Σαν σήμερα, στις 3 Σεπτεμβρίου 2016 έφυγε από τη ζωή ο τραγουδοποιός Θάνος Ανεστόπουλος. Θα θυμηθούμε πέντε μελοποιήσεις του σε γνωστούς ποιητές!
Νερωμένο κρασί
Ποίηση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία:ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ό,τι κι αν είχε το 'χασε: γυναίκα, βιος, παιδιά του,
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»
Έχεις χρέος
Ποίηση: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου
για το δίκιο του ανθρώπου δουλεύει·
να μισείς όποιον πάει στο χωράφι σου
και τον τίμιον ιδρώτα σου κλέβει.
Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου
του φονιά το μαχαίρι στομώνει·
να μισείς όποιον άσπλαχνα κι άνομα
των παιδιών σου το γέλιο σκοτώνει.
Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου
το σκοτάδι της νύχτας σκορπίζει·
να μισείς όποιον κλείνει τα μάτια σου,
να μη βλέπεις το φως πού ροδίζει,
Έχεις χρέος να μισείς αν αλλιώτικα
απ’ το βέβαιο χαμό δε γλιτώνεις
κι αν μ’ αυτό το θανάσιμο μίσος σου
της αγάπης το κάστρο στεριώνεις.
για το δίκιο του ανθρώπου δουλεύει·
να μισείς όποιον πάει στο χωράφι σου
και τον τίμιον ιδρώτα σου κλέβει.
Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου
του φονιά το μαχαίρι στομώνει·
να μισείς όποιον άσπλαχνα κι άνομα
των παιδιών σου το γέλιο σκοτώνει.
Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου
το σκοτάδι της νύχτας σκορπίζει·
να μισείς όποιον κλείνει τα μάτια σου,
να μη βλέπεις το φως πού ροδίζει,
Έχεις χρέος να μισείς αν αλλιώτικα
απ’ το βέβαιο χαμό δε γλιτώνεις
κι αν μ’ αυτό το θανάσιμο μίσος σου
της αγάπης το κάστρο στεριώνεις.
Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε σένα
Ποίηση: ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
Χειμώνας
Ποίηση: ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Μη με προσμένεις να 'ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη.
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι.
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αγέρας, το νεράκι.
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες.
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια.
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες.
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη.
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη.
Τα ρόδα τ’ Απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι..........
Κάποτε υπήρχε μια πηγή
που έβγαζε κρύσταλλο νερό.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη.
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι.
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αγέρας, το νεράκι.
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες.
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια.
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες.
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη.
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη.
Τα ρόδα τ’ Απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Η μοίρα μας κι οι ξένοι..........
Κάποτε υπήρχε μια πηγή
που έβγαζε κρύσταλλο νερό.
Τριζόνια
Ποίηση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυποῦν σὰν ἄρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Καὶ τὰ χρόνια
ποὺ ζοῦμε σὰν αὐτὰ χτυποῦν
καθὼς οἱ δίκαιοι σιωποῦν
σὰ νὰ μὴν εἶχαν τι νὰ ποῦν.
Κάποτε τ᾿ ἄκουσα στὸ Πήλιο
νὰ σκάβουνε γοργὰ ἕνα σπήλαιο
μέσα στὴ νύχτα άλλὰ τὸ φύλλο
τῆς μοίρας τώρα τὸ γυρίσαμε
καὶ μᾶς γνωρίσατε καὶ σᾶς γνωρίσαμε
ἀπὸ τοὺς ὑπερβόρειους ἴσαμε
τοὺς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ
ποὺ ἔχουνε σῶμα χωρὶς νοῦ
καὶ ποὺ φωνάζουν σὰν πονοῦν.
Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια.
χτυποῦν σὰν ἄρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Καὶ τὰ χρόνια
ποὺ ζοῦμε σὰν αὐτὰ χτυποῦν
καθὼς οἱ δίκαιοι σιωποῦν
σὰ νὰ μὴν εἶχαν τι νὰ ποῦν.
Κάποτε τ᾿ ἄκουσα στὸ Πήλιο
νὰ σκάβουνε γοργὰ ἕνα σπήλαιο
μέσα στὴ νύχτα άλλὰ τὸ φύλλο
τῆς μοίρας τώρα τὸ γυρίσαμε
καὶ μᾶς γνωρίσατε καὶ σᾶς γνωρίσαμε
ἀπὸ τοὺς ὑπερβόρειους ἴσαμε
τοὺς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ
ποὺ ἔχουνε σῶμα χωρὶς νοῦ
καὶ ποὺ φωνάζουν σὰν πονοῦν.
Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια.