Στις 10 Αυγούστου 1941, έφυγε ο ποιητής ,ιστορικός ελληνικής λογοτεχνίας και δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης. Ένα δικό του έργο με γλώσσα και αξίες σχέσεων άλλης εποχής, θα δούμε σήμερα! "Ο προσκυνητής"! Κυκλοφόρησε το 1907. Θα παρουσιάσουμε ακόμη ένα ποίημα που ο Κωστής Παλαμάς έγραψε την ίδια χρονιά ,για τον Ηλία Βουτιερίδη και τον "Προσκυνητή" του, με το οποίο ο μεγάλος ποιητής ουσιαστικά καλωσορίζει τον νεώτερο ομότεχνό του!
Ο προσκυνητής-ΗΛΙΑΣ ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ
33
Μες στο άγιο βήμα του σπιτιού γεμάτη Φως και Δόξα
είδα γαληνομέτωπη να στέκεται η Γυναίκα,
ωσάν γλυκειά και σεβαστή της Αθηνάς δουλεύτρα΄
γύρω της πέπλοι ανάεροι στον αργαλειό υφασμένοι
της Αρετής-την Προκοπή και την Τιμή ιστορώντας-
χάρη περίσσια σκόρπιζαν στη λαμπερή θωριά της.
Άσπρα,κάτασπρα απ'ομορφιά και μοσκομύριστα όλα
μέσα στο σπίτι απλώνανε τα μάγια της Γαλήνης
και γελαστά ύμνο ρύθμιζαν για τη Γυναίκα αξιάδας.
Πα στο κατώφλι πρόβαλε, περιχυμένος ίδρο,
Άντρας σκυφτός ΄και δίπλα του φτάνει γοργά η Γυναίκα:
"-Ήρθες καλέ μου; ακούμπησε στο χέρι μου και δως μου
το μέτωπο,τον ίδρο σου μ'ένα φιλί να μάσω."
Στου άντρα τα χείλη απλώθηκε χαμόγελο΄και μπήκε
ανίδρωτος΄και δείχτηκε ψηλή η κορμοστασιά του΄
κι όλα στο σπίτι γέλασαν της Ευτυχίας το γέλιο.
37
Μη φύγεις απ'την αγκαλιά την απλωτή της Φύσης΄
αυτού, καθώς σ'απάντησα ταξιδευτής του Ονείρου,
στάσου να δω τη ζωγραφιά της Ήβης του κόσμου όλου
κι όλο ν'αστράψει μέσα μου το φως της ομορφιάς σου.
Στάσου ν'ακούσω τους ρυθμούς, που κύματα σκορπιούνται
από το γλυκανάσασμα του θραψερού σου στήθους,
να μου αναστήσεις τους παλιούς γλυκούς σκοπούς του Αλκμάνα,
αντιλαλώντας σύψυχο της Παρθενιάς τον ύμνο.
Κ'εγώ, πιστός προσκυνητής της πλάστρας ωριοσύνης.
κόβοντας κρίνα του βουνού κι από πελώρια λεύκα
τρυγώντας ασημόφυλλα, να πλέξω αγνό στεφάνι
για να στολίσω το άγαλμα της μεστωμένης νιότης,
που στήθηκε λαμπρόφωτο μες στο Ναό της Φύσης
και δίπλα στη δροσόλαλη χρυσοπηγή της ζήσης.
Για τον «Προσκυνητή»του -ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Στον Ηλία Βουτιερίδη
Προσκυνητής ακούμπησε στης Πολιτείας την πόρτα,
δειλά χτυπάει με το ραβδί, βουβή στον ώμο η λύρα,
κυπαρισσένιο το ραβδί κι ελεφαντένια η λύρα.
«Άνοιξε, μάνα, γύρισα, βαρέθηκα τα ξένα!»
Στριγκιά φωνή αποκρίθηκε μέσ’ απ’ το καστροπόρτι: 5
«Εδώ τραγούδια δε λαλούν, εδώ βροντάν τουφέκια·
ω στερνοπαίδι του όνειρου, των έργων εδώ η μάνα».
Προσκυνητής ξεκρέμασε τη λύρα, το τραγούδι
σαν το ποτάμι φούσκωσε στης Πολιτείας την πόρτα,
κι άνοιξε η πόρτα διάπλατη, κι όχι απ’ ανθρώπου χέρι, 10
και γοργοτάραξε σεισμός κυκλώπικο το κάστρο.
Προσκυνητής μπροστά τραβάει στην Πολιτεία και μπαίνει
και το ραβδί του σκήπτρο είναι και η λύρα του κορόνα.
Του στρώνουν οι τριανταφυλλιές το δρόμο να περάσει,
και τ’ αηδονάκια τ’ Απριλιού του λένε: «Καλώς ήρθες! 15
Όπου τραγούδια δε λαλούν, σωπαίνουν τα τουφέκια.
Τα στερνοπαίδια του όνειρου, των έργων οι σποριάδες!»
1907
Πηγές: Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
http://www.greek-language.gr
& https://el.wikipedia.org