Στις 17 Αυγούστου 1944, έγινε το μπλόκο των Γερμανών και των δοσίλογων στην Κοκκινιά , όπου σκότωσαν εκατοντάδες κι αιχμαλώτισαν χιλιάδες Έλληνες . Για τη μαρτυρική περιοχή και το μπλόκο της Κοκκινιάς ,έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα- ύμνο ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος.
Η Κοκκινιά- ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Α, Κοκκινιά, πώς σμίγουν στα στενά καντούνια σου κουράγιο, λεβεντιά και πίκρα,
εσύ, κονάκι της κυνηγημένης πάντοτε Δημοκρατίας,
οι πόρτες σου κι οι στέγες σου όλες γαζωμένες απ’ το ντουφεκίδι,
στην κεφαλή σου πάντα μαύρο το τσεμπέρι, και στη μέση σου το κόκκινο ζουνάρι·
τ’ όνομά σου το πήρες απ’ το χρώμα του αίματός σου,
κι όλη, βαμμένη απ’ το αίμα σου, λάμπεις από καημό και τόλμη και αγιοσύνη.
Εσύ, διωγμένη, λαβωμένη, που κουβάλησες μέσα σ’ ένα μικρό πεσκίρι όλο το βιός σου από την Ιωνία,
δυο κάρβουνα απ’ την πρώτη Εστία, ένα χωμάτινο ζωγραφιστό λαγήνι,
μια φέτα φεγγαράκι, πέντε σπόρους λουλουδιών, δυο πατρογονικά τζοβαΐρια,
και φύτεψες της προσφυγιάς τούς σπόρους κι ανθοβόλησες ψηλά περβόλια,
κι άστραψε νοικοκυροσύνη, προκοπή και πάστρα το στενό καλύβι.
Ω, εσύ, θλιμμένη μαυρομαντιλούσα, με το πείσμα του Ρωμιού στο δυνατό σαγόνι,
με το χαράκι της οργής πελεκημένο ανάμεσα στα φρύδια,
πώς τα ύψωσες του λαού τα πάθια και τα παραμύθια
μ’ ένα βιολί, μ’ ένα ζεϊμπέκικο σαντούρι, μ’ έναν σταυραητό κι ένα σπουργίτι,
στριφογυρίζοντας ψηλά σα σβούρα το μαντίλι του χορού πάνω απ’ τη μαύρη μοίρα.
Ακόμα καίει μέσα στα μάτια σου η φωτιά της Σμύρνης —
κυνήγι στο κυνήγι, ξενιτιά στην ξενιτιά, κι η συμφορά από πίσω,
βρέφη κι αμούστακα παιδιά και μαθητούδια και κοράσια κι άντρακλες χορευταράδες
και μαυροφόρες μάνες κι ασπρογάλατες γυναίκες κι η Διαμάντω σου,
της λεβεντιάς διαμάντι —
πόσοι νεκροί, και πώς να πεις τα ονόματά τους; —
είκοσι και πενήντα κι 138 κι άλλοι 200 κι άλλοι ογδόντα δύο,
άλλοι πεσμένοι καταγής στον Καραβά κι άλλοι γονατισμένοι στην πλατεία Οσίας Ξένης
κάτω απ’ των μασκοφόρων τα μαχαίρια μάτια και τις μπούκες των Ναζήδων,
άλλους να σέρνουν στο Νταχάου, στο Μπούχενβαλντ ή στο Χαϊδάρι και να μην ξαναγυρνάνε —
17 του Αυγούστου, τρόμος και καπνός, καμένα σπίτια, παλικάρια σκοτωμένα,
κι άδεια να μένει η Κοκκινιά, γεμάτη απ’ το αίμα των παιδιών της,
βαμμένοι οι τοίχοι κόκκινοι, κόκκινα τα πεζούλια,
κι οι μάνες να χτυπιούνται και να σκούζουνε τις νύχτες
Βαγγέλη μ’, Γιώργη μ’, Στράτη μ’, Στυλιανέ μ’, Χρυσάνθη μ’,
και να ’ναι βόγγος και ύμνος της αντρείας κάθε όνομα και να βογγάει ολόσωμος της Κοκκινιάς ο αγέρας
κι ύστερα η μουγγαμάρα ασήκωτη να καπακώνει τα πουλιά μες στην καρδιά του ανθρώπου.
Αχ, Κοκκινιά, με το αχ και βαχ, λιθάρι το λιθάρι, το ’στησες ξανά το νέο σου μετερίζι,
λιθάρι το λιθάρι, μοιρολόι το μοιρολόι, ανέβασες ψηλά και τις σημαίες και τις καμπάνες,
εσύ, γλυκιά προσφυγομάνα, αναμαζεύοντας στα λιγνά γόνατά σου
κουκί κουκί το χώμα και τη μνήμη της πατρίδας.
Δίσεχτα χρόνια, — κολασμένοι αντίχριστοι, προδότες και φονιάδες και κιοτήδες
σε χτύπαγαν πισώπλατα, σου σφάζαν τα καλύτερα παιδιά σου,
σου γκρέμιζαν ό,τι έχτιζες, σου κλέβαν το στερνό όβολό σου,
μα εσύ, και πάλι απ την αρχή, με το αβασίλευτο χαμόγελο, με την υπομονή και τη γροθιά σου,
ξανάχτιζες το σπίτι, το δεντράκι, το τραγούδι,
ασβέστωνες τις μαύρες πέτρες της μικρής αυλής σου
κι ούτε που ξέχναγες ποτέ σου ν’ αποθέσεις στο προσηλιακό παραθυράκι
μια τόση δα γλαστρούλα δυόσμο κι έναν γκαζοντενεκέ πυρόφλογα γεράνια.
Εχ, φτωχομάνα, Κοκκινιά, προσφυγομάνα, ασίκισσα λεβεντομάνα,
που με γυμνές πατούσες πάταγες την πυρκαγιά κι άνθιζες όλη αστέρια και γαλάζια λουλουδάκια,
εχ, Κοκκινιά, που πάντα γυμνοπόδαρη το θάνατο πατάς και πάντα
στα μεσουράνια πλαταγίζεις του αγονάτιστου λαού την αιματόβρεχτη παντιέρα.