Ο αγαπημένος μου Γαβριήλ Παναγιωσούλης υπήρξε ναυτικός. Ζει εδώ και πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη κι ασχολείται ενεργά με τη συγγραφή. Στο διήγημά του "Ο Θεός, ο άνθρωπος, η περιέργεια της λευτεριάς" διαγράφει ένα νοσταλγικό ταξίδι στην παιδική του ηλικία, τα χρόνια της αθωότητας... Τότε που κι ο θεός ζωγραφιζόταν αλλιώς στην ψυχή του .... Η αφήγησή του συγκινητική κι απολαυστική!
Ο Θεός, ο άνθρωπος, η περιέργεια της λευτεριάς. -ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΝΑΓΙΩΣΟΥΛΗΣ
Αν μπορούσα να μιλήσω με τον θεό θα του έλεγα να με άφηνε έτσι όπως με έπλασε στην αρχή, τότε που πίστευα ότι τα αστέρια του ουρανού ήταν σπίρτα που τ’ άναβε την νύχτα για να φωτίσει εμάς τους ανθρώπους κάτω στην γη.
Τότε που κρατούσα τα εξαπτέρυγα στην εκκλησία, τότε που πίστευα ότι οι ιερείς ήταν υπεράνθρωποι μεσολαβητές και μας οδηγούσαν στον δρόμο του θεού, τότε που πίστευα ότι αυτοί οι ίδιοι δεν βλαστημούσαν τα θεία.
Τότε που τα παιδάκια τ’ έφερνε στο σπίτι ο Πελαργός γιατί έτσι το ήθελε ο Θεός. Τότε που έλεγα το πάτερ ημών κάθε Κυριακή στην εκκλησία, τότε που πίστευα λαμβάνοντας την θεία μετάληψη ότι έκανα χρυσό δόντι, τότε που προσευχόμουν πριν κοιμηθώ παρακαλώντας τον θεό …τον άγγελό σου πάλι στείλε από ψηλά ναρθεί στο προσκεφάλι πιστά να με φυλά…
Τότε που το θαμποχάραμα πριν ακόμα εφευρεθεί το ηλεκτρικό φως τουλάχιστον για εμάς στο χωριό πηγαίνοντας στα ξεροχώραφα καβάλα σε ένα γαϊδουράκι για να κόψουμε ξύλα περνώντας έξω από ένα ερημοκλήσι του Αγίου Νικολάου στην τοποθεσία "Ξερά" είδα ένα μνήμα ανοιχτό με μαρμάρινα σκαλιά όπου κατέβαινε ένας μαυροσκούφης καλόγηρος.
Θα μου πείτε ήταν μια οπτασία και όμως μέχρι σήμερα επιμένω: την είδα.
Τότε που σταυροκοπιόμουν έξω από κάθε εκκλησία, τότε που οι παπάδες έκαναν λιτανείες παρακαλώντας την Παναγιά να βρέξει, όπου έτρεχαν με την αγιαστούρα τους στα σπίτια να ραντίσουν και να ψάλλουν το Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε.. . Τότε που γονυπετείς πιστοί, αλυσοδεμένοι τρελοί και μη, τρέχανε στο θαύμα του Αγίου Γερασίμου ξάπλωναν στο έδαφος περιμένοντας να περάσει από πάνω τους το σκήνωμα και παρακαλούσαν να γιαίνει τις πληγές τους. Τότε που πιστοί ζητούσαν άφεση αμαρτιών επειδή αμάρτησαν με το να φάνε από τον απαγορευμένο καρπό που ήταν το κρέας (πολυτέλεια όσοι είχαν), ή να πιούνε λίγο γάλα κατσίκας.
Ήταν μια ζωή στρωμένη λες και ήταν ένας μανδύας που έφτιαξαν οι άνθρωποι στο όνομα του θεού, όπως το καταλάβαιναν οι ίδιοι άνθρωποι.
Τόσα και τόσα έφτιαξε ο θεός, όμως δεν μου έδωσε το χάρισμα να μιλήσω μαζί του, έτσι έμενα με την αμφιβολία.
Μετά απ' όλα αυτά ήρθε η κοινωνία, όχι αυτή που έφτιαξε ο Θεός, αλλά αυτή που έφτιαξαν οι άνθρωποι.
Μια κοινωνία εκμετάλλευσης προς στους συνανθρώπους μας.Μετά ήρθε η σκέψη της λευτεριάς, λευτεριάς από τα παλιά ταμπού και πιστεύω.
Σήμερα ξαναγύρισα στα Μαρκάτα, ασφαλώς και δεν περίμενα να τα βρω όπως παλιά, αλλά έστω και η θέα των βουνών της Πυλάρου θα μου γέμιζε την ψυχή με παιδικές νοσταλγικές αναμνήσεις. Ήρθαμε παρέα να υμνήσουμε τις ρίζες μας τα Μαρκάτα και το πατρικό μας σπίτι.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλονιάς το 1933. Η ζωή του όλη μια περιπέτεια, που ξεκίνησε απ’ το νησί του το 1950 μπαρκάρισε ναυτικός, μεγάλωσε στην αγκαλιά της θάλασσας, έζησε στην Γουατεμάλα 10 χρόνια όπου απέκτησε οικογένεια, μετανάστευσε και ζει με την οικογένειά του στην Νέα Υόρκη. Έχει γράψει πολλά βιβλία. Δυο από αυτά βραβεύθηκαν στην Αθήνα. Το ΑΧ ΝΑ ΞΕΡΑ το οποίο απέσπασε το Α! λογοτεχνικό βραβείο μυθιστορήματος από το κοινωφελές ίδρυμα Πνευματική Εστία Π. ΤΡΑΝΟΥΛΗ 2003. Το δεύτερο βιβλίο του Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ Η ΟΜΙΧΛΗ απέσπασε ΕΠΑΙΝΟ στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Νίκος Καββαδίας», Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας Πειραιάς 2004. Είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Ένωση Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων… Στον ελεύθερό του καιρό γράφει Πρόζα και ολίγο τι ποίηση… όλα του τα ποιήματα είναι από την ναυτική ζωή.