Σαν σήμερα, στις 3 Μαΐου 2021 έφυγε ο σημαντικός λογοτέχνης, κριτικός, μεταφραστής, εκδότης Κώστας Γ. Παπαγεωργίου. Θ' ακούσουμε πέντε μελοποιημένα ποιήματά του από τον Νίκο Τάτση και τον Χάρη Κατσιμίχα!
Ο σαραντάπηχος
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μουσική: ΝΙΚΟΣ ΤΑΤΣΗΣ
Ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ & ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
Συν τρεις βαστούν τα πόδια του, συν δέκα το κορμί του.
Θροΐζουνε τα βλέφαρα και δροσερεύει η νύχτα
και στην ανάσα του θαρρείς λυγίζουν κυπαρίσσια.
Οι άλλοι έχουνε το βλέφαρο, το βλέφαρο από μέταλλο.
Στου σαραντάπηχου το μνήμα λουλούδια τώρα δεν ανθούνε,
μόνο ένα τόσο δα κρινάκι λιπόθυμο στο χώμα γέρνει.
Στου σαραντάπηχου το μνήμα τριγύρω κλαίνε παλληκάρια,
μαύρη φωτιά το χρώμα τους, κόκκινη η φορεσιά τους.
Συν δυο και τρεις μονολογούν, συν πέντε καταριούνται,
τον που τους πήρε τη φωνή, τον που τους πήρε το αίμα.
Θροΐζουνε τα βλέφαρα και δροσερεύει η νύχτα
και στην ανάσα του θαρρείς λυγίζουν κυπαρίσσια.
Οι άλλοι έχουνε το βλέφαρο, το βλέφαρο από μέταλλο.
Στου σαραντάπηχου το μνήμα λουλούδια τώρα δεν ανθούνε,
μόνο ένα τόσο δα κρινάκι λιπόθυμο στο χώμα γέρνει.
Στου σαραντάπηχου το μνήμα τριγύρω κλαίνε παλληκάρια,
μαύρη φωτιά το χρώμα τους, κόκκινη η φορεσιά τους.
Συν δυο και τρεις μονολογούν, συν πέντε καταριούνται,
τον που τους πήρε τη φωνή, τον που τους πήρε το αίμα.
Τα όνειρά του
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μουσική: ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Ερμηνεία: ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
Φωνητικά: ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Τα όνειρά του βλέπει να πνίγονται
απαθής.
Στέκεται εκεί με τα χέρια στις τσέπες
και παρακολουθεί τον καταποντισμό τους.
Στέκεται εκεί ακίνητος και βλέπει
σχεδόν ευτυχισμένος τον πνιγμό τους.
Στέκεται εκεί και παρακολουθεί
τελείως απαθής.
Σκοινί δεν έχει να τους ρίξει
ούτε σωσίβιο, ούτε σανίδα σωτηρίας.
Στέκεται εκεί με τα χέρια στις τσέπες
και παρακολουθεί τον καταποντισμό τους.
Στέκεται εκεί ακίνητος και βλέπει
σχεδόν ευτυχισμένος τον πνιγμό τους.
Στέκεται εκεί και παρακολουθεί
τελείως απαθής.
Όμως αν το σκεφτείς είναι παρηγοριά
να μένεις επιτέλους δίχως όνειρα
γιατί είναι σ’ όλους μας γνωστό ότι τα όνειρα
έχουν αδιάκοπα μια τάση να ναυαγούν.
Να ναυαγούν.
Και είσαι εσύ, πάντα εσύ
που πρέπει να τα διασώζεις.
απαθής.
Στέκεται εκεί με τα χέρια στις τσέπες
και παρακολουθεί τον καταποντισμό τους.
Στέκεται εκεί ακίνητος και βλέπει
σχεδόν ευτυχισμένος τον πνιγμό τους.
Στέκεται εκεί και παρακολουθεί
τελείως απαθής.
Σκοινί δεν έχει να τους ρίξει
ούτε σωσίβιο, ούτε σανίδα σωτηρίας.
Στέκεται εκεί με τα χέρια στις τσέπες
και παρακολουθεί τον καταποντισμό τους.
Στέκεται εκεί ακίνητος και βλέπει
σχεδόν ευτυχισμένος τον πνιγμό τους.
Στέκεται εκεί και παρακολουθεί
τελείως απαθής.
Όμως αν το σκεφτείς είναι παρηγοριά
να μένεις επιτέλους δίχως όνειρα
γιατί είναι σ’ όλους μας γνωστό ότι τα όνειρα
έχουν αδιάκοπα μια τάση να ναυαγούν.
Να ναυαγούν.
Και είσαι εσύ, πάντα εσύ
που πρέπει να τα διασώζεις.
Παπαρούνα
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μουσική: ΝΙΚΟΣ ΤΑΤΣΗΣ
Ερμηνεία: ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ
Από παπαρούνα, από παπαρούνα,
ο άνεμος κοιμάται,
από παπαρούνα, από παπαρούνα,
από παπαρούνα, ο άνεμος κοιμάται.
Από γύ- από γύρη παπαρούνας,
πήρε η αγάπη μου κι έγειρε να κοιμηθεί,
με μαξιλαράκι τα κύματα
κι όλων των πνιγμένων τα κρίματα,
με μαξιλαράκι τα κύματα
κι όλων των πνιγμένων τα κρίματα.
Από παπαρούνα, από παπαρούνα,
ο άνεμος κοιμάται.
Πάνω στο- στο γαλάζιο της το σώμα,
τώρα, παίζουνε και χορεύουν τα παιδιά,
πιάνω να την ντύσω, δεν ντύνεται
και να τη φιλήσω, δε γίνεται,
πιάνω να την ντύσω, δεν ντύνεται
και να τη φιλήσω, δε γίνεται.
Από παπαρούνα, από παπαρούνα,
ο άνεμος κοιμάται,
από παπαρούνα, από παπαρούνα,
από παπαρούνα, ο άνεμος κοιμάται.
ο άνεμος κοιμάται,
από παπαρούνα, από παπαρούνα,
από παπαρούνα, ο άνεμος κοιμάται.
Από γύ- από γύρη παπαρούνας,
πήρε η αγάπη μου κι έγειρε να κοιμηθεί,
με μαξιλαράκι τα κύματα
κι όλων των πνιγμένων τα κρίματα,
με μαξιλαράκι τα κύματα
κι όλων των πνιγμένων τα κρίματα.
Από παπαρούνα, από παπαρούνα,
ο άνεμος κοιμάται.
Πάνω στο- στο γαλάζιο της το σώμα,
τώρα, παίζουνε και χορεύουν τα παιδιά,
πιάνω να την ντύσω, δεν ντύνεται
και να τη φιλήσω, δε γίνεται,
πιάνω να την ντύσω, δεν ντύνεται
και να τη φιλήσω, δε γίνεται.
Από παπαρούνα, από παπαρούνα,
ο άνεμος κοιμάται,
από παπαρούνα, από παπαρούνα,
από παπαρούνα, ο άνεμος κοιμάται.
Τρία βουνά
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μουσική: ΝΙΚΟΣ ΤΑΤΣΗΣ
Ερμηνεία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ
Τρία βουνά με κρύβουν από σένα
τρία ψηλά βουνά
κι από τα μάτια σου τα παραπονεμένα
τρία ψηλά βουνά.
Ποτάμι από τα δάκρυά μου
θα φτιάξω να σε φτάσω
καρδούλα μου γλυκιά.
Τρία βουνά τα αναθεματισμένα
τρία ψηλά βουνά
κι όταν ρωτώ να μα να μάθω για τα σένα
κανείς δε μου μιλά.
Ποτάμι από τα δάκρυά μου
θα φτιάξω να σε φτάσω
καρδούλα μου γλυκιά.
τρία ψηλά βουνά
κι από τα μάτια σου τα παραπονεμένα
τρία ψηλά βουνά.
Ποτάμι από τα δάκρυά μου
θα φτιάξω να σε φτάσω
καρδούλα μου γλυκιά.
Τρία βουνά τα αναθεματισμένα
τρία ψηλά βουνά
κι όταν ρωτώ να μα να μάθω για τα σένα
κανείς δε μου μιλά.
Ποτάμι από τα δάκρυά μου
θα φτιάξω να σε φτάσω
καρδούλα μου γλυκιά.
Τα έπιπλα
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μουσική: ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Ερμηνεία: ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
Φωνητικά: ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ & ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή
ακίνητα απ’ τη θέση τους σε παρακολουθούν,
ακίνητα, ακίνητα σε παρακολουθούν.
Τραβούν κινήσεις, μέλη, εικόνες απ' το σώμα σου
ταΐζουνε μ' αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα,
σ’ αποστηθίζουν μέσα στη γυαλάδα τους.
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή,
τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή,
τα έπιπλα είναι υπάκουα στην αρχή.
Όσο περνάει ο καιρός τα έπιπλα αγριεύουνε
ξυπνώ τις νύχτες, τρίζουν, γαβγίζουν σαν σκυλιά,
τα έπιπλα αγριεύουνε, με τον καιρό αγριεύουνε.
Ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα.
Η μνήμη τους κοιμάται πράσινη παντού,
ξυπνάει όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος,
όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος.
ακίνητα απ’ τη θέση τους σε παρακολουθούν,
ακίνητα, ακίνητα σε παρακολουθούν.
Τραβούν κινήσεις, μέλη, εικόνες απ' το σώμα σου
ταΐζουνε μ' αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα,
σ’ αποστηθίζουν μέσα στη γυαλάδα τους.
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή,
τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή,
τα έπιπλα είναι υπάκουα στην αρχή.
Όσο περνάει ο καιρός τα έπιπλα αγριεύουνε
ξυπνώ τις νύχτες, τρίζουν, γαβγίζουν σαν σκυλιά,
τα έπιπλα αγριεύουνε, με τον καιρό αγριεύουνε.
Ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα.
Η μνήμη τους κοιμάται πράσινη παντού,
ξυπνάει όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος,
όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος.