Σαν σήμερα, στις 3 Σεπτεμβρίου 2016 έφυγε βιαστικά ο Θάνος Ανεστόπουλος. Θα τον θυμηθούμε μέσα από τέσσερα ποιήματα μελοποιημένα από τον ίδιο!
Μια γυναίκα
Ποίηση: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες -
ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω γι' αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου
το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά,
που είναι κάτι περισσότερο κι απ' την ίδια την ανάμνησή της.
Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες -
ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω γι' αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου
το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά,
που είναι κάτι περισσότερο κι απ' την ίδια την ανάμνησή της.
Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
Σαν πεθάνω
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.
Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.
Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.
Αλλάζω σκακιέρα
Ποίηση: ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ζητάνε, ζητάν’, ζητάν’, ζητούν ξανά από μένα
Ο Σκλάβος της Σάρκας τους να γίνω
Ζητούν, ζητούν, ζητούν και απαιτούν και πάλι
Ανήμπορος να σέρνομαι, τρελός, σε μαύρο χάλι
Σαλός, χαμένος στο βυθό, αδιάκοπα να πίνω
Βότκα, ουίσκι, τεκίλα, τζιν, λευκό και κόκκινο οίνο
Μου λεν’, μου λεν’, μου λεν’, μου λένε να χωθώ
Σε μαύρου ονείρου τα μελανά τα νέφη
Σε λαβυρίνθους σκοτεινούς, φαντάσματα γεμάτους
Σε εφιάλτες ζοφερούς που απλώνουν τη σκιά τους
Εκεί που πόλεις καίγονται και σφάζονται τα βρέφη
Άγαλμα σκιάχτρο να με στήσουνε, να μου βαρούν το ντέφι
Μα όχι, δεν στέργω πια τα μαύρα να φοράω
Όχι, πάντα ΔΙΑΦΑΝΟΣ, ΓΑΡΥΦΑΛΟΣ, και ΚΡΙΝΟΣ
Και Έβρος και Πηνειός και Δούναβης και Ρήνος
Γήινος πάντα και γερός και χθόνιος να χωράω
Και στ’ ουρανού την απλωσιά μα και στην κάμαρά μου
Δικά μου πια τα γέλια μου, δικά μου τα δάκρυά μου΄
Ο Σκλάβος της Σάρκας τους να γίνω
Ζητούν, ζητούν, ζητούν και απαιτούν και πάλι
Ανήμπορος να σέρνομαι, τρελός, σε μαύρο χάλι
Σαλός, χαμένος στο βυθό, αδιάκοπα να πίνω
Βότκα, ουίσκι, τεκίλα, τζιν, λευκό και κόκκινο οίνο
Μου λεν’, μου λεν’, μου λεν’, μου λένε να χωθώ
Σε μαύρου ονείρου τα μελανά τα νέφη
Σε λαβυρίνθους σκοτεινούς, φαντάσματα γεμάτους
Σε εφιάλτες ζοφερούς που απλώνουν τη σκιά τους
Εκεί που πόλεις καίγονται και σφάζονται τα βρέφη
Άγαλμα σκιάχτρο να με στήσουνε, να μου βαρούν το ντέφι
Μα όχι, δεν στέργω πια τα μαύρα να φοράω
Όχι, πάντα ΔΙΑΦΑΝΟΣ, ΓΑΡΥΦΑΛΟΣ, και ΚΡΙΝΟΣ
Και Έβρος και Πηνειός και Δούναβης και Ρήνος
Γήινος πάντα και γερός και χθόνιος να χωράω
Και στ’ ουρανού την απλωσιά μα και στην κάμαρά μου
Δικά μου πια τα γέλια μου, δικά μου τα δάκρυά μου΄
Κλόουν
Ποίηση: ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τούτο τον χρόνο αγάπη μου λέω να λησμονήσω
δεν ήτανε το νόημά σου μια χούφτα κουρνιαχτός
κι εγώ ένας κλόουν λέω λοιπόν στη θλίψη μιας νυχτός
μ’ ένα τριαντάφυλλο νεκρό να σ’ αποχαιρετίσω
Θα φύγω οι δήθεν φίλοι μου, τ’ απολωλότα φίδια
Ω, ξέρω θα με ειρωνευτούν τι λόξα πάλι αυτή
σαρκαστική κι εφήμερη καθώς θα 'χω βαφτεί
μια προστυχιά τα χείλη μου μια κοροϊδία τα φρύδια
Κλόουν το δράμα ο δαίμονας μέσα μου μέσα μου θα το παίξει
καθώς θα γέρνω μυστικά στις φρίκες του κενού
καρικατούρα τραγική με ραγισμένο νου
και την τιμή μου αφ’ υψηλού μη στάξει και μην βρέξει
Σε τσίρκο ανισόρροπον, δυσνόητη παλλάδα
θα μ’ αγκαλιάσουν είδωλο φαιδροί κ’ υποκριτές
οι φίλοι μου αναίσχυντοι, της τρέλας μου εραστές
σ’ αποκριάτικη πομπή γύρω μου αράδα αράδα
Κι εγώ μαζί τους συρφετός με ύφος ξιπασμένο
και με μια χάρτινη καρδιά σκισμένη σαν πληγή
θα πάρω σβάρνα αγάπη μου παράφρονη τη γη
με εκείνο το τριαντάφυλλο στ’ αυτί μου κρεμασμένο.
δεν ήτανε το νόημά σου μια χούφτα κουρνιαχτός
κι εγώ ένας κλόουν λέω λοιπόν στη θλίψη μιας νυχτός
μ’ ένα τριαντάφυλλο νεκρό να σ’ αποχαιρετίσω
Θα φύγω οι δήθεν φίλοι μου, τ’ απολωλότα φίδια
Ω, ξέρω θα με ειρωνευτούν τι λόξα πάλι αυτή
σαρκαστική κι εφήμερη καθώς θα 'χω βαφτεί
μια προστυχιά τα χείλη μου μια κοροϊδία τα φρύδια
Κλόουν το δράμα ο δαίμονας μέσα μου μέσα μου θα το παίξει
καθώς θα γέρνω μυστικά στις φρίκες του κενού
καρικατούρα τραγική με ραγισμένο νου
και την τιμή μου αφ’ υψηλού μη στάξει και μην βρέξει
Σε τσίρκο ανισόρροπον, δυσνόητη παλλάδα
θα μ’ αγκαλιάσουν είδωλο φαιδροί κ’ υποκριτές
οι φίλοι μου αναίσχυντοι, της τρέλας μου εραστές
σ’ αποκριάτικη πομπή γύρω μου αράδα αράδα
Κι εγώ μαζί τους συρφετός με ύφος ξιπασμένο
και με μια χάρτινη καρδιά σκισμένη σαν πληγή
θα πάρω σβάρνα αγάπη μου παράφρονη τη γη
με εκείνο το τριαντάφυλλο στ’ αυτί μου κρεμασμένο.