπωμένο κινητό και ζεστό κύμα
πάνω στον καθρέφτη της στέρνας-εκστατική κατάνυξη-μυστήριο-
το νερό κάθεται ήσυχο μέσα στις λακκούβες και στη σιωπή-
στη λεωφόρο-εγκαθίσταται ανάμεσα στα κλαδιά-υψώνει ως τον ουρανό
τον αρμονικό-ελαφρές μωβ ανταύγειες.
Στην πόλη κοιμούνται εν ειρήνη-των σπιτιών οι θαμβωτικές στέγες-
ένας ολόκληρος λαός σε τάξη πορείας αναπαύεται-καραβάνια αναρίθμητα
στην ωραιότερη κι από το χιόνι έρημο.

Πηγή: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,Άρη Δικταίου,Εκδόσεις Γ.Φέξη,Αθήναι 1969

Στον κήπο μου ήρθε ο άγιος Φραγκίσκος-JULES GILLE

Στον κήπο μου ήρθε ο Άγιος Φραγκίσμος να καθίσει
και κάναμε τον γύρο του μαζί,
άνθη και δέντρα ευλόγησε,γιασεμί και βρύση
κι ό,τι ταπεινά γέρνει και ριγώντας ζει.

Μα τίποτα δεν τον συγκίνησε όσο το γρασίδι
που στον θερινόν άνεμο ριγεί.
Μπροστά σε τόσα ρίγη,τόσο αθώο παιχνίδι,
τα μάτια του έλουσε η στοργή.

Και τα δειλά πουλιά που πάντα φεύγουν όταν
σπόρους τους φέρνω,θαρρετά
τον άγιο σίμωναν που με τα χόρτα συνδιαλεγόταν
και τα λόγια του τρέχαν πηδηχτά,

τα έβλεπες από αυλάκι σε αυλάκι να πηδούνε,
φέρνοντας τα μαντάτα τα καλά,
κ'οι μίσχοι χόρευαν κι άκουες φτερούγες να χτυπούνε
ως πέρα στον ορίζοντα ψηλά.

Πηγή: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,Άρη Δικταίου,Εκδόσεις Γ.Φέξη,Αθήναι 1969

Ένας κήπος- ΦΡΑΝΤΙΣΕΚ ΜΠΑΣ

Ένας κήπος
ένας μικρός κήπος,
ευωδιαστός και γεμάτος τριαντάφυλλα.
Το μονοπάτι είναι στενό
κι ένα μικρό αγόρι το περπατά.
Ένα μικρό αγόρι,ένα γλυκό αγόρι,
σαν το λουλούδι που ανθίζει.
Όταν τα άνθη ανθίσουν,
το μικρό αγόρι δεν θα υπάρχει πια.

Πηγή: https://www.demopaideia.gr 

Ο κήπος-ΓΙΑΡΟΣΛΑΒ ΣΕΪΦΕΡΤ

Γέρος έμαθα
ν'αγαπώ τη σιωπή΄
κι από μουσική συχνά αρμονικότερη.
Στη γαλήνη της σαλεύουν σημάδια΄
στη μεθόριο της μνήμης
σκοντάφτεις σ'ονόματα
που πήγε να στραγγαλίσει ο χρόνος.

Στις κορυφές των δέντρων το βράδυ
ακούω την καρδιά των πουλιών.
Στο νεκροταφείο κάποτε
έπιασα απ'το βάθος του τάφου
το τρίξιμο κάσας.

Μετάφραση: Γ.Δ.Κεντρωτής
Πηγή:Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα,Ελληνικά Γράμματα,2007

Στο περβόλι-ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Άνθισε η δαμασκηνιά
-πρώτα μπουμπουκιάζει η κορομηλιά
μετά η δαμασκηνιά-
Αγαπημένη μου
πάνω στο γρασίδι
γονατιστοί να κάτσουμε
αντίκρυ ο ένας στον άλλον.
Γλύκανε ο καιρός όλο φως
-όμως δε ζέστανε ακόμα-,
ολοπράσινα τα τσάγαλα
χνουδωτά
κι ακόμα μαλακά...
Είμαστε ευτυχισμένοι
γιατί θα ζήσουμε.
Μπορεί όμως και να'μασταν σκοτωμένοι
Αν ήσουνα εσύ στη Λόντρα ή στο Βερολίνο,
Κι εγώ στο Τομπρούκ-ή σε εγγλέζικο φορτηγό-
Αγαπημένη μου
ακούμπα τα χέρια στα γόνατά σου
-τα μπράτσα άσπρα και παχουλά-
γύρισε την αριστερή σου παλάμη.
Μες στη φούχτα σου του ήλιου το φως
όμοιο με καϊσί
Στη νυχτιάτικη επιδρομή οι πεθαμένοι
θα'ναι κάπου εκατό από πέντε χρονών και κάτω
εικοσιτέσσαρα τα βυζανιάρικα...
Αγαπημένη μου
τρελαίνομαι για του ροδιού το χρώμα
-κάθε κουκί του ροδιού και φως-
μ'αρέσει η ευωδιά του πεπονιού
και του κορόμηλου γλυκόξινη η νοστιμιά.
Μια μέρα βροχερή
μακριά από καρπούς κι εσένα
-κανένα δεν άνοιξε δεντρί κι ας είναι άνοιξη
ενδέχεται και να χιονίσει-
Στης Προύσας τη φυλακή
από πείσμα τα γράφω αυτά.
Γιατί,έτσι εύκολο το'χουν αυτοί
-μερικοί μάλιστα παινεύονται λες και είναι κατόρθωμα
τη συγκατάνευσή τους
για σκοτωμούς να δώσουν
-ενώ τα αίτια
είναι γνωστά-

Μετάφραση: Έρμος Αργαίος
Πηγή: Ανθολογία τουρκικής προοδευτικής ποίησης,αλφειός,1981

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Η  αναδημοσίευση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού ιστότοπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ επιτρέπεται ΜΟΝΟ με την παράθεση πηγής και ενεργού συνδέσμου (link).

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr