Σαν σήμερα,το 1924, η γέννηση του ποιητή Αλέξη Πάρνη. Το 1954, δυο χρόνια μετά τη δολοφονία του αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη, ο ποιητής δημοσίευσε στο ρωσικό περιοδικό "Νόβι Μιρ" ένα επικό ποίημα με πάνω από 2000 στίχους, αφιερωμένο σ'αυτόν. Προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση! Να δούμε ένα απόσπασμα!
Μπελογιάννης (Λόγος της Μάνας)-απόσπασμα -ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ
Κυματοπαίζει το παιδί στ’ ανέμελο ακρογιάλι
το γαλανό κι εκεί βουτά.
Και ξάφνου βλέπεις το σγουρό κι ατίθασο κεφάλι
να ξεπροβάλει κάπου στ’ ανοιχτά.
Ποιος άνθρωπος να τ’ άνοιξε την ατσαλένια πύλη
στης νέας πίστης το ιερό;
Πότε και πού με την ψυχή σαν έτοιμο φυτίλι
ζύγωσε της μπαρούτης το σωρό;
Ήταν πολλοί που ανέμιζαν την κόκκινη παντιέρα
στην πόλη μας από παλιά.
Κάποιος τον πήρε απ’ το σχολείο που πήγαινε, μια μέρα
για να τον πάει σ’ άλλα σχολειά.
Θυμάμαι… Κείνη τη χρονιά τριγύρω μας τη χώρα
την πνίξαν οι νεροποντές.
Και πιο πολύ την έπνιγεν η δακρυσμένη μπόρα
μες στου κοσμάκη τις ματιές.
Κυλούσαν μαύροι χείμαρροι, σκορπίσαν τη σταφίδα
που λιάζονταν στη γη.
Κι αντάμα ρούχου και ψωμιού σκορπίσαν την ελπίδα
και αφήσαν μόνο την οργή.
Κι ό,τι απ’ το ρέμα το θολό πρόφτασαν να γλιτώσουν
οι δόλιοι δουλευτές,
ήρθαν να τους το πάρουνε σαν κλέφτες όσο κι όσο
κράτος, εμπόροι δανειστές.
Γίνανε κάστρα τα χωριά, τ’ άδικο πολεμούσαν
μέχρι και τα μικρά παιδιά.
Έδωσαν κείνη τη χρονιά σ’ αίμα, δάκρυ κι αγκούσα
τη μεγαλύτερη σοδειά.
Τ’ αγώνα πρωτοκάθεδρη πήρε φωτιά κι η πόλη
κι απ’ την αντίπερη γραμμή,
οι σταυρωτές γι’ απόκριση το μαύρο δώσαν βόλι
στα στόματα που ζήταγαν ψωμί.
«Σαν πας στην Καλαμάτα…» Πώς άλλαξε κείνη η μέρα
και λόγια και ρυθμό.
Αντί μαντίλι δέσανε ματόβρεχτη παντιέρα
στου κόσμου το λαιμό.
Φοβόμουν για τον άντρα μου κι έτρεξα με τα ρίγη
της αγωνίας στην καρδιά.
Ο Νίκος δε με φόβιζε – το πρωινό είχε φύγει
να πάει σχολειό με τ’ άλλα τα παιδιά…
Και ξάφνου τριγυρίζοντας στης πόλης την αντάρα
τον είδα να μιλάει απ’ τα σκαλιά
στο πλήθος… Και ν’ ακούγονται σαν κεραυνοί τα σμπάρα
και να τον βρίζουνε του νόμου τα σκυλιά.
Πόνεσα όπως στη γέννα του, στριγγά φώναξα: «Νίκο!»
Κι ο κόσμος είχε γκρεμιστεί…
Αλλά στην τρυφερή καρδιά της μάνας είπε «Σήκω»
η μάνα του πολεμιστή,
που πρόβαλε περήφανη στην κρίσιμη την ώρα
για να με κάνει δυνατή.
Με βάφτισε συντρόφισσα… Κι έτσι από δω και τώρα,
μπήκα στ’ αγώνα το στρατί.
Πηγές: http://stithaghi.blogspot.com
& https://el.wikipedia.org