Σαν σήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου 1974 έφυγε από τη ζωή ο λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης. Θ'ακούσουμε πέντε μελοποιημένα ποιήματά του!
Η μπαλάντα του Αντρίκου
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
Ο μπαρμπα-Θάνος
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
Ερμηνεία: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΥΠΗΡΙΔΗΣ
Σαν ήρθε η ώρα να πεθάνω
έλα κοντά μου μπάρμπα θάνο
δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι
ξέχειλο κι είναι το στερνό
άνοιξε και το παραθύρι
να μπει το φως το βραδινό
να μπει το φως το βραδινό
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα
πλούσιο κι αφέντη προσκυνούσα
μα τώρα που 'χω πια πεθάνει
το θέλημά σου σεβαστό
του Παραδείσου που μου κάνει
άνοιξ’ την πόρτα δεν βαστώ
άνοιξ’ την πόρτα δεν βαστώ
έλα κοντά μου μπάρμπα θάνο
δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι
ξέχειλο κι είναι το στερνό
άνοιξε και το παραθύρι
να μπει το φως το βραδινό
να μπει το φως το βραδινό
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα
πλούσιο κι αφέντη προσκυνούσα
μα τώρα που 'χω πια πεθάνει
το θέλημά σου σεβαστό
του Παραδείσου που μου κάνει
άνοιξ’ την πόρτα δεν βαστώ
άνοιξ’ την πόρτα δεν βαστώ
Οι πόνοι της Παναγιάς
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
Ερμηνεία: ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ’ άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα 'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ’ άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα 'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν
Το πέρασμά σου
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΟΣ
Ερμηνεία: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.
Ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλη η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασχαλιά.
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι η Πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει!
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.
Ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλη η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασχαλιά.
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι η Πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει!
Η Μάνα του Χριστού
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αυξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Α! πώς είχα σα μάνα κι' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει
κι' από δόξες αλάργα κι' αλάργα από μίση!
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι' ο νους με τα μάτια να βλέπει. . .
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεφτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι' ακόμα
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι 'πες «Να με!»
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αυξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Α! πώς είχα σα μάνα κι' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει
κι' από δόξες αλάργα κι' αλάργα από μίση!
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι' ο νους με τα μάτια να βλέπει. . .
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεφτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι' ακόμα
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι 'πες «Να με!»
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!