Σαν σήμερα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 έριξε αυλαία η πικρή ζωή του Ρώμου Φιλύρα στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο, όπου νοσηλευόταν τα τελευταία έτη της ζωής του. Θ' ακούσουμε τρία μελοποιημένα ποιήματά του!
Δεν είχα γόητρο ψυχή και νου ι
Ποίηση: ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
Μουσική: ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ
Ερμηνεία: ΛΙΖΕΤΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ
Δεν είχα γόητρο ψυχή και νου
να κλείσω στο τραγούδι την ιδέα,
την είχε δώσει ο θεός αλλού
τη θεία φωτιά σε γνήσιο Προμηθέα.
Ό,τι κι αν είπα πήγε κουτουρού
ό,τι λάξεψα δεν πήρε θέα υπερκόσμια.
Ό,τι κι αν είπα το είδαν και πρωτού
το ακούσαν σε παλιά μορφή και νέα.
Δεν είχα γόητρο ψυχή και νου
να κλείσω στο τραγούδι την ιδέα,
την είχε δώσει ο θεός αλλού
τη θεία φωτιά σε γνήσιο Προμηθέα.
Δεν είχα γόητρο ψυχή και νου.
να κλείσω στο τραγούδι την ιδέα,
την είχε δώσει ο θεός αλλού
τη θεία φωτιά σε γνήσιο Προμηθέα.
Ό,τι κι αν είπα πήγε κουτουρού
ό,τι λάξεψα δεν πήρε θέα υπερκόσμια.
Ό,τι κι αν είπα το είδαν και πρωτού
το ακούσαν σε παλιά μορφή και νέα.
Δεν είχα γόητρο ψυχή και νου
να κλείσω στο τραγούδι την ιδέα,
την είχε δώσει ο θεός αλλού
τη θεία φωτιά σε γνήσιο Προμηθέα.
Δεν είχα γόητρο ψυχή και νου.
Οι ερχόμενες
Ποίηση : ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
Μουσική: ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ
Ερμηνεία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ
Ν`ανοιγοκλείνει η κουρτίνα και πίσω να φεύγουν,
να`ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν`ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.
Μαζί μ` εκείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες την αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ`όνειρο και με πανέρια στον ώμο.
Στο γλυκολάλο τ`αέρι, ανεμίζει και φέρνει
τα προσωπάκια τους όλα, γλυκά, ροδισμένα,
είναι ξανθές και μελάχρες, λαχτάρα τις παίρνει
γι`αυτά τα μάτια μας σε γλυκό δάκρυ λουσμένα.
Θα μπουν μαζί και θ`απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ`αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.
Κι όπως η βάρκα, το κύμα μες στο μαϊστράλι,
όπως σαλεύουν να φτάσουν, ν`αγγίσουν στο μώλο,
έτσι τις σέρνει σε μένα, κοντά στ`ακρογιάλι,
έν`αεράκι, ν`αδειάσει το τσούρμο τους όλο.
Να ξεχωρίσουνε τέλος τα σώματα εμπρός μου
απ`την ανοιγμένη κουρτίνα στήλες να προβάλλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέτες, χωρίς ν`αμφιβάλλουν.
Κι όλο να τρέμει η κουρτίνα, κοντά στο φεγγίτη,
όλο ν`αμπώχνουν οι πρώτες, λαχτάρα να ιδούνε,
ναν τις ιδώ να γεμίζουνε τέλος το σπίτι,
να μη χωρούν και να μείνουν και στην αυλή να μιλάνε.
Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ`αλλάζουν,
πάρ`τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, αλιά μου .
Ολα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.
Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των.
Είχα φυλάξει βαθιά μου μονάχα τη χάρη,
μονάχα τ`όνειρο δεν ονειρεύομαι τώρα;
Χωρίς ν`αφήνουν κανέναν ίσκιο κι αχνάρι,
τις είχα ιδεί να μου φέρνουν περίσσια τα δώρα.
να`ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν`ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.
Μαζί μ` εκείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες την αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ`όνειρο και με πανέρια στον ώμο.
Στο γλυκολάλο τ`αέρι, ανεμίζει και φέρνει
τα προσωπάκια τους όλα, γλυκά, ροδισμένα,
είναι ξανθές και μελάχρες, λαχτάρα τις παίρνει
γι`αυτά τα μάτια μας σε γλυκό δάκρυ λουσμένα.
Θα μπουν μαζί και θ`απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ`αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.
Κι όπως η βάρκα, το κύμα μες στο μαϊστράλι,
όπως σαλεύουν να φτάσουν, ν`αγγίσουν στο μώλο,
έτσι τις σέρνει σε μένα, κοντά στ`ακρογιάλι,
έν`αεράκι, ν`αδειάσει το τσούρμο τους όλο.
Να ξεχωρίσουνε τέλος τα σώματα εμπρός μου
απ`την ανοιγμένη κουρτίνα στήλες να προβάλλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέτες, χωρίς ν`αμφιβάλλουν.
Κι όλο να τρέμει η κουρτίνα, κοντά στο φεγγίτη,
όλο ν`αμπώχνουν οι πρώτες, λαχτάρα να ιδούνε,
ναν τις ιδώ να γεμίζουνε τέλος το σπίτι,
να μη χωρούν και να μείνουν και στην αυλή να μιλάνε.
Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ`αλλάζουν,
πάρ`τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, αλιά μου .
Ολα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.
Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των.
Είχα φυλάξει βαθιά μου μονάχα τη χάρη,
μονάχα τ`όνειρο δεν ονειρεύομαι τώρα;
Χωρίς ν`αφήνουν κανέναν ίσκιο κι αχνάρι,
τις είχα ιδεί να μου φέρνουν περίσσια τα δώρα.
Δεν ήτανε να γίνω
Ποίηση: ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
Μουσική: ΑΔΡΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ερμηνεία: ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ονειρευτεί.
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ονειρευτεί.