Το αγριολούλουδο-ΞΕΝΙΑ ΚΟΘΩΝΙΔΟΥ

Το αγριολούλουδο-ΞΕΝΙΑ ΚΟΘΩΝΙΔΟΥ

Θα δούμε το πολύ όμορφο διήγημα της συγγραφέως Ξένιας Κοθωνίδου " Το αγριολούλουδο"!

Το αγριολούλουδο-ΞΕΝΙΑ ΚΟΘΩΝΙΔΟΥ

Καθώς κατηφορίζει συναντάει το είδωλό της στις κλειστές βιτρίνες των μαγαζιών. Στητοί ώμοι, αεράτο περπάτημα, χαμογελαστή φυσιογνωμία. Νιώθει να τραβάει τα βλέμματα των περαστικών. Τα συνηθισμένα..
«Τι φρούτο είναι αυτό καλέ; »
«Πού να ξέρω. Γέμισε ο τόπος παλαβές»
Η γεμάτη αυτοπεποίθηση περιφρόνηση των κανόνων της μόδας στα άνετα πολύχρωμα ρούχα της , μπλούζα, σαλβάρι, μπουφάν, άρβυλα χωρίς κορδόνια, προκαλούν το ενδιαφέρον ποικιλοτρόπως .
«Και το βρακί σου ανάποδα να βάλεις, φτιάχνεις στυλ ρε φίλη» , της είπε τότε η Λενιώ διπλώνοντας τα κουρέλια της στη βαλίτσα. Εκείνη σκούπισε τα μουσκεμένα μάγουλά της και έχωσε το μπρίκι στην κούτα με τα κουζινικά.
Τότε τα μάζεψαν όπως όπως από την γκαρσονιέρα της Φωκίωνος και στριμώχτηκαν στο ισόγειο της Μπισκίνι σκάρτα σαράντα τετραγωνικά. Η συγκατοίκηση όμως αποδείχτηκε δύσκολη. Η Λενιώ θύμωνε και την παρατούσε όλο και πιο συχνά. Εκείνη έμενε στο κρεβάτι και κάρφωνε τα μάτια στο ταβάνι. Ποιος ξέρει σε ποιο σημείο του ντόμινο να στεκόταν πιο πολύ το μυαλό της . Στο πρόσωπο της μάνας της που εκείνο το πρωί την έσπρωχνε με τα μικρά χεράκια της να ξυπνήσει και δεν ξύπνησε ποτέ; Στην ταυτότητά της που δίπλα στο όνομα πατρός γράφει άγνωστος και δεν έγινε ποτέ γνωστός; Στα επόμενα;
Έξι χρονών περνάει στα χέρια της γιαγιά της. Βάλσαμο η αγκαλιά της γιαγιάς, όμως λίγα χρόνια μετά έφυγε προδομένη από την καρδιά της. «Κρίμα το ορφανό» περνάει στα χέρια στης θείας Ασπασίας και του άντρα της του Χαράλαμπου Δαράκου, δικηγόρου, που δεν ευτύχησαν να κάνουν δικά τους παιδιά.
Η θεία Ασπασία μάζεψε το ορφανό στο πολυτελές οροφοδιαμέρισμα της οδού Αλκίνοου και της πρόσφερε όλου του κόσμου τα καλά. Επιπλέον σκιζόταν να την περιφέρει στους κύκλους τους φροντισμένη , σικάτη και μοσχομυριστή. Επόμενο ήταν οι φιλοφρονήσεις για την φιλευσπλαχνία και την γενναιοδωρία της θείας Ασπασίας και του θείου Χαράλαμπου να πέφτουν βροχή. Πράγματι δεν ήταν εύκολη απόφαση να αναλάβουν ένα τόσο δα παιδί κι ας ήταν η Ασπασία πρώτη ξαδέλφη της μάνας της. «Τύχη βουνό έχεις κοπελιά» άκουγε από παντού.
Άβουλη και παραζαλισμένη ανταποκρινόταν φιλότιμα αλλά ανόρεκτα στις απαιτήσεις αυτής της καινούργιας φανταχτερής ζωής. Τα βράδια ξάπλωνε στο κρεβάτι σε στάση εμβρύου, και ονειροπολούσε πως χώνεται στην αγκαλιά της γιαγιάς . Όταν ξυπνούσε το μαξιλάρι της ήταν μουσκεμένο. Όσο περνούσε ο καιρός άρχισε να πατάει πόδι στις απαιτήσεις της Ασπασίας και του Χαράλαμπου. Αρνούνταν να φορέσει τα μεταξωτά φουστάνια που της αγόραζε η Ασπασία. Σταμάτησε να τους ακολουθεί στις χοροεσπερίδες. Απέφευγε να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι. Κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό της, και στο σπίτι πλανιόταν σαν σκιά . Αντί να ανοίγει τα βιβλία της, άνοιγε το μπλοκ ζωγραφικής και ζωγράφιζε τοπία. Μόνο στη Λενιώ τα έδειχνε που τότε άρχισαν να κάνουν παρέα. Της Ασπασίας τής έπεφταν τα μούτρα όταν έπαιρνε τους βαθμούς της . «Μα τι άλλο να κάνουμε γι’ αυτό το παιδί. Πείτε μου» «Εφηβεία, κυρία Δαράκου, υπομονή » βρισκόταν σε δύσκολη θέση οι καθηγητές.
«Αχάριστο πλάσμα, Ασπασία μου. Καλό πήγατε να κάνετε και μπλέξατε, κορίτσι μου» χολόσκαζαν οι φίλες της ακούγοντας τα παράπονά της.
«Ανάθεμα την ώρα που φύτρωσε. Μπλέξαμε γυναίκα», έπιασε το αυτί της να λέει ο Χαράλαμπος στην Ασπασία ρουφώντας δυνατά τον καφέ του . Η Ασπασία δεν μίλησε. Το προηγούμενο βράδυ εκείνη τον έπιασε να την κοιτάζει από το παράθυρο την ώρα που έκανε μπάνιο. Ούτε όταν ούρλιαξε με τις σαπουνάδες «χάσου από δω ρε» , άκουσε κάτι από το δίπλα δωμάτιο η Ασπασία…
«Άκου φύτρωσες! Χίλιες φορές αγριόχορτο παρά σαν τα μούτρα τους», θύμωσε η Λενιώ. Μόλις πάτησε τα δεκαοχτώ με την βοήθεια της Λενιώς, έχωσε στην τσάντα της την μαξιλαροθήκη με τις λίγες λίρες που της έραψε στο στρίφωμα η γιαγιά , και κρύφτηκε στο χάος της Αθήνας. Βολεύτηκε στο υπόγειο της Φωκίωνος και ξεκίνησε μαθήματα στην καλών τεχνών. Καθώς ο καιρός περνούσε μετρούσε και ξαναμετρούσε τα λεφτά. Δεν έβγαιναν. Πιάνει δουλειά σε συνοικιακό μπαρ τα βράδια. Προσωρινά. Μέχρι να τελειώσει τη σχολή. Υπομονή έβραζε από μέσα της μπροστά στον σαλιάρη αφεντικό, στον κάθε διεστραμμένο πελάτη. Ένα βράδυ χύθηκε και η τελευταία σταγόνα υπομονής σε ένα βρώμικο πεζοδρόμιο. Τα παράτησε και παραιτήθηκε. Πέρασε λίγος καιρός, και ένα πρωί ξανασυναντάει τη Λενιώ. Την αγκάλιασε. Μόνο αυτή της έδινε κουράγιο.
Ξαπλωμένη στο ισόγειο της Μπισκίνη χαζεύει τους σοβάδες στο ταβάνι.
«Τι καιρό κάνει στον πλανήτη σου;» μπαίνει στο σπίτι η Λενιώ. Πολύ καιρό είχε να φανεί.
«Όρεξη έχεις» ανακάθεται στο κρεβάτι και τυλίγει τα πόδια της με το σεντόνι .
«Καμία» της απαντάει. Στρώνεται σε μια καρέκλα απέναντι και αφήνει τη σιωπή να μιλάει..
«Για υπολόγισε πόσον καιρό σε περιμένει αυτή η ρημάδα;» της δείχνει με τα μάτια τον μουσαμά με την θάλασσα πάνω στο κουτσό καβαλέτο.
Βδομάδες; Μήνες; Ποιος ξέρει. Τα πινέλα μοιάζουν με σκαλιστήρια. Τα χρώματα στην παλέτα ξεραμένα. Η θάλασσα ακυμάτιστη και μισή.
«Σιγά μην περιμένει εμένα» σκύβει το κεφάλι .
«Κρίμα» ανάβει τσιγάρο η Λενιώ. Καπνίζει αμίλητη. Πατάει τη γόπα στο τασάκι . Σήμερα δεν λέει να φύγει...
Εκείνη σηκώνεται κουρασμένα απ’ το κρεβάτι, πιέζει το χερούλι στην σκεβρωμένη πόρτα που αντιστέκεται να ανοίξει και βγαίνει στον φωταγωγό. Μισοκλείνει τα μάτια στο φως. Ο ήλιος από ψηλά σκάει πάνω στο τσιμέντο κάνοντας τη ζέστη αφόρητη. Εδώ σχεδίαζε να το γεμίσει με γλάστρες και να φυτέψει του κόσμου τους πανσέδες η Λενιώ που της αρέσουν τα χρώματα. Όμορφα θα ήταν. Προχωράει δυο βήματα και νιώθει να πατάει κάτι. Σηκώνει το πόδι και βλέπει ένα αγριόχορτο φυτρωμένο ανάμεσα στις τσιμεντένιες πλάκες. Πιο πέρα πρασινίζει κι άλλο. Κι άλλο… Μπαίνει μέσα γεμίζει ένα ποτήρι με νερό , σκύβει και τα ποτίζει. Το ένα είναι μπουμπουκιασμένο! Τι χρώμα λουλούδι θα πετάξει άραγε; Η Λενιώ την παρακολουθεί από την πόρτα.
«Ανθεκτικά, αδάμαστα , λεύτερα» της λέει.
Μπαίνει μέσα. Όχι, η θάλασσα της φαίνεται θλιβερή. Τα πινέλα είναι για πέταμα. Κατεβάζει τον μουσαμά από το κουτσό καβαλέτο. «Χρειάζομαι καινούργια χρώματα» λέει . Η κολλητή της χαμογελάει και της κλείνει το μάτι.
…Το βλέμμα της γυναίκας με τα πολύχρωμα ρούχα που τραβάει τα βλέμματα των περαστικών, στρέφεται στα άψογα στοιχισμένα φωτισμένα παράθυρα μιας μεγάλης πολυκατοικίας. Μια λέξη τριβελίζει εδώ και μέρες στο μυαλό της . Κοντοστέκεται, βγάζει το κινητό της, γράφει «θερμοκήπιο», και συνεχίζει ζωηρά τον δρόμο της.
«Ρε, αυτή είναι. Την γνώρισες;» σπρώχνει μια νεαρή κοπέλα την άλλη.
«Κάτι μου θυμίζει»
«Η ζωγράφος που βλέπαμε στη συνέντευξή της προχθές;»
«Καλά λες, είδα που έστηναν τους πίνακές της στη δημοτική πινακοθήκη. Ωραία τύπισσα»
«Είπε πως μεγάλωσε εδώ και είχε πολλά χρόνια να ‘ρθει. Πώς τη λένε να δεις…»
«Λενιώ»
Ναι. Υπογράφει με το μικρό της όνομα.

Βιογραφικό

Η Ξένια Κοθωνίδου γεννήθηκε και ζει στην Καβάλα. Είναι η συγγραφέας του μυθιστορήματος «Τα θολά γυαλιά» από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Άρθρα, αφηγήσεις και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά της ΕΡΤ «Οι Παραμυθάδες», στo ψηφιακό περιοδικό Fractal, και σε εφημερίδες της Καβάλας.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr