Σαν σήμερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1859 γεννήθηκε ο λογοτέχνης Γεώργιος Δροσίνης. Θ'ακούσουμε πέντε μελοποιημένα ποιήματά του!
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
Ποίηση: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Μουσική: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΣΤΗΣ
Ερμηνεία: ΑΛΙΚΗ ΚΑΓΙΑΛΟΓΛΟΥ
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...
Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...
Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να 'ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να 'ρθει...
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...
Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...
Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να 'ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να 'ρθει...
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Τι θέλω
Ποίηση: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
& ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΤΥΠΑΛΔΟΥ
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δίνεται του φεγγοηλιού τη χάρη,
θέλω να δίνω φως, από τη φλόγα μου,
κι ας είμαι ένα, κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι.
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δίνεται του φεγγοηλιού τη χάρη,
θέλω να δίνω φως, από τη φλόγα μου,
κι ας είμαι ένα, κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι.
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Η αλεπού καλόγρια
Ποίηση: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΟΚΑΡΙΝΗΣ
Ερμηνεία: ΟΙ ΓΙΟΚΑΡΙΝΑΙΟΙ
Σαν δεν είχε τι να φάει
μία αλεπού πονηρεμένη
αποφάσισε να πάει
και καλόγρια να γένει.
Τρεις κοκόροι που δεν έχουν
στο κεφάλι λίγη γνώση
την πιστεύουνε και τρέχουν
την ευχή της να τους δώσει.
Μπαίνουν μέσα στο κελί της
τους ξομολογά εκείνη
και κουνεί την κεφαλή της
και συγχώρηση τους δίνει.
Και χωρίς να χάσει ώρα
καθώς ήταν πεινασμένη
τους αρπάζει κι είναι τώρα
και οι τρεις συγχωρεμένοι.
Και η αλεπού τους κλαίει,
τους μοιρολογά και λέει:
Έτσι την παθαίνουν όσοι
έχουνε κοκόρου γνώση!
μία αλεπού πονηρεμένη
αποφάσισε να πάει
και καλόγρια να γένει.
Τρεις κοκόροι που δεν έχουν
στο κεφάλι λίγη γνώση
την πιστεύουνε και τρέχουν
την ευχή της να τους δώσει.
Μπαίνουν μέσα στο κελί της
τους ξομολογά εκείνη
και κουνεί την κεφαλή της
και συγχώρηση τους δίνει.
Και χωρίς να χάσει ώρα
καθώς ήταν πεινασμένη
τους αρπάζει κι είναι τώρα
και οι τρεις συγχωρεμένοι.
Και η αλεπού τους κλαίει,
τους μοιρολογά και λέει:
Έτσι την παθαίνουν όσοι
έχουνε κοκόρου γνώση!
Τα μάτια σου είναι θάλασσες
Ποίηση: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Μουσική: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ερμηνεία: ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΑΡΡΑ
Μια τέχνη ξέρω ν’ αγαπώ, κι αν θέλεις το καλό σου
συ που δεν ξέρεις ν’ αγαπάς πάρε με δάσκαλό σου.
Τα μάτια σου είναι θάλασσες κι αγέρας δεν τις πιάνει
χαρά στο ναύτη που θα βρει στα μάτια σου λιμάνι.
συ που δεν ξέρεις ν’ αγαπάς πάρε με δάσκαλό σου.
Τα μάτια σου είναι θάλασσες κι αγέρας δεν τις πιάνει
χαρά στο ναύτη που θα βρει στα μάτια σου λιμάνι.
Ο γκιώνης
Ποίηση: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Μουσική: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΜΠΙΟΣ
Ερμηνεία: ΡΙΤΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ'άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ’ αδελφού το λέει.
Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει , σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κανει.
Και γι' αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει...
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!
Σφαλίσανε τα μάτια σου και μένα δε θυμούνται
όλα τ’ αστέρια ξαγρυπνούν και μόνο αυτά κοιμούνται.
πρόβατα βοσκούσαν σ'άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ’ αδελφού το λέει.
Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει , σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κανει.
Και γι' αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει...
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!
Σφαλίσανε τα μάτια σου και μένα δε θυμούνται
όλα τ’ αστέρια ξαγρυπνούν και μόνο αυτά κοιμούνται.