Η ιστορία μας λαμβάνει χώρα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Πληγές που προσπαθούν να κλείσουν κι η ανάγκη να ελπίζεις και να χτίζεις καινούργια όνειρα. Το γράμμα του ποταμού της Σοφίας Αγραπίδη διαβάζεται με τ'αλφαβητάρι της καρδιάς!
Το γράμμα του ποταμού – ΣΟΦΙΑ ΑΓΡΑΠΙΔΗ
Αρκετό διάστημα μετά το τέλος των πολέμων, του Β' Παγκόσμιου και του Εμφύλιου, οι Έλληνες προσπαθούσαν να οργανώσουν την ζωή τους. Οι δυσκολίες ήταν διάχυτες σε όλους τους τομείς. Οι βομβαρδισμοί από τη μια και ο αλληλοσπαραγμός από την άλλη ηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά τους. Από πού ν’ άρχιζαν και πού να τελείωναν οι κάτοικοι του μικρού χωριού της Θεσσαλίας, για να ξαναστήσουν τα νοικοκυριά τους;
Η πείνα είχε διαγράψει μια θανατηφόρα πορεία, τέτοια που καθημερινά έκλαιγαν οι μανάδες τα παιδιά τους. Οι συνέπειες των δεινών είχαν εξουθενώσει την κοινωνία. Η ίδια η ζωή, τους ωθούσε να συνεχίσουν ώστε τα μισογκρεμισμένα σπίτια ν’ αποκτήσουν ανθρώπινες ανάσες, στην καμένη γη να ξαναβλαστήσουν λουλούδια, η ατμόσφαιρα να στέλνει μηνύματα ελπίδας πάλι από τις φωνούλες των παιδιών, τα πουλιά να ευχαριστούν ολημερίς την πλάση. Έτσι σκεφτόταν ο Νικόλας με τη Μαριώ που είχαν θάψει τον πρωτότοκό τους από τα φαρμακερά βόλια του Εμφύλιου. Κάθε φορά που έβλεπαν τα τέσσερα μικρότερα παιδιά τους, να τρέχουν - η ορμή της παιδικής ηλικίας τα κρατούσε όσο πιο ζωηρά γινόταν-κι έπειτα να ζητάνε φαΐ, οι σκέψεις τους περιορίζονταν στον τρόπο που θα ξαναστέκονταν στα πόδια τους. Το νοικοκυριό είχε ανάγκη από τα απαραίτητα. Δεν είχαν χρόνο να αφιερώνονται όσο ήθελαν στον πόνο τους.
Είναι τόσο απάνθρωπο να μην μπορεί κάποιος να μείνει μόνος με τον καημό του μονολογούσε η Μαριώ. Σιγά σιγά μη δυνάμενοι να κάνουν διαφορετικά, προσπαθούσαν και λιθαράκι λιθαράκι έδιναν νότες ζωής, εικόνες ανάκαμψης στο σπίτι τους. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως η ψυχή τους ήταν μαύρη από την απουσία του παλικαριού τους. Τα παιδιά έπαιζαν, γελούσαν, αλλά την ώρα που έβλεπαν τους γονείς τους κατά το σούρουπο συνήθως να πίνουν το καφεδάκι τους με τα μάτια πνιγμένα στα δάκρυα, πάγωναν τα προσωπάκια τους. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το είδωλό τους, τον αδερφό που ήταν και ο προστάτης τους σε κάθε τους βήμα, που η αγάπη του γι’ αυτά ήταν μοναδική. Τον περίμεναν με ανυπομονησία όταν ερχόταν από τα βουνά για να ακούσουν τις νέες ιστορίες που είχε να τους διηγηθεί. Ο μεγάλος όπως τον αποκαλούσαν δεν επέτρεπε σε κανέναν να τα στενοχωρήσει. Ήταν πικραμένη η ψυχούλα τους αλλά προσπαθούσαν με τον δικό τους αθώο τρόπο να μην το μεταδίδουν στους γονείς τους, γι’ αυτό και έδειχναν αμέριμνα. Στην αυλή μπροστά από τις καρέκλες που κάθονταν ο Νικόλας και η Μαριώ είχαν φυτρώσει δυο μαργαρίτες, σαν μεγάλα χαμομήλια. Τα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, έχτισαν με ασύμμετρα πετραδάκια από έναν περίτεχνο φράχτη γιατί πίστευαν ότι αυτά τα λουλούδια γεννήθηκαν από τα δάκρυα των γονιών τους. Πέρασε ο καιρός και η ζωή βάδιζε σε ομαλότερα μονοπάτια.
Ήταν οι συγγενείς που έφυγαν για την Αμερική και έτσι η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον φάνταζε σαν την φλόγα του καντηλιού που έφεγγε στο απόλυτο σκοτάδι. Δούλευαν οι γονείς στα χωράφια τους για να έχουν τα απαραίτητα.
Μια μέρα στο χωριό σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και κατέβηκε μια καλοντυμένη κυρία. Ήταν σαν το χρυσό φως στο σκοτάδι. Ήθελε τον Νικόλα και τη Μαριώ, έμοιαζε να τους αγαπάει πολύ. Ο σκοπός της επίσκεψής της ήταν να τους προτείνει να μετεγκατασταθούν στην Αθήνα, αφήνοντας τη μίζερη ζωή στο χωριό. Τους ενημέρωσε πως εκεί θα έχουν δουλειά. Θα είναι οι δυο τους θυρωροί σε μια πολυκατοικία με πολύ καλούς ανθρώπους. Έτσι θα μπορούν να κάνουν όνειρα για τη ζωή των παιδιών τους αλλά και τη δική τους. Η δεκαετία του 50 ήταν μια από τις καθοριστικές των επόμενων χρόνων για την Ελλάδα. Η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού κατά τη μεταπολεμική περίοδο, έφερνε στην κοινωνική ζωή βαθιές αλλαγές. Μέσα σ’ αυτό το κύμα μετακίνησης των Ελλήνων απ’ τα χωριά στις πόλεις και κυρίως στην Πρωτεύουσα, ήρθε η πρόταση από τη μακρινή συγγενή για την οικογένεια. Το σκέφτηκαν και οι πρώτες εικόνες της διαφορετικής ζωής άρχισαν να παρελαύνουν στα μάτια τους. Τα παιδιά στην ιδέα πως θα έχουν παιχνίδια, βιβλία ακόμη και ζαχαρωτά, δεν μπορούσαν να αντέξουν έως την μέρα που θα έφταναν στην Αθήνα. Μετά από μια εβδομάδα πήραν τα λιγοστά πράγματά τους και ξεκίνησαν. Πριν φύγουν κατέβηκαν στο ποτάμι. Ήταν η λατρεμένη βόλτα του μεγάλου τους, εκεί μιλούσε στα αδελφάκια του καθώς και στα άλλα παιδιά για την Αγάπη προς όλους. Επίσης εκεί άκουγαν παραμύθια απ’ τις γιαγιάδες του χωριού κάθε απόγευμα που αντάμωναν με τις φιλενάδες τους.
Φτάνοντας στο ποτάμι η κυρά Αννιώ καθόταν μόνη της και προσπαθούσε με τη μαγκούρα της να πιάσει κάτι μέσα απ’ το νερό. Όταν την είδαν έτρεξαν όλοι οικογενειακώς να τη βοηθήσουν, νομίζοντας πως κάτι της είχε πέσει. Μόλις τους είδε είπε «όχι, όχι! μην σκάτε. Να ένα μπουκαλάκι βλέπω και θέλω να το πάρω».
Ο Νικόλας κατάφερε με τη βοήθεια ενός καλαμιού και το έβγαλε έξω. Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά και ανοίγοντας με απορία αυτό το μπουκάλι διαπίστωσε πως περιείχε ένα σημείωμα και ένα φυλακτό κεντημένο με χρυσοκλωστή. Η Μαριώ το είδε και κατέρρευσε πνιγμένη στα δάκρυα που έτρεχαν απ’ τα μάτια σαν δυνατή φθινοπωρινή μπόρα. Ήταν το φυλακτό του Γιωργή τους, αυτό που είχε μαζί του στον πόλεμο και του το είχε αφήσει ο παππούς, αυτό που ταξίδευε από γενιά σε γενιά. Αφού συνήρθε με αρκετή δυσκολία, ο Νικόλας μίλησε στα παιδιά για τη μάστιγα του πολέμου, δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι στην Ελλάδα η λαίλαπα ήταν ισχυρότερη εξαιτίας του Εμφύλιου.
Επειδή η ώρα περνούσε κι έπρεπε να φύγουν ξετύλιξαν το γράμμα όπου τους έγραφε κάποιος άγνωστος πως προσπάθησε να σώσει το παιδί τους αλλά δεν τα κατάφερε. Τους έγραφε ότι οι τελευταίες του λέξεις ήταν για την οικογένειά τους «τη μάνα μου και τον πατέρα μου, τα μικρά μας τ’ αγαπάω πολύ, θα τους προσέχω από ψηλά».
Ατελείωτα τα δάκρυα που πότιζαν την όχθη του ποταμού, αλλά τους έδωσε απίστευτη δύναμη αυτή η συγκυρία.
Το ξεκίνημα της νέας ζωής με το μήνυμα του Γιωργή! Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τι ένιωθαν. Έτσι με χαρούμενα συναισθήματα άρχιζε το ταξίδι για την Αθήνα. Από την πρώτη μέρα βρέθηκαν σ’ ένα περιβάλλον πού φάνταζε ιδανικό, μπροστά στους χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι κοιμόντουσαν σε τρώγλες πεινασμένοι. Οι θέσεις του θυρωρείου περίμεναν το ζευγάρι καθώς και το διαμέρισμα του θυρωρού. Ήταν μικρό αλλά οι μακρινοί συγγενείς το είχαν εξοπλίσει με τα απαραίτητα για το νοικοκυριό, παιχνίδια και βιβλία για τα παιδιά. Μετά από ένα μήνα άρχισαν τα σχολεία. Η ζωή τους ήδη έπαιρνε άλλη πορεία. Περνούσαν οι μήνες με τα καλοκαίρια να τους οδηγούν στο χωριό. Πρώτος περίπατος πάντα ήταν στο ποτάμι όπου έριχναν τα άνθη που μαδούσαν και τραγουδούσαν κάποιους στίχους που άρεσαν στον αδερφό τους. Ήταν το δικό τους μήνυμα, ήταν ένας τρόπος ιδιαίτερης επικοινωνίας που για πάντα αποτελούσε την ελπίδα της Ανάστασης.