Σαν σήμερα, στις 14 Φεβρουαρίου 1884 γεννήθηκε ο Κώστας Βάρναλης. Θ'ακούσουμε πέντε μελοποιημένα ποιήματά του. Στην ερμηνεία ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Θωμάς Μπακαλάκος, η Μαρία Δημητριάδη, η Ισιδώρα Σιδέρη κι ο Νίκος Ξυλούρης!
Οι μοιραίοι (Απόσπασμα)
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Απαγγελία: ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Αιδώς Αργείοι
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΘΩΜΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΟΣ
Ερμηνεία: ΘΩΜΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΟΣ
Με ζήλο στα σχολειά της προδοσίας
του σάπιου αιώνα σέπεται η γενιά
χαίρονται της σκλαβιάς την ξεγνοιασιά
και τρέμουν του λαού την παρουσία.
Κι αν στα βουνά κράξ’ η τρομπέτα ανάστα
θα τρέξουν τον οχτρό να διπλαρώσουν
να ξαναδέσουν τη φτωχιά πατρίδα
κι όσοι απροσκύνητοι όλους ντουφεκίδι.
Μακρυγιάννη οι πληγές σου από τα βόλια
τρέχαν αίματα και όμπυο όλο ζωής
μα τώρα διπλοτρέχουνε πατέρα
της ψυχής σου οι πληγές από ντροπή.
του σάπιου αιώνα σέπεται η γενιά
χαίρονται της σκλαβιάς την ξεγνοιασιά
και τρέμουν του λαού την παρουσία.
Κι αν στα βουνά κράξ’ η τρομπέτα ανάστα
θα τρέξουν τον οχτρό να διπλαρώσουν
να ξαναδέσουν τη φτωχιά πατρίδα
κι όσοι απροσκύνητοι όλους ντουφεκίδι.
Μακρυγιάννη οι πληγές σου από τα βόλια
τρέχαν αίματα και όμπυο όλο ζωής
μα τώρα διπλοτρέχουνε πατέρα
της ψυχής σου οι πληγές από ντροπή.
Το τραγούδι του τρελού
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Άι! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που 'ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα
να 'χα να σας φράξω,
να 'χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να 'στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δινόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που 'ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα
να 'χα να σας φράξω,
να 'χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να 'στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δινόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.
Της εξορίας
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ
Ερμηνεία: ΙΣΙΔΩΡΑ ΣΙΔΕΡΗ
Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!
Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτη
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.
Κατάχαμ’ αρετή, μυαλό και νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα.
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό.
Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη μοίρα αυτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νευρικός απ’ την αηδία.
Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η λευτεριά και τα χασίσια.
Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!
Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να 'ρθει ο εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!
Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτη
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.
Κατάχαμ’ αρετή, μυαλό και νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα.
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό.
Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη μοίρα αυτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νευρικός απ’ την αηδία.
Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η λευτεριά και τα χασίσια.
Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!
Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να 'ρθει ο εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Ποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Μουσική: ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
Ερμηνεία: ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...