Ένας άνδρας που έχει ζήσει για πολύ καιρό απομονωνένος απ'όλους κι από όλα... Ένας άνθρωπος που ξαφνικά βγαίνει από τη χειμερία του νάρκη και ξανασυστήνεται στον κόσμο! Θα δούμε τη συναισθηματική αναγέννηση του ήρωά μας στο υπέροχο διήγημα της Αρχοντούλας Διαβάτη "Κανένας"!
Κανένας-ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ
Ξύπνησε από ένα δυνατό ήχο και ανακάθισε στο κρεβάτι να καταλάβει καλύτερα, μέρα ήταν ή νύχτα. Ο από πάνω είχε βάλει δυνατά την τηλεόραση κι άκουγε αναμετάδοση στη διαπασών. Το δωμάτιο ήταν παγερό, τα “σώματα”, κάτι παλιά πυρότουβλα της πολυκατοικίας, δεν είχαν απελευθερώσει την παλιά τους θέρμη που γέμιζε άλλοτε το δωμάτιο όμορφες σκέψεις και γελαστά όνειρα. Τα είχε ανάψει στο ελάχιστο, για να μην ανέβει ο λογαριασμός πολύ. Απόγευμα, τέλος Νοεμβρίου. Άνοιξε τα παράθυρα όλα και τις μπαλκονόπορτες, να μπει κάποιος φυσικός αέρας, να εκτοπίσει την μπαγιάτικη μυρωδιά των τσιγάρων του που σέρνονταν στα δωμάτια όλα, στα τασάκια και στον νεροχύτη ακόμα. Συγύρισε λίγο τα πεταμένα εσώρουχα, πιτζάμες, κάλτσες και πετσέτες, βρεμένες και κακοστεγνωμένες, και πήγε να βάλει καφέ στο γκαζάκι. Εκεί, ανάμεσα σε στρώματα από άδειες χαρτονένιες συσκευασίες πίτσας και κινέζικου, αναζήτησε φλιτζάνι και κουτάλι, και βρήκε τελικά κάτω από τον πύργο των λιγδιασμένων πιάτων στον νεροχύτη που μετρούσαν τις άνεργες μέρες που είχε περάσει ξάπλα στο κρεβάτι με το κεφάλι πατικωμένο, κάτω από το μαξιλάρι, να μη βλέπει και να μην ακούει.
Τώρα, όμως, ήθελε να ακούσει ‒ λαχταρούσε να ακούσει φωνές ζεστές, εγκάρδιες, να δει ανθρώπους να μπαίνουν, να βγαίνουν, να τον νοιάζονται και να τον αγαπούν, να φλυαρούν, διασώζοντας το νήμα που τον ένωνε με τη ζωή, ένας απ’ όλους κι αυτός να είναι, κανονικά. Σιωπή στο δωμάτιο. Ερημιά. Τι γνώμη είχε κι ο τηλεφωνητής, κανείς δεν είχε τηλεφωνήσει; Πάτησε το κουμπί ‒τον είχε θυμηθεί κανείς;‒ κι ένα σωρό μηνύματα πλημμύρισαν το δωμάτιο. Γεια σου Αντώνη, εγώ είμαι η Μαρία, πού χάθηκες αγόρι μου. Αντωνάκη, πάρε τηλέφωνο, είναι το μνημόσυνο του θείου σου την Κυριακή, ν’ ανέβεις, μαμά. Tony, my friend, μην ξεχάσεις, στις εννιά αύριο, έχουμε πρόβα για τη συναυλία, πάρε τηλέφωνο. Ωραία ακούγονταν. Πρόλαβε στην κουζίνα την ώρα που φούσκωνε ο καφές, έτοιμος να ξεχειλίσει ένα γύρω. Λεφτά θα πάρω, είπε, κι έτρεξε με το φλιτζάνι του στο χωλ, κάθισε να χαρεί τους φιλοξενούμενους που είχαν γεμίσει το δωμάτιο με τα μηνύματα μιας ολόκληρης χρονιάς. Ένιωσε ευθυμία. Όλοι αυτοί. Δικοί του άνθρωποι. Έλα, Αντώνη, η Χριστίνα είμαι, απ’ τη βιβλιοθήκη. Έχεις κάνει κράτηση για τον ΛΥΚΟ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ, έχει επιστραφεί, μπορείς να έρθεις να το πάρεις. «Ευχαριστώ, βρε Χριστίνα, να είσαι καλά..», άρχισε να απαντάει σε μερικούς. Γεια σας, είμαι η Ρίτα, πήρα να μιλήσουμε. Δεν είστε εκεί, γεια. Είμαι ο Πάνος ο Γρηγοριάδης, αν δεν είσαι θυμωμένος, θα ’ρθείς απόψε;
« Όχι, αγόρι μου, δεν θυμώνω εγώ, εντάξει είμαι, θα τα πούμε», ή, Γυρίσατε; Χρόνια πολλά, Χριστός ανέστη, πώς περάσατε; Εμείς καλά, ήρθαν τα εγγονάκια. «Σας χαιρετώ. Φιλιά», απαντούσε τώρα κανονικά, χαμογελώντας κολακευμένος. Πήρε όλα τα φιλιά κι έδωσε και μερικά στον αέρα. Έλα, καλημέρα, Αντώνη, είχα έναν ενδοιασμό αν είναι τα γενέθλιά σου σήμερα ή αύριο. Ετοιμάζομαι για Μαραθώνιο στην Αθήνα... «Γεια σου Βασιλάκη, παλιόφιλε», τον χαιρέτησε και του ευχήθηκε επιτυχίες και καλό σκορ. Καλημέρα, το δίπλωμά σας έχει βγει, ελάτε να το πάρετε, είμαι η Ελεάννα. Όταν άδειασε όλη η κασέτα και σώπασαν οι φωνές, πάτησε πάλι το ALL αντί για το NEU, πήρε το μπουφάν του κι έκλεισε πίσω του την πόρτα, αφήνοντας ν’ ακούγονται πίσω όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, δικοί του άνθρωποι, οικείοι, παρηγορημένος, πάντως, ενώ πήγαινε προς το ασανσέρ.
ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ, ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, εκδ.Νησίδες 2018