Η μητέρα στην ποίηση (Ποιήματα)

Η μητέρα στην ποίηση (Ποιήματα)

Σήμερα που γιορτάζει το πιο λατρευτό πλάσμα στη ζωή κάθε ανθρώπου, θα ευχηθούμε ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ στις μητέρες και θα δούμε μερικά απ'τα πιο όμορφα ποιήματα που γράφτηκαν για χάρη της!

Η μάνα του Χριστού-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θα' φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θα 'φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά 'μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά 'ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει- Σκλάβοι Πολιορκημένοι- Ποιήματα- εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2006

Δέησις -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

Κ.Π. Καβάφης, Τα ποιήματα Α’ (1897-1918), Ίκαρος

Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο τραγούδι-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

ΧΙΧ.

(Ἡ δύστυχη μητέρα ἔρχεται ἐκεῖ τρέχοντας)-

Στέκει, μυρίζεται
Εἰς τὸν ἀέρα,
Καὶ συλλογίζεται, -
Μαύρη μητέρα! -
Σὰν κάτι νά θελε
νὰ θυμηθῇ.

Στὸν τοῖχο σύρριζα
Σκύφτει, κυττάει,
Γλυκολυπούμενη
Χαμογελάει
Κατὰ τὰ ἐντάφια
Χόρτα πικρά.

Κατὰ τὰ σύγνεφα,
Κατὰ τ' ἀστέρια,
Τρεμομανιάζοντας
Ρίχτει τὰ χέρια,
Καὶ κλαίει καὶ ρυάζεται
Τρομαχτικά.

Τὴς πέφτουν ἔπειτα,
Καὶ ληθαργίζει,
Καὶ πάλε ἀρχίναε
Νὰ τριγυρίζῃ
Τὸ περιτείχισμα
Πασπατευτά.

Γύριζε, γύριζε,
Τέλος ἐμπαίνει
'Σ τὸ σημαντρήριο
Καὶ τ' ἀναιβαίνει,
Τὰ ἴχνη ἀλλάζοντας
Σπουδαχτικά.

Ἦτον 'ς τὴν ἄλαλη
Τὴ μοναξία
Στρογγυλοφέγγαρη
Φωτοχυσία,
Σὰν τὴ λαμπρόπλαστη
Πρωτονυχτιά·

Ὅμως ἡ δύστυχη,
Ξεφρενωμένη,
Κυττάζει ὁλόγυρα
Τετρομασμένη,
Πράχνει τὰ σήμαντρα,
Κράζει σφιχτά.

«Γλήγορα ἄς φύγουνε
»Ἀπ' τὰ λαγκάδια
»Κειὰ τὰ φριχτότατα
»Πυκνὰ σκοτάδια·
»Ἄχ! μὲ πλακώνουνε
»Μέσ' 'ς τὴν καρδιά.»

«Γλήγορα ἄς φύγουνε,
»Δὲν τὰ πομένω,
»Μοιάζουνε, μοιάζουνε,
»Μὲ τὸ σχισμένο
»Ροῦχο ποῦ σκέπασε
»Τὰ δύο παιδιά».

Γκλάν, γκλάν, τὰ σήμαντρα
Τῆς ἐκκλησίας,
Γκλάν, γκλάν, οἱ ἀντίλαλοι
Τῆς ἐρημίας
Ἀποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.

«Ἀπὸ τὴν ἔρημη
»Ἀναφωνήτρα,
»Ποῦ ναι εἰς τοὺς δύστυχους
»Παρηγορήτρα,
»Εἶχαν δυὸ ξέμετρα
»Τὰ δυὸ παιδιά.»

«Τὰ χω 'ς τὸν κόρφο μου,
»Καὶ τὰ φυλάω·
»Μὲ αὐτὰ τὰ ξέμετρα
»Θὲ νὰ μετράω
»Τὰ δυό τους μνήματα
»Καθημερινά.»

Γκλάν, γκλάν, τὰ σήμαντρα
Τῆς ἐκκλησίας,
Γκλάν, γκλάν, οἱ ἀντίλαλοι
Τῆς ἐρημίας
Ἀποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.

«Βραχνὸ τὸ ψάλσιμο·
»Τὰ κεριὰ ἀχνίζουν·
»Τοῦ νεκροκρέβατου
»Τὰ ξύλα τρίζουν
»Ἀργὰ τὰ σήμαντρα,
»Καὶ τρομερά».

«Ναὶ, ναὶ, ἀπεθάνανε·
»Μέσα 'ς τὸ σκότο
»Τὰ κατεβάσανε, -
»Ἀκούω τὸν κρότο, -
»Τὰ κατεβάσανε
»Βαθιά βαθιά».

Γκλάν, γκλάν, τὰ σήμαντρα
Τῆς ἐκκλησίας,
Γκλάν, γκλάν, οἱ ἀντίλαλοι
Τῆς ἐρημίας
Ἀποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.

«Γιατὶ τινάζετε
»Πάνω τους χώματα;
»Μὴ μὴ σκεπάζετε
»Τὰ μικρὰ σώματα
»Ποῦ ἀποκοιμήθηκαν
»Γλυκά, γλυκά».

«Αὔριο θὰ κόψουμε
»Κάτι λουλούδια.
»Αὐριο θὰ ψάλουμε
»Κὰτι τραγούδια,
»Εἰς τὴν πολύανθη
»Πρωτομαγιά».

Γκλάν, γκλάν, τὰ σήμαντρα
Τῆς ἐκκλησίας,
Γκλάν, γκλάν, οἱ ἀντίλαλοι
Τῆς ἐρημίας
Ἀποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.

Γκλάν, γκλάν, παράδερνε
Μὲ τὰ γλωσσίδια,
Κ' ἐματαρχίναε,
Κ' ἔλεε τὰ ἴδια,
Ὥς ὁποῦ ἐβράχνιασε
Θανατερά.

Νὰ, ποῦ δροσόβολη
Αὔρα ξυπνάει,
Καὶ ψιθυρίζοντας
Μοσχοβολάει
Ἀπὸ τὰ ἀρώματα
Τὰ αὐγερινά·

'Σ τὰ φύλλα ἐπέρναε
Καὶ τῆς καρδίας,
Σὰν τὰ κινήματα
Τῆς φαντασίας
Ποῦ ζωγραφίζουνε
Τὴν εὐτυχιά

Ἐκείν' ἡ δύστυχη
Τραυάει τὴν ἄχνα,
Βαθιὰ τὰ αἰσθάνθηκε
Μὲσα 'ς τὰ σπλάχνα,
Ἄχ! κ' ἐκατέβηκε
'Σ τὴν ἐρημιά.

Μὲ λύπη ἐγκάρδια
Ἐθεωροῦσε
Ὅλα τὰ μνήματα,
Καὶ τὰ μετροῦσε
Μὲ τ' ἀργὸ κίνημα
Τῆς κεφαλῆς.

(Απόσπασμα από το ποίημα ο Λάμπρος)

Πηγή: Άπαντα Διονυσίου Σολωμού,Πάπυρος

Η Ελληνίδα μητέρα-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Μακρύς ο λάκκος π'άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.

Πηγή: Άπαντα Διονυσίου Σολωμού, Πάπυρος

Γράμματα από το μέτωπο Νο 1-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι
κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:
οἱ αὐγὲς κ᾿ οἱ νύχτες μας γυρνοῦν φρικτὲς
πεντάλφες γράφουν στὸ σκοτάδι σήματα,
ποὺ τὸν κίνδυνο μηνοῦν,
πύρινα φίδια ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη.

Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν τρύπα ὁ θάνατος περιμένει.
Μᾶς ἔπνιξαν τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά,
στεγνῶσαν τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα,
μὰ κάτι μέσα μας κυλᾶ βουερὰ
καὶ ξέσπασμα δὲ βρῆκε κάπου ἀκόμα.

Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάη
σ᾿ ὅλες τὶς φλέβες μου, αἷμα μου κυλάει
τῆς Μαριγῶς τὸ φλογερὸ φιλί...
(θέλω νὰ πῶ, μητέρα μου, γιὰ κεῖνο
τὸ φιλί της ποὺ μοὔδωσε δειλὴ
προτοῦ γιὰ τὴν πατρίδα μας μακρύνω).

Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει,
μὰ ὁ πόλεμος, τὴ νιότη μου σκεπάζει
καὶ μὲ ἀτσάλι ἀναμμένο μὲ κεντᾶ
ὅμως, μέσα μου ἡ καρδιά μου δὲ λυγίζει.
Μητέρα, ἐδῶ, στὸ θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα τὸ πόσο ἡ ζωὴ ἀξίζει.

Πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, Τόμος Α΄, Κέδρος

Προς την Μητέρα μου -ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ' όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ' αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο.
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θα' βρει.
Κι εκείνη μ' αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης.
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες.
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».

Πηγή: Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Αλληλογραφία

(Μητέρα μου...) -ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Μητέρα μου, πόσο φρικτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που σε δέχτηκα ευλογία
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτεί σα να 'μαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι αγία.

Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς τ’ αγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει...
Αχ, πώς μου λείπεις σε μία τέτοιαν ώρα.

Πηγή: Ηχώ στο χάος

Της μητέρας μου-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Μητέρα μου ΄παιδί σου εμέ πιστό
με αφήνει η κάθε μέρα που διαβαίνει.
Σε με το πρόσωπό σου εικονιστό
και μέσα μου η ψυχή σου φωλιασμένη.

Δε σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μού μένει,
μού δείχνει εμένα εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανιωμένη.

Πιστό παιδί σου. Τη μαρτυρική
ζωή σου στη ζωή μου να τη νιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.

Και στον κρυφό καημό σου, να μη δουν
τον πόνο σου όσοι αγάπαγες, να δώσω
και γω τα σπλάχνα μου-άνθη να μαδούν...

Πηγή: Ο μοιραίος δρόμος

Μάνα και γιος (1940) -ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κ' η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να 'χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
"Ίτε παίδες Ελλήνων..".
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κ' έλυνε τα τσεμπέρια τους κ' έπαιρνε τα μαλλιά τους
κ' έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

Πηγή: Παραλειπόμενα

Η μητέρα -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν’ αρνηθώ ή ν’ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γιάνει την πληγή,
αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’ οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω να μου λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

Η νεράιδα μάνα-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Εκεί στο Νεραϊδόσπιτο, στην ακροποταμιά,
Π' όλο να βγαίνουν τα νερά κατάθολα θε νάειδες,
Γιατί την νύχτα μπαίνουνε και λούζονται μια μια
Αφρόπλαστες Νεράιδες,

Κάποιος λυράρης χωριανός, έναν παλιό καιρό,
Για τη μεγάλη τέχνη του έλαχε τέτοια μοίρα:
Όταν εκείνες πιάνουνταν την νύχτα στο χορό,
Να παίζει αυτός τη λύρα.

Μα κάθε νύχτα ο δύστυχος περνώντας αντικρύ
Σε τόσες ξωτικές μορφές, όλες ζωή και νιάτα,
Δε βάσταξε κι αγάπησε μια ολόξανθη μικρή,
Νεράιδα μαυρομάτα.

Κινά και πάει σε μια γριά της χώρας γνωστικιά
Κι αρχίζει με παράπονο τον πόνο του να κλαίει.
Μα κ' η γριά μαστόρισσα γι' απόκριση γλυκειά
Το γιατρικό του λέει:

-Την νύχτα που χορεύουνε μες στη βαθιά σπηλιά
Άρπαξ' την όμορφη κυρά, οπόχεις αγαπήσει,
Και μην αφήσεις τα χρυσά και πλούσια της μαλλιά
Πριν πετεινός λαλήσει.

...Απ' τα μαλλιά την άρπαξεν ο χωρικός-κι αυτή
Λιοκόνι, σκύλα, σερπετό στα χέρια του είχε γένει.
Μα πετεινός σαν λάλησε, κοπέλα ζηλευτή
Στην αγκαλιά του μένει.

Κι ο νιος την πήρε σπίτι του και του 'κανε παιδί...
Μ' απ' τον καημό δεν άνοιξε τα χείλη να μιλήσει.
Και πάλι πάει ο χωριανός ως τη γριά να δει
Και γνώμη να ζητήσει.

Του είπε ν' ανάψει μια φωτιά στο φούρνο του καλή
Κ' ευθύς ν' αρπάξει το παιδί πως μέσα θα το βάλει...
Μα τι τα θέτε; Της γριάς ετούτ' η συμβουλή
Δεν του' βγε σαν την άλλη.

Γιατί σαν μάνα που ήτανε η άμοιρη να ιδεί
πως το μονάχο της παιδί μες στη φωτιά πετάει,
Σέρνει φωνή θεόρατη:-μη ,σκύλε ,το παιδί!
Και του τ' αρπά και πάει.

Μα οι άλλες δεν τη θέλησαν να ρθεί μες στη σπηλιά.
Γι'αυτό όποιος πάει μεσάνυχτα τη στάμνα να γεμίσει,
Βλέπει νεράιδα που κρατεί παιδί στην αγκαλιά
Και κλαίει εμπρός στη βρύση.

Πηγή: Ειδύλλια

Η μητέρα-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν
γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά...
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.

Πηγή: http://www.stixoi.info/

Μητέρα- ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Είδες μες στη γειτονιά
μιαν αυλή με λεμονιά;
Τι κακό γίνετ’ εκεί!
Στέκουν κι οι περαστικοί...
Δω "Μανούλα!" κει "Μητέρα!"
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα

Ποιος πεινά και ποιος πονεί,
κι όλοι βάνουν τη φωνή.
Ένα, να τονέ χτενίσει,
άλλο, να τον σαπουνίσει.
Δω "Μανούλα!" κει "Μητέρα!"
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα

Αχ, μανούλα! πως βαστάς;
Φτερά να `χεις να πετάς!
Πως μπορείς, παρακαλώ,
και δε χάνεις το μυαλό;
Δω "Μανούλα!" κει "Μητέρα!"
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα

Έχεις κάποια πληρωμή
κι απ’ τα χείλια σου στιγμή
το χαμόγελο δε λείπει
και δεν τα σουφρώνει λύπη;
Δω "Μανούλα!" κει "Μητέρα!"
-τούτο γίνετ’ όλη μέρα

Πάνω, κάτω: στη δουλειά,
στη βοήθεια, στα φιλιά.
Φαίνεται-ποιος το πιστεύει;-
πως ο κόπος λιγοστεύει,
σα σε κράζουν όλη μέρα
ποιος "Μανούλα!" ποιος "Μητέρα!"

Πηγή: http://www.stixoi.info/

Μητέρα-ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΟΡΗΣ

Γιατί να σε θυμάμαι πάντα έτσι;
Έξω στο κατώφλι
Με το κόσκινο στην ποδιά σου
Καθάριζες στάρι, μπορούσε και σησάμι
Ή και φακές
Τα περιστέρια στην ταράτσα
Μετρούσαν τις ώρες, τους κόπους, τα δάκρυα
Κείνη την απέραντη λίμνη μοναξιάς
Που χανόσουνα
Μετρούσαν, μετρούσαν …
Άνοιγα το ξωπόρτι
Έτριζε και μετά γαλήνη
Σαν σε παλιά εκκλησία
Που ο Χριστός σε κοιτάζει
Κάθε φορά για πρώτη φορά
Μα ναι, θα 'ταν Άνοιξη τότε
Στα μάγουλα σου άνθιζε μια ανεμώνη
Και γινόμουν ξανά μωρό στο στήθος σου
Ήθελα να την κόψω
Και με φίλαγες
«Το φαΐ είναι στο τραπέζι»
Αχνιστό με μια δόση αμέτρητης αγάπης
«Μητέρα έκλαψες πάλι σήμερα;»
Το φαγητό ήταν αλμυρό

Έξω το κόσκινο
Αμέριμνο αμέτοχο
Ταξιδεύει μ’ έκσταση παλινδρομική
Το στάρι
Χιλιάδες μικρές παλάμες
Ζητωκραυγάζουν
Χιλιάδες μικρά χειροκροτήματα
Για σένα
Που χανόσουν σε μια έκσταση
Παλινδρομική
Που χάθηκες.

Πηγή: Τα τριάντα ποιήματα, 1983 

Μνήμες μητέρα-ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΙΚΜΠΑΣΑΝΗΣ

Θρηνωδία σχίζει τον άνεμο Ημέρες του καλοκαιριού
σκοτεινές ξελογιάζουν τις παιδικές μνήμες μου
Αισθησιακά αγγίζω τα γκρίζα μαλλιά μου
καθώς ακούω το κλάμα
από τις καμπάνες του απογεύματος
Βιαστικά πέφτει το σκοτάδι
Σε μνήμες πορφυρές μεταμορφώνονται
ο πόνος και η πίκρα
της χωρίς νόημα ζωής μου

Βαρύς ο άνεμος της θλίψης
Στις ημιθανείς φυλλωσιές των αναμνήσεών μου
έρχεσαι να δώσεις ζωή, μητέρα
Τώρα που άυλη και απόμακρη ταξιδεύεις
για άλλους ωραιότερους πλανήτες

Τις νύχτες του σιωπηλού πένθους
γεμίζουν τα δάκρυά μου με πυριφλεγείς αγγέλους
Καίνε επάνω στα ερείπια της ζωής μου
τον παιδικό μου σκελετό

 Μητέρα και παιδί-ΛΑΡΣ ΦΟΡΣΕΛ

Η μητέρα ξυπνά.
Το παιδί κλαψούρισε λίγο
ή απλώς μεταγύρισε μες στο καλάθι

Συχνά στον ύπνο
κρατάει στο χέρι της το δικό του
Αν ξαφνικά ο σφυγμός του σταματούσε;
Δε θα σταμάταγε και ο δικός της;

Γιατρός κανένας
δεν κατάφερε να δώσει εξήγηση

Δεν είναι παράξενο

Ποιος θα μπορούσε να εξηγήσει
αυτή την ολόθερμη γραμμή
που ενώνει μάνα παιδί
παιδί και μάνα
θερμή από σχέση
θερμή από ευθύνη
θερμή από έλλειψη βοήθειας

Μια γραμμή αόρατη
όπως το κόκκινο τηλέφωνο
Κρεμλίνου-Λευκού Οίκου.

Μετάφραση: Γιάννης Αμπατζής
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Διόσκουροι

Στη μητέρα μου-ΝΤΕΤΛΕΦ ΛΙΛΙΕΝΚΡΟΝ 

Πόσο συχνά τα χέρια σου τα ωχρά να πλέκουν είδα
Κάτι για μένα ακούραστα- πως φρόντιζες με αγάπη!
Πόσο συχνά ικετευτικά τα μάτια σου δεν είδα
Μια ευχή να λεν για με ψηλά- πως φρόντιζες με αγάπη!

Πόσο συχνά στην κλίνη μου σιγά, ελαφρά δεν ήρθες
Σαν προστασία για μένα-πως άκουες σκυφτή όλο έγνοια!
Από καιρό τώρα φυσούν στον τάφο σου οι ανέμοι,
Ένα σου χαίρε προς εμέ-πως φρόντιζες με αγάπη!

Μετάφραση: Λέων Κούκουλας
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

Μητέρα-ΚΑΡΛΟΣ ΑΜΑΤ 

Το όνομά σου φτάνει αργά σα μετρημένη μουσική
και από τα χέρια σου φτερουγίζουν άσπρα περιστέρια.

Η μνήμη μου σε ντύνει πάντα στα λευκά
σαν ένα διάλειμμα παιδιών, που οι μεγάλοι κοιτάζουν
από απόσταση.

Ένας ουρανός πεθαίνει μες τα μπράτσα σου
κι άλλος γεννιέται
στη στοργή σου.

Στο πλευρό σου η αφοσίωση ανοίγει σα λουλούδι
όταν στοχάζομαι.

Ανάμεσα σε σε και στον ορίζοντα
ο λόγος μου είναι πρωτόγονος σαν τη βροχή
ή σαν τους ύμνους,
αφού σιωπούν στην παρουσία σου
το τραγούδι και τα ρόδα.

Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

Γράμμα στη μητέρα -ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ

«Γλυκύτατή μου μάνα, τώρα κατεβαίνουν οι ομίχλες,
ο Ναβίλιο χτυπάει ταραγμένα στα κρηπιδώματα,
τα δέντρα φουσκώνουν από νερό, καίνε από χιόνι.
Δεν είμαι λυπημένος στο Βορρά . δε βρίσκουμαι
σε ειρήνη με τον εαυτό μου, μα και δεν προσμένω
συγγνώμη από κανένα. πολλοί μου οφείλουν δάκρυα,
σαν άντρες σε άντρα. Ξέρω, πως δεν είσαι καλά, πως ζεις
σαν όλες τις μητέρες των ποιητών, φτωχούλα
μα και δίκαιη στο μέτρο της αγάπης
για τα ξενιτεμένα σου παιδιά. Σήμερα είμαι εγώ
που σου γράφω.» Επιτέλους, θα ειπείς, να δυο λόγια
από κείνο το παιδί πώφυγε νύχτα, μ' ένα κοντό πανωφόρι
και λίγους στίχους στην τσέπη. Το δύστυχο, έτσι που 'ναι
οξύθυμο, θα το σκοτώσουν κάπου καμιά μέρα.
«Βέβαια, θυμούμαι: Ήταν στο γκρίζο
κείνο σταθμό, με τ' αργοκίνητα τρένα,
που κουβαλούσαν μύγδαλα και πορτοκάλια,
στις εκβολές του Ιμέρα ποταμού, του γεμάτου από κίσσες,
αλάτι κι ευκαλύπτους. Μα εγώ, τώρα, σ’ ευχαριστώ
αυτό θέλω, για την ειρωνεία που μου 'χεις βάλει
στα χείλη, μαλακιά σαν τη δική σου.
Το χαμόγελο εκείνο μ' έχει σώσει κι από καημούς και κλάματα.
Και δεν έχει να κάμει, αν εγώ τώρα δακρύζω για σένα,
καθώς και για όλους εκείνους, που περιμένουν όπως εσύ,
και δεν ξέρουνε τι. Αχ! ευγενικέ μου Θάνατε,
μην αγγίξεις το ρολόι στην κουζίνα, που χτυπά πάνω στον τοίχο΄
όλη μου η παιδική ζωή διάβηκε πάνου στο σμάλτο
της πλάκας του, πάνου σ’ εκείνα τα ζωγραφιστά λουλούδια.
Γερόντων χέρια και καρδούλα μην αγγίξεις.
Όμως, μου δίνει απόκριση κανένας; Ω, Θάνατε, λυπήσου τα,
ντράπου τα λίγο. Αντίο, ακριβή, αντίο, γλυκύτατή μου μάνα! »

Μετάφραση: Κούλης Αλέπης
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

Στην πρόθυμη μητέρα-ΒΑΛΕΝΤΕ ΜΑΛΑΝΓΚΑΤΑΝΑ

Ήρθα στα μπράτσα σου
όταν με γέννησες πολύ πρόθυμη,
ανησύχησες τόσο
στην πελώρια στιγμή
γιατί φοβήθηκες πως ίσως ο Θεός με πάρει.
Όλοι κοιτούσαν σιωπηλοί
να δουν αν η γέννα πήγαινε καλά
όλοι πλύναν τα χέρια τους
για ν' αγγίξουν το μοναδικό που έφτασε απ' τον Ουρανό
κι όλες οι γυναίκες ήταν ακίνητες και τρομαγμένες.
Όμως όταν αναδύθηκα
απ' το μέρος που μ' έκρυψες τόσον καιρό
αμέσως τράβηξα την πρώτη μου ανάσα
αμέσως ξεφώνισες χαρούμενα.
το πρώτο φιλί ήταν της γιαγιάς μου.
Και με πήγε αμέσως στο μέρος
όπου με φύλαξεν, κρυμμένον.
κανένας δε μπορούσε να μπει στην κάμαρά μου
γιατί καθένας μύριζε άσχημα
κι εγώ ολόδροσος, δροσερός
ανασαίνοντας ελαφρά, τυλιγμένος στις φασκιές μου.
Όμως η γιαγιά, που 'μοιαζε για τρελή,
κοίταζε συνέχεια και ξανακοίταζε
γιατί οι μύγες ήρθαν κοντά μου
και τα κουνούπια με βασάνισαν.
ο Θεός πάλι που με κοίταξε από ψηλά
ήταν της γριάς γιαγιάς μου φίλος.

Μετάφραση: Αλ. Τραγιανού
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

Η μητέρα-ΝΤΑΜΑΣΟ ΑΛΟΝΣΟ

Μη μου λες
πως είσαι γεμάτη ρυτίδες, πως είσαι γεμάτη από νύστα,
πως σου έχουν πέσει τα δόντια,
πως πια δεν μπορείς με τα φτωχά σου πρησμένα κουπιά,
παραμορφωμένα από των ρευματισμών το δηλητήριο.

Δεν πειράζει, μητέρα, δεν πειράζει,
Εσύ είσαι πάντα νέα,
είσαι ένα κοριτσάκι,
είσαι 11 ετών.
Ω, ναι εσύ είσαι για μένα αυτό: ένα αθώο κοριτσάκι.

Και θα δεις ότι είναι αλήθεια αν βυθιστείς σε εκείνα τα αργά
νερά, σ’ εκείνα τα ισχυρά νερά,
που σε έχουν φέρει σε αυτή την έρημη όχθη.
Βυθίσου, κολύμπα κόντρα στο ρεύμα, κλείσε τα μάτια,
κι όταν θα φτάσεις, περίμενε εκεί τον γιο σου.
Γιατί κι εγώ θα βυθιστώ στην παλιά παιδικότητα μου,
αλλά τα νερά που θα πρέπει να υπερβώ σχεδόν μέχρι τη πηγή,
είναι πολύ πιο ισχυρά, είναι νερά θολά, σαν από αίμα βαμμένα.
Άκουσέ τα, μες απ’ το όνειρό σου, πως βρυχώνται,
πόσο θέλουν να παρασύρουν τον φτωχό κολυμβητή.
! Τον φτωχό κολυμβητή που βουτά και καταδύεται σ’ εκείνη τη θάλασσα
την αλμυρή από την ανάμνηση!

... Τώρα δες: Φτάσαμε πια.
Δεν είναι ένα θαύμα που και οι δυο να έχουμε αράξει
σ’ αυτή την καταπληκτική όχθη της παιδικής μας ηλικίας;
Ναι, έτσι είναι φορές που αγκυροβολούν την ίδια μέρα στο
Λιμάνι της Σιγκαπούρης δύο πλοία,
και το ένα έρχεται από την Νέα Ζηλανδία, το άλλο από τη Βρέστη.
Έτσι έχουμε φτάσει οι δυο μας, τώρα, μαζί.
Κι αυτή είναι η μοναδική πραγματικότητα, η μοναδική θαυμαστή πραγματικότητα:
πως εσύ είσαι ένα κορίτσι και εγώ ένα αγόρι.

Το βλέπεις, μητέρα;
Μην ξεχάσεις ποτέ πως όλα τα υπόλοιπα είναι ψέμα,
πως αυτό μόνο είναι η αλήθεια, η μοναδική αλήθεια.
Αλήθεια, η καλοφτιαγμένη κοτσίδα σου, ίδια με εκείνων των κοριτσιών
που τώρα δα χτενίστηκαν,
η κοτσίδα σου, που σε αυτή δείχνουν τόσο όμορφα τα γυαλιστερά
κύματα της πλέξης,
Η κοτσίδα σου, που στην άκρη της κρέμεται, απίθανο, ένα μικρό
φιογκάκι κόκκινο
αλήθεια, οι γαλάζιες σου κάλτσες, με λευκά δαχτυλίδια, κι οι δαντέλες
από το μεσοφόρι σου που προβάλλουν κάτω από τη φούστα
αλήθεια, το χαρούμενο προσωπάκι σου, ροδοκοκκινισμένο, και η θλίψη
των ματιών σου.
(Α, γιατί βρίσκεται πάντα η θλίψη στο βάθος της χαράς)
Και προς τα που πας τώρα; Πηγαίνεις στο σχολείο;

Α!, μικρή μου, μητέρα,
θα σου κάνω τον οδηγό,
θα σε υπερασπίζομαι ιπποτικά, από όλες τις βαναυσότητες των
συντρόφων μου,
θα σου φέρνω λουλούδια,
θα ανεβαίνω στους φράχτες για να σου μαζεύω τα μούρα τα πιο μαύρα,
τα πιο γεμάτα από χυμούς,
θα σου φέρνω γρύλους αληθινούς, από εκείνους που το τρίξιμο τους είναι σαν
ένα χτύπημα από καμπανούλες ασημένιες.
Τι ευτυχισμένοι και οι δυο, στην άκρη του ποταμού, τώρα που θα
είναι καλοκαίρι!

Στο δικό μας διάβα πάνε πηδώντας βατράχια πράσινα,
πάνε πηδώντας, πάνε πηδώντας στο νερό τα πράσινα βατράχια:
είναι σαν ένα νήμα συνεχές από βατράχια πράσινα,
που θα στρίφωναν την όχθη, τρυπώνοντας την όχθη με
το ποτάμι.
Ω! τι ευτυχισμένοι οι δυο μαζί, μόνοι αυτό το πρωινό!
Βλέπεις: υπάρχουν ακόμα δροσοσταλιές της νύχτας φοράμε τα παπούτσια
γεμάτα από εκθαμβωτικές σταγονίτσες.

Ή είναι που προτιμάς εγώ να είμαι ο μικρός αδελφούλης σου;
Ναι το προτιμάς!
Θα είμαι ο μικρός σου αδελφούλης, μικρή μου, αδελφή μου,
Μητέρα μου.
Είναι τόσο εύκολο!
Θα σταματήσουμε μια στιγμή στη μέση του δρόμου,
για να μου σηκώσεις τα παντελόνια,
και για να μου φυσήξεις τη μύτη , που μου λείπει πολύ
(γιατί τώρα κλαίω ναι, γιατί αυτή τη στιγμή κλαίω).

Όχι. Όχι δεν πρέπει να κλαίω γιατί είμαστε στο δάσος.
Εσύ ήδη γνωρίζεις της απολαύσεις του δάσους (τις γνωρίζεις από
τα παραμύθια,
γιατί εσύ δε χρειάστηκε ποτέ να βρεθείς σ’ ένα δάσος,
ή τουλάχιστον δεν έχεις βρεθεί ποτέ σε αυτή την απολαυστική
μοναξιά, με τον αδελφούλη σου).
Κοίτα, εκείνη την ξανθή φλόγα, που ταχύτατα χτυπάει
τα κλαριά των πεύκων,
εκείνη η φλόγα που σαν ακτίνα αφήνεται να πέσει στο πάτωμα,
Και που τώρα με ένα σάλτο πηδάει στον ώμο μου,
δεν είναι φωτιά, δεν είναι φλόγα, είναι ένας σκίουρος.
Μην αγγίζεις, μην αγγίζεις εκείνο το μικρό κόσμημα, μην αγγίζεις εκείνα τα διαμάντια!
Τι λάμψεις φωτιάς δίνουν, από το πράσινο το πιο καθαρό, από το πιο θλιμμένο
και αγνό κίτρινο, από το λευκό το δημιουργό, από το πιο τραυματικό
λευκό!
Όχι, μην το αγγίζεις: είναι ένας ιστός αράχνης, γεμάτος από
σταγόνες δροσιάς.
Κι εκείνη η αίσθηση που τώρα έχεις μιας απουσίας
αόρατη, σαν μια θλιμμένη ομορφιά, εκείνος ο ρυθμικός
κι ελαφρύς ψίθυρος από πόδια μακρινά, εκείνο το κενό, εκείνο το
ξαφνικό προμήνυμα του δάσους,
είναι η φυγή των ζαρκαδιών. Δεν έχεις δει ποτέ ζαρκάδια σε φυγή;
Τα θαύματα του δάσους! Α, είναι αμέτρητα
Ποτέ δε θα μπορούσες να τα δείξεις όλα, θα είχαμε για μια ολόκληρη ζωή ...

...για μια ολόκληρη ζωή. Kοίταξα, ξαφνικά, και είδα
το όμορφο πρόσωπό σου γεμάτο από ρυτίδες,
τη βραδύτητα από τα αγαπημένα παραμορφωμένα χέρια σου,
και τα κουρασμένα μάτια σου γεμάτα με δάκρυα που τρέμουν.
Μητέρα μου, μην κλαις: ζήσε μου πάντα στο όνειρο.
Ζήσε, ζήσε μου πάντα απούσα από τα χρόνια σου, από το βρώμικο εχθρικό
κόσμο, του ανδρικού εγωισμού μου, των
σκληρών μου λέξεων.
Κοιμήσου ελαφρά σε εκείνο το θαυμαστό δάσος της
αθωότητάς σου,
σ’ αυτό το δάσος που δημιούργησαν μαζί η αθωότητά σου
και ο θρήνος μου
Άκου, άκου εκεί πάντα πως σου σφυρίζει τις νέες μελωδίες,
Ο γιος σου, ο αδελφούλης σου για να σου γλυκάνει το ύπνο.

Μην φοβάσαι, μητέρα. Κοίτα, μια μέρα τέτοια εκείνο το γλυκό
όνειρο σου θα σου γίνει ξαφνικά πιο βαθύ και πιο διαυγές.
Πάντα στο δάσος του πρώτου πρωινού, πάντα
στο δικό μας δάσος.
Αλλά τώρα πια θα είναι οι σκίουροι, χαριτωμένοι, φλόγες γρήγορες,
φλογίτσες της αλήθειας
Και οι ιστοί της αράχνης, ουράνιοι πολύτιμοι λίθοι
και η φυγή των ζαρκαδιών, απόδραση αιώνια των αστεριών
προς αναζήτηση του Θεού.
Και εγώ θα συνεχίζω να σου γλυκαίνω το σκοτεινό ύπνο, θα συνεχίζω
να σου τραγουδώ.
Θ’ ακούσεις την κρυμμένη μουσική, τη μουσική που διέπει το σύμπαν.
Και εκεί στο όνειρο σου, μητέρα, θα πιστέψεις πως είναι ο γιος σου αυτός
που την στέλνει. Ίσως να είναι αλήθεια: πως μία καρδιά
είναι αυτό που κινεί τον κόσμο.
Μητέρα, μη φοβάσαι. Γλυκά νανουρισμένη, θα κοιμηθείς στο
δάσος, τον πιο βαθύ ύπνο.
Περίμενε με στο όνειρό σου. Περίμενε εκεί τον γιο σου, μητέρα μου.

Πηγή: http://www.stixoi.info/

Η μητέρα μου-ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

Αλίμονο, η Μητέρα μου με γκρεμίζει.
Και είχα στηρίξει πέτρα την πέτρα
και είχα σταθεί σαν μικρό σπίτι,
που γύρω του μεγάλη χορεύει η μέρα·
και μόνος.
Τώρα έρχεται η Μητέρα, με γκρεμίζει.
Με γκρεμίζει μόνο που έρχεται και που κοιτάζει.
Δεν βλέπει πως κάποιος χτίζει εδώ.
Προχωρεί ακάθεκτη στον πέτρινό μου τοίχο, τον τρυπάει.
Αλίμονο, η ίδια μου η Μητέρα με γκρεμίζει.
Τα πουλιά ελαφραίνουν το πέταγμά τους γύρω μου·
τα ξένα σκυλιά ξέρουν: να ποιος είναι.
Η Μητέρα μου μόνο δε γνωρίζει
το πρόσωπό μου που αργά έχει μεγαλώσει.
Από εκείνη δε φύσηξε ποτέ ζεστό αεράκι πάνω μου·
εκεί που ζει άνεμοι δεν υπάρχουν.
Ψηλά σ’ ένα δωμάτιο της καρδιάς κοιμάται,
και κάθε μέρα ο Χριστός έρχεται και την πλένει.

Πηγή: http://www.stixoi.info/

Η καρδιά της μάνας -ΖΑΝ ΡΙΣΠΕΝ

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.

- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Διόσκουροι

 

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.politeianet.gr/

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;