Θα δούμε το διήγημα "Θεανώ" της Αγγελικής Ζευγολάτη!
Θεανώ- ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΖΕΥΓΟΛΑΤΗ
Ήταν ένα μαγιάτικο βράδυ του 1923, όταν είδα τη μάνα να κλαίει με αναφιλητά στην αγκαλιά του πατέρα μου που έστεκε αμίλητος και σαστισμένος . Έξω από το σπίτι μας, κάτω από το χαγιάτι, είχαν μαζευτεί όλοι οι γείτονες. Ήταν νύχτα, ώρα περασμένη, αλλά είχε ένα φεγγάρι ολόγιομο που διέλυε το σκοτάδι και όλοι έβλεπαν και πηγαινοέρχονταν νευρικά, σαν τα ανεμοδούρια. << Ξεριζωμός >>, έλεγαν οι γυναίκες και χτυπούσαν τις ποδιές τους. Οι άντρες κάτι σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους, αλλά φαίνονταν πιο ψύχραιμοι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Θυμάμαι, είχα φοβηθεί και είχα κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι μου. Ήταν η πρώτη φορά που δεν με αναζήτησε κανείς. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών.
Φιλιώ με είχαν βαφτίσει, με αεροβάφτισμα, γιατί ήμουν λιανόκλαρο και ζαρωμένο και είχε φοβηθεί η μάνα μου πως δεν θα τα κατάφερνα να κρατηθώ στη ζωή. Έτσι ήταν όμως το σκαρί μου και έτσι παρέμεινα. Είχα και κάτι λίγα ξανθά, μακριά μαλλιά που κρεμόντουσαν από την κεφαλή μου, σαν σέλινα. Τα μάτια μου ήταν τόσο μικρά, που κανείς δεν παρατηρούσε πόσο όμορφο γαλαζοπράσινο χρώμα είχαν. Με αγαπούσαν, όμως ,όλοι και με έβλεπαν για όμορφη, παρά τη διαπιστωμένη ασχήμια μου, γιατί ήμουν ένα ήσυχο και καλόκαρδο παιδί. Τη μάνα μου δεν την αξίωσε ο Θεός με άλλα παιδιά, εκτός από την αφεντιά μου. “Μονάκριβη”, με φώναζε. Εγώ πάλι ένιωθα απλώς μόνη.
Μέναμε τότε στο Καραγάτς. Μου άρεσε ο τόπος μου. Αν και οι χειμώνες ήταν μεγάλοι, μας αποζημίωναν τα καλοκαίρια που μύριζαν πεύκο και νεράντζι. Τα σπίτια ήταν όλα δίπατα, ψηλά, με σκεπές. Τα περισσότερα ήταν ενωμένα το ένα με το άλλο. Είχαν μεγάλα παράθυρα, με ολόλευκα πλεκτά κουρτινάκια που σαν τα τραβούσαν τα παιδιά και έβλεπαν άλλα παιδιά στο δρόμο ή στις αυλές, ξεχύνονταν να παίξουν κρυφτό και κυνηγητό. Εγώ έτρεχα να βρω τα παιδιά της κυρά Δροσούλας από απέναντι. Τρία παλικαράκια, πιο μεγάλα από εμένα, που ήταν θα έλεγες η στρατιά μου. Με αγαπούσαν σαν αδερφή τους και με προστάτευαν. Ο Δημητρός, ο Κυριάκος και ο Γιάννος.
Αυτοί με πήραν από το χεράκι, όταν ξεριζωθήκαμε. Προχωρούσαμε σε παράταξη, χαμένοι σαν ζωντανοί νεκροί. Δεν ξέρω αν ήξερε κανείς πραγματικά πού πηγαίναμε. Μπροστά εμείς, πίσω οι γονείς μας. Μικροί και μεγάλοι είχαμε στα χέρια από ένα παγούρι με νερό, λίγο ψωμί, λίγο τυρί και από δυο ρούχα μέσα σε ένα σεντονάκι. Ακολούθησε πολύς κόσμος, ξωπίσω. Άλλος έβριζε τον Βενιζέλο, που συνθηκολόγησε και παραχωρήσαμε το Καραγάτς στους Τούρκους, και άλλος του έδινε ελαφρυντικά.<< Μόνο τις αναμνήσεις μας προλάβαμε και πήραμε, Δρόσω >>, άκουσα που είπε η μάνα μου στην κυρά Δροσούλα που πρόλαβε και πήρε επίσης το γλαστράκι της με τη φρεσκοφυτεμένη τριανταφυλλιά.
Ευτυχώς, η φαμέλια μου ήταν δεμένη με την οικογένεια του Γιάννου και των αδερφών του και δεν χωριστήκαμε. Οι πατεράδες μας συμφώνησαν να πάμε πεζοί εκεί που θα μας υποδείκνυε η επιτροπή κατοίκων του Καραγάτς. Έτσι δεν μπήκαμε στο τραίνο, ούτε μισθώσαμε άμαξα, όπως έκαναν οι περισσότεροι. Κρατήσαμε όσα χρήματα μπόρεσε να πάρει μαζί του ο πατέρας μου, για μια καλύτερη ζωή στη νέα πατρίδα.
Περπατούσαμε δυο νύχτες και τρεις μέρες. Ιδρωμένοι τη μέρα, ξυλιασμένοι τη νύχτα, βρώμικοι, νηστικοί και διψασμένοι. Κάναμε μικρές στάσεις και συνεχίζαμε. Τα ποδαράκια μου - ήταν που ήταν σαν καλαμάκια- πονούσαν κιόλας φριχτά, αλλά έβαζα όση δύναμη είχα και προχωρούσα. Έπαιρνα κουράγιο όσο έβλεπα δίπλα σε εμάς να βαδίζουν και άλλοι. Οικογένειες με παιδιά μικρότερα και από εμένα, που έκλαιγαν γοερά και ήθελα και εγώ να κλάψω μαζί τους, να ουρλιάξω, μπας και μας άκουγε ο Θεός και μας λυπόταν.
Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι, όλοι μαζί με έναν καημό και έναν σκοπό, φτάσαμε στο Κουμ Τσιφλίκι. Στη νέα πατρίδα, όπου δεν μας περίμενε κανείς. Είχαμε αφήσει πίσω περιουσίες, νοικοκυριά, τη ζωή μας όλη· και ξαφνικά βρεθήκαμε στο ύπαιθρο, στρωματσάδα πάνω στα χόρτα να αγναντεύουμε τον ουρανό. Ήμασταν σε άθλια κατάσταση. Μανάδες και πατεράδες αγχωμένοι για τα παιδιά τους, γέροι που δεν άντεχαν τις κακουχίες όπως και κάποια μωρά. Χάσαμε αρκετούς.
Την πρώτη μέρα βολευτήκαμε, όπως όπως, και την επόμενη η επιτροπή Στέγασης μοίρασε σκηνές σε όλους μας, για να βολευτούμε προσωρινά. Οι σκηνές γινήκαν τα σπίτια μας για αρκετό καιρό, γιατί αρκετό καιρό πήρε όσο να μοιραστούν οικόπεδα, και έπειτα ακόμη περισσότερο καιρό χρειαστήκαμε όσο να χτίσουμε τα αληθινά μας σπίτια. Βοηθούσαμε μικροί μεγάλοι. Κάναμε κόπο γιατί το μέρος ήταν λασπερό, αλλά είχαν έρθει να μας εμψυχώσουν κάτι μηχανικοί μεγάλοι και τρανοί και δεν το βάζαμε κάτω. Ήταν και ένας παπάς ο Πολύκαρπος, θυμάμαι, που μας έδινε κουράγιο. Όταν είδε τον πατέρα μου να κιοτεύει, αν και γέρος, σήκωσε τα ράσα, άρπαξε το φτυάρι και έβγαλε πέρα όλα τα καλουπώματα. Αυτός και οι μηχανικοί ονόμασαν Νέα Ορεστιάδα την καινούρια μας πατρίδα και μας είπαν ότι θα γινόταν ωραία σαν την Ανδριανούπολη.
Το οικόπεδο της οικογένειας του Δημητρού, του Κυριάκου και του Γιάννου ήταν σχετικά κοντά στο δικό μας. Πηγαινοερχόμασταν και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Τα σπίτια μας ήταν από τα πρώτα που χτίστηκαν στον στενό πυρήνα μιας πόλης που υπέφερε μονίμως από τη λάσπη, την απουσία νερού και τα λογής λογής ερπετά. Πράγματα που δυσχέραιναν τις μετακινήσεις και απειλούσαν την υγεία όλων μας. Εκεί μάθαμε να είμαστε συνάνθρωποι, παντού και πάντα, χωρίς διακρίσεις. Ο ένας για τον άλλο. Η ανέχεια έγινε προσφορά και η δυσκολία αγάπη. Μόνο την αρρώστια δεν μεταμορφώσαμε.
Η ελονοσία άρχισε να θερίζει. Δεν άργησε να χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Αρρώστησε η μάνα μου και ο πατέρας μου. Τους είχε πιάσει σύγκρυο. Πονούσε το κεφάλι τους, να σπάσει, και ζεμάταγε το κορμί τους από τον πυρετό. Στην αρχή, έλεγαν που πούντιασαν. Δεν το προλάβαμε. Ένα μικρό χτικιασμένο πλασματάκι ήμουν και έμεινα δίπλα τους και τους φρόντισα, μέχρι το τέλος. Όταν έσβησαν πια οι γονείς μου, έριξα τις φωνές. Πρέπει να ακούστηκα δυο τετράγωνα πιο πέρα. Γιούρντηξαν οι γείτονες μέσα στο σπίτι, μια γυναίκα με πήρε αγκαλιά, και άκουσα κάποιον να λέει: << Τώρα δεν έχει κανέναν το καψερό, εκτός από τη Δρόσω και τον Γιάννη>>. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, συνέχισα να κλαίω στην αγκαλιά της γειτόνισσας μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
Την άλλη μέρα, έλεγες είχε μαζευτεί όλος ο ντουνιάς στο σπίτι μας. Κόσμος, κακό, φωνές, κλάματα. Οι γονείς μου ακίνητοι και παγωμένοι. Από πάνω τους, μαυροφορεμένες γριές που έκλαιγαν και μοιρολογούσαν. Δεν έβγαινε δάκρυ από τα μάτια μου. Πίστευα ακράδαντα πως από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθούν και θα τελειώσει όλη αυτή η κατάσταση που μου προκαλούσε δυσφορία και τάση για εμετό. Έψαχνα με τα μάτια να βρω κάποιον από την οικογένεια της κυρά Δροσούλας και του κυρ Παντελή, να παρηγορηθώ. Δεν έβλεπα κανέναν. Έτρεξα στο σπίτι τους.
Όταν έφτασα, είδα και εκεί μαζεμένο πολύ κόσμο. Είδα και στη δική τους πόρτα καπάκια από φέρετρα, τρία στον αριθμό. Από μέσα ακούγονταν κλάματα και φωνές. Μπήκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο κυρ Παντελής, ο Δημητρός και ο Κυριάκος, ήταν νεκροί. Ανάσκελα, άσπροι σαν το πανί, το ίδιο παγωμένοι με τους γονείς μου. Από πάνω τους ούρλιαζε η κυρα Δροσούλα και ο Γιάννος βουρκωμένος την κρατούσε από τις μασχάλες και την τραβούσε προς τα πίσω. Έτσι όρθια και σαστισμένη που ήμουν, άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Πρέπει να ακουγόμουν πιο δυνατά από όλους, γιατί όλοι ξάφνου στράφηκαν προς το μέρος μου. Ο Γιάννος, άφησε τη μάνα του που είχε πάψει προς στιγμήν να κλαίει, και ήρθε σε μένα. << Φιλιώ, τα έμαθα >>, μου είπε. << Θα τους κλάψουμε, θα τους θάψουμε όλους κατά πώς τους αξίζει, και μετά θα έρθεις να μείνεις σε εμάς>>.
Όλα έγιναν όπως έπρεπε και σαν τέλειωσαν μεταφέρθηκα στης κυρά Δρόσως. Το δικό μου το σπίτι ανέλαβε ο Γιάννος και το νοίκιασε σε έναν γιατρό που έστειλε το κράτος να σώσει τον κόσμο που υπέφερε από τη θέρμη. Ο Γιάννος δούλευε στα χωράφια, φρόντιζε τη μάνα του και εμένα. Είχε ωριμάσει απότομα. Μέχρι και ρυτίδες είχαν προλάβει και είχαν σχηματιστεί, δίπλα από τα μάτια του. Εγώ και η κυρά Δροσούλα κάναμε τα οικιακά και συνεχίζαμε να τιμάμε τους νεκρούς μας. Με φώναζε και η Δρόσω “μονάκριβη”, μόνο που τώρα αισθανόμουν ακόμα πιο μόνη .
Η ζωή κυλούσε μέσα στη φτώχεια, ωστόσο αξιωθήκαμε να δούμε τη νέα μας πατρίδα να αναπτύσσεται. Παράλληλα, αναπτυσσόμουν και εγώ. Άνθιζα, μεγάλωνα, μεταμορφωνόμουν. Το ασχημόπαπο γινόταν κύκνος. Είχα ψηλώσει, τα μαλλιά μου είχαν πυκνώσει, και πια το γαλάζιο των ματιών μου φαινόταν για τα καλά. Η κυρά Δροσούλα έδενε το στήθος μου με στηθόδεσμους και δεν με άφηνε να κοιμηθώ με τον Γιάννο. Είχε παραξενέψει τελευταία η Δρόσω, αλλά και ο Γιάννος μου φαινόταν αλλαγμένος, ψυχρός, ντροπαλός, απόμακρος. Όλα είχαν αλλάξει, εκτός από την μπουμπουκιασμένη τριανταφυλλιά, που είχε κουβαλήσει η “μάνα” μας, από το Καραγάτς. Της μιλούσε και χάιδευε τα μπουμπούκια της, σαν να μιλούσε σε άνθρωπο.
Μια μέρα, τη ρώτησα αν ήθελε να βγάλουμε επιτέλους την τριανταφυλλιά από τη γλάστρα. Είχα σκεφτεί από καιρό να την φυτεύαμε στην αυλή. << Τι λές, μαρή Φιλιώ; >> άστραψε και βρόντηξε η Δρόσω. << Τη Θεανώ να την αφήσεις ήσυχη. Αυτή μας έφερε ως εδώ, αυτή θα μας πάει στην Αθήνα>>. Όχι ότι καταλάβαινα τι έλεγε η “μάνα”, αλλά την έκοψα την κουβέντα, μη γινόταν κανένας καυγάς. Μιλούσε που μιλούσε τελευταία ο κόσμος για μας. Όλοι έλεγαν πως με γλεντούσε ο Γιάννος και πως με κρατούσαν εκεί μέσα, αστεφάνωτη, για δουλικό. Τη Δρόσω την έλεγαν αλαφροΐσκιωτη, και σαν να μην είχαν και άδικο. Το είχε παρακάνει. Έλεγε σε όλο τον ντουνιά πως μέσα στο μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς, ήταν η κόρη της η Θεανώ.
<< Έλα εδώ, μάνα >>, την έπιασα μια φορά και της είπα. << Δεν έχεις κόρη εσύ; Τόσο δεν σου κάνω, που βγαίνεις και λες πως η κόρη σου είναι μέσα στη γλάστρα; >>, αυθαδίασα με ζήλια και απαξία. Η Δρόσω δεν μου απάντησε, μα σαν σουρούπωσε και ήρθε ο Γιάννος από τα χωράφια -ούτε τα ρούχα του δεν πρόλαβε να βγάλει- μας τράβηξε και τους δύο στην τραπεζαρία. Μας κάθισε κάτω με το ζόρι και ζήτησε να την ακούσουμε προσεκτικά. << Θα σας μιλήσω για τη Θεανώ >>, είπε. Εν ολίγοις και εν πολλοίς, με αυτά που ακούγαμε δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Η “μάνα” ή που έλεγε την αλήθεια και ήταν όλοι οι άλλοι τρελοί, ή που έπρεπε να την τρέξουμε στους καλύτερους γιατρούς.
Η Θεανώ, κατά πώς μας τα έλεγε η Δρόσω, ήταν μια νεράιδα που είχε φυλακιστεί στο μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς. Είχε κάποτε ξεμακρύνει από τις αδερφές της, από τα δέντρα και τα βουνά όπου ζούσαν και είχε κατεβεί στην πόλη. Εκεί μαγεύτηκε από τους ανθρώπους. Ήθελε να παρακολουθεί τις ζωές τους και στο τέλος τους αγάπησε. Αυτό δεν της το συγχώρησαν ποτέ οι υπόλοιπες νεράιδες και την καταράστηκαν να μείνει για πάντα με τους ανθρώπους, μέχρι να πάει να πλυθεί στο ρέμα της Χελιδονούς. Η Δρόσω την είχε βρει να κλαίει μέσα στη γλάστρα της ένα βράδυ που πήγε να ποτίσει την τριανταφυλλιά, και την είχε λυπηθεί. Δεν πίστεψε, μας είπε , στα μάτια της όταν βρέθηκε μπροστά σε μια θλιμμένη δροσοσταλίδα που μιλούσε ανθρώπινα και ζητούσε βοήθεια. Συμφώνησαν να μένει εκεί, μέσα σε ένα μπουμπούκι και θα έβλεπαν τι θα έκαναν, αλλά τις πρόλαβε ο ξεριζωμός.
Σαν έβγαινε, έλεγε, από το μπουμπούκι και μεταμορφωνόταν, έπαιρνε την όψη νεαρής κοπέλας. Η κοπέλα ήταν ψηλή, λεπτή, αιθέρια ύπαρξη, με μεταξένια μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Χαρούμενη και παιχνιδιάρα από τη φύση της, σαν έτρεχε ανέμιζε το λευκό αραχνοΰφαντο νυχτικό της και πρόσφερε χαρά και ελπίδα στην κυρά Δροσούλα. Δεν εμπιστευόταν να εμφανιστεί σε άλλους, μόνο η Δρόσω την έβλεπε.<< Πολλές φορές που κινδυνέψαμε, η Θεανώ έμπαινε μπροστά μας και μας φύλαγε από το κακό >>, μας είπε η “μάνα”.
Ο Γιάννος, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα, μας διέταξε να σερβίρουμε το φαγητό και σηκώθηκε να πάει να αλλάξει. Η κυρά Δροσούλα φαινόταν ξαλαφρωμένη. Εγώ ετοίμασα το τραπέζι με μηχανικές κινήσεις, όπως πρόσταξε ο Γιάννος, και έπειτα προφασίστηκα πονοκέφαλο και πήγα στην κάμαρά μου. Ήθελα να μείνω μόνη. Ένιωθα πως πνιγόμουν. Πρώτα ο ξεριζωμός, μετά η ορφάνια μου και τώρα η αρρώστια της μάνας, σκεφτόμουν και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, ξύπνησα, έκανα τον σταυρό μου και βγήκα από την κάμαρη. Η κυρά Δροσούλα πότιζε την τριανταφυλλιά στο περβάζι της κουζίνας και ο Γιάννος δεν είχε πάει στη δουλειά. Με περίμενε να κουβεντιάσουμε στο χολ. Τον πλησίασα με ένα παράξενο συναίσθημα συστολής και μελαγχολίας. Αυτός με χάιδεψε στα μαλλιά, μου χαμογέλασε και μπήκε κατευθείαν στο θέμα.<< Φιλιώ>>, είπε με στόμφο, και συνέχισε << Το δίχως άλλο, βλέπεις και εσύ ότι τα πράγματα δεν είναι καλά. Ο κόσμος μας κατηγορεί για πολλά. Εγώ είμαι ο άντρας του σπιτιού και έχω ευθύνη απέναντι σε εσένα και στη μάνα. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, λέω να σε παντρευτώ την παραπάνω Κυριακή και έπειτα να πουλήσουμε τα σπίτια. Θα κατέβουμε στην Αθήνα. Εκεί έχει δουλειά για όλους. Θα νοικοκυρευτούμε σιγά σιγά, και θα είμαστε κοντά στους καλύτερους γιατρούς για τη μάνα. Σαν να μην μας τα λέει καλά, τελευταία>>, τέλειωσε την κουβέντα του και λάκισε.
Βγήκε στην μικρή μας την αυλή όπου οι γλάστρες της μάνας του, ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι και η λεμονιά που είχε φυτέψει ο Παντελής λίγο πριν μας αφήσει, γέμιζαν τον τόπο. Τον ακολούθησα. Εκείνη τη μέρα φυσούσε απαλό αεράκι που χόρευε τα φύλλα της λεμονιάς και ενθάρρυνε τις αποφάσεις μας. << Έχεις δίκιο Γιάννο>>, του απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. << Ας γίνουν όλα όπως λες>>. Δεν γύρισε να με κοιτάξει, έφυγε για τη δουλειά. Γύρισα και εγώ στα καθημερινά μου. Σαν να μην είχαμε πει τίποτα.
Οι μέρες κύλησαν και έφτασε η μέρα του γάμου. Μαζεύτηκαν οι γειτόνισσες μέσα στην μικρή κάμαρά μου να με ντύσουν νύφη. Γριές και νιες, όλες χαρούμενες και ικανοποιημένες σαν να είχε περάσει το δικό τους. Φορούσαν όλες τα καλά τους και έλεγαν τραγούδια του γάμου. Στο χολ ντυνόταν γαμπρός ο Γιάννος. Ούτε φανταστεί δεν είχαμε ότι θα φτάναμε ως εδώ. Παλιότερα και να μας το έλεγαν δεν θα το πιστεύαμε. Όταν ειδωθήκαμε στην εξώπορτα βάλαμε τα γέλια, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και περιπαίζαμε ο ένας τον άλλον. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι από την εκκλησία, υπήρχε μια αμηχανία. Καμωθήκαμε πως δεν άλλαξε τίποτα και συνεχίσαμε έτσι.
Πούλησε ο Γιάννος τα σπίτια σε κάτι Εβραίους και πήρε καλά λεφτά. Όλα ήταν έτοιμα για τον δεύτερο ξεριζωμό. Μόνο που ετούτη τη φορά βλέπαμε φως μπροστά μας. Δεν είχαμε και πολλά να κουβαλήσουμε, πέρα από τα ρούχα μας, έξι σεντόνια, τρεις βελέντζες και την τριανταφυλλιά. Ή που την έπαιρνε η Δρόσω κοντά ή που δεν ακολουθούσε. Μπήκαμε στο τραίνο και ταξιδέψαμε νότια. Μια, δυο μέρες κράτησε το ταξίδι. Όταν φτάσαμε, μας βόλεψε ο Γιάννος σε ένα ξενοδοχείο και έφυγε φουριόζος για τον Ερυθρό Σταυρό.
Στο δρόμο περπατούσε με τέτοια οργή που του κόπηκε το παπούτσι στα δύο. Από την κούραση έβριζε θεούς και δαίμονες. Τον πήραν τα κλάματα. Έτσι όπως έσερνε το ποδάρι και έκλαιγε σκυφτός, έπεσε πάνω σε έναν καλοντυμένο κύριο. << Συγγνώμη καλέ μου άνθρωπε >>, του είπε και έκανε να φύγει. Ο άνθρωπος συγκράτησε τον Γιάννο από τους ώμους, τον γύρισε πίσω και τον ρώτησε γιατί έδειχνε τόσο δυστυχισμένος. Επέμεινε να πάνε σε ένα ζαχαροπλαστείο πάρα κάτω να μιλήσουν. Ο καλοντυμένος κύριος ήταν ένας Ελληνοαμερικάνος βιομήχανος που μοίραζε τη ζωή του έξι μήνες στην Αθήνα και έξι μήνες στη Νέα Υόρκη. Όταν ερχόταν εδώ έμενε στην Κηφισιά και έψαχνε συντηρητές για τη βίλα του με μόνιμη διαμονή στο σπιτάκι του κήπου. Τον Γιάννο τον ψυχοπόνεσε από την πρώτη στιγμή και αφού άκουσε την ιστορία του, ακόμη περισσότερο. Του πρόσφερε τη δουλειά, του έδωσε γραπτώς τη διεύθυνση και του είπε να μεταφερθούμε το συντομότερο. Οδός Χελιδονούς 8, Κηφισιά, Νικ Παπαδόπουλος, έλεγε η σύσταση.
Το επόμενο πρωί, αφού πλυθήκαμε, συμμαζευτήκαμε και νιώσαμε κάπως άνθρωποι, μπήκαμε σε ένα ταξί και πήγαμε να χτυπήσουμε την πόρτα του κυρίου Παπαδόπουλου. Φτάσαμε έξω από μια μεγάλη σκαλιστή σιδερένια αυλόπορτα και χτυπήσαμε το κουδούνι. Περιμέναμε αρκετά σε σημείο που απογοητευτήκαμε, αλλά είχαμε τη Δρόσω που επέμενε ότι θα μας άνοιγαν, γιατί όπως έλεγε όλα αυτά ήταν έργα της Θεανώς. Μετά από λίγο, άνοιξε ο κύριος Νικ και απολογήθηκε για την αργοπορία του. Μας πήγε να βάλουμε τα πράγματά στο σπιτάκι του κήπου και μετά μας ξενάγησε στην έπαυλη, εξηγώντας τι ζητούσε από εμάς κατά τη διάρκεια της απουσίας του.
Έπρεπε σύντομα να φύγει, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1933, και προτιμούσε να τα περνάει στην Αμερική. Θα τον βλέπαμε το καλοκαίρι. Ο άνθρωπος, έδινε τόσα πολλά και από εμάς ήθελε τόσα λίγα. Το φιλότιμο του Γιάννου, δεν το άντεχε. << Ας φύγει ο Αμερικάνος , και εγώ δέκα παραπάνω θα κάνω από ότι ζήτησε >>, έλεγε. Όλοι μας δηλαδή, θα βάζαμε τα δυνατά μας όταν ερχόταν ο άνθρωπος να έβλεπε ένα καινούριο σπίτι και να τον περίμενε μια οικογένεια, γιατί ήταν μόνος στη ζωή.
Στο μεταξύ ο κύριος Παπαδόπουλος έφυγε και εμείς βολευτήκαμε στο σπιτάκι του κήπου, που ήταν μεγαλύτερο από αυτό που είχαμε στη Νέα Ορεστιάδα. Είχε τρία υπνοδωμάτια και μια σαλοκουζίνα με τζάκι. Διάλεξα τη βορινή κάμαρα, αλλά ο Γιάννος διαφώνησε. << Άκου να δεις Φιλιώ, τόσο καιρό παντρεμένοι και δεν έχουμε γίνει αντρόγυνο >>, είπε και με πήρε στη δική του κάμαρα. Το πρώτο βράδυ δεν είδαμε ύπνο. Μείναμε με τα μάτια ανοιχτά και κοιτούσαμε το ταβάνι. Παλιά, και αν δεν κοιμόμασταν μαζί, μόνο που τώρα ήταν αλλιώς. Τα βράδια που ακολούθησαν το χάδι του Γιάννου δεν το ένιωθα πια αδερφικό. Ντρεπόμουν, αλλά ήρθαν στιγμές που το αναζητούσα. Μια και δυο, με έκανε γυναίκα του.
Η ζωή μας πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Πιάσαμε και φιλίες με όλη τη γειτονιά. Ο Γιάννος κάθε που τελείωνε με την έπαυλη, βοηθούσε και τους γείτονες. Τους έκανε όλα τα θελήματα. Τον αγαπούσαν όλοι. Κάθε μήνα είχαμε και αλληλογραφία με τον κύριο Παπαδόπουλο, ο οποίος μέσα σε κάθε γράμμα του έβαζε και ένα έμβασμα. Μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας, έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί. Περνούσαν οι μήνες και φούσκωνα. Η Δρόσω δεν με άφηνε να πιάσω τίποτα, για να μην κουράζομαι, και ο Γιάννος καμάρωνε σαν το παγώνι.
Ήταν μήνας Ιούνιος, όταν ο Αμερικάνος μας ενημέρωσε πως τελικά δεν θα ερχόταν εκείνο το καλοκαίρι, και πως ήθελε τον άντρα μου κοντά του, για κανένα δυο μήνες, στη Νέα Υόρκη. Μέσα στο γράμμα, ετούτη τη φορά, είχε πιο πολλά χρήματα και το αεροπορικό εισιτήριο του αντρός μου . Α' θέση, μη καπνιστών, Παρασκευή 15 Ιουνίου 1934, ώρα εντεκάτη πρωινή, Αθήνα-Νέα Υόρκη, έγραφε το εισιτήριο. Ο Γιάννος είχε μπροστά του μισή εβδομάδα να ετοιμαστεί και να συνειδητοποιήσει ότι θα έφευγε μακριά μας, για πρώτη φορά. Δεν μπορούσαμε, όμως, να αρνηθούμε σε αυτόν τον άνθρωπο. Μας είχε βγάλει από τη μιζέρια και μας είχε δώσει ζωή. Του χρωστούσαμε πολλά. Είχαμε κλεισμένα ραντεβού σε γιατρούς για τη Δρόσω, μα θα τη συνόδευα εγώ στο κάτω κάτω ή μπορούσαμε και να τα αναβάλλουμε. Η αλήθεια ήταν ότι εκτός από την εμμονή της με τη Θεανώ δεν έδινε άλλα δικαιώματα. Ο Γιάννος δεν μας άφησε να τον πάμε στο αεροδρόμιο. << Περιττά έξοδα και περιττός κόπος. Τον άλλο μήνα θα είμαι εδώ>>, είπε, μας φίλησε και έφυγε. Εμείς συνεχίσαμε τα καθημερινά μας σαν να μη συνέβαινε τίποτα, αν και όπως παραδεχόμασταν όταν κουβεντιάζαμε νύφη και πεθερά, μας έλειπε πολύ.
Όταν αφίχθηκε στη Νέα Υόρκη, τον περίμενε ο ίδιος ο κύριος Παπαδόπουλος. Μπήκαν σε μια μαύρη λιμουζίνα -δεν είχε ξαναδεί ο Γιάννος τέτοιο πράγμα- και ο σοφέρ τους πήγε,όπως την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν, σε ένα γλυκοπωλείο. Πολυτέλεια, πολύς και καλοντυμένος κόσμος, μεγάλα κτίρια, κίνηση, αυτοκίνητα, μεγάλοι δρόμοι. Είχε ενθουσιαστεί ο καημένος ο άντρας μου, αλλά δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ ούτε ο ενθουσιασμός ούτε η χαρά της συνάντησης. Την κουβέντα άνοιξε πρώτος ο Αμερικάνος.
<< Αγαπημένο μου παιδί, καλώς ήρθες! Μαθαίνω από την πατρίδα τα καλύτερα για εσένα, τη μητέρα και τη γυναίκα σου. Στον λίγο καιρό που σας ξέρω, με τιμάτε με τα λόγια και τις πράξεις σας. Γνώρισα πολύ κόσμο και συνεργάστηκα με αρκετούς στη ζωή μου για να είμαι εις θέσιν να αντιληφθώ πως εσείς, εκτός από τις υπηρεσίες σας, μου προσφέρατε και τη ζεστασιά της οικογένειας. Άργησα, αλλά βρήκα ανθρώπους να με περιμένουν στην πατρίδα>>, είπε δακρυσμένος ο κύριος Νικ. Πρόταξε το στήθος και πήρε μια βαθειά ανάσα για να απαντήσει ο Γιάννος και να σπάσει την αμηχανία της στιγμής, αλλά ο Αμερικάνος δεν τον άφησε. << Αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος δεν θα σε έβαζα στον κόπο να κάνεις τέτοιο ταξίδι. Θέλω να σου δείξω το σπίτι μου, την επιχείρησή μου και με τη βοήθειά μου και την βοήθεια του δικηγόρου μου, σιγά σιγά να αναλάβεις τα πάντα. Εγώ τα ψωμιά μου τα έφαγα. Οι γιατροί πιστεύουν πως ετούτο εδώ, είναι το τελευταίο μου καλοκαίρι>>, συνέχισε μιλώντας με τρόπο ακαταλαβίστικα ψύχραιμο και αποφασιστικό.
Είπαν τόσα και άλλα τόσα, αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν. Ο Γιάννος δεν μπορούσε να πιστέψει πως ετούτη τη φορά θα έχανε και άλλο αγαπημένο του πρόσωπο ,τόσο άδικα, χτυπημένο από την επάρατη νόσο. Ούτε τα εργοστάσια σκεφτόταν, ούτε τα σπίτια τον ενδιέφεραν, μα ούτε και τίποτα δεν του έκανε εντύπωση. Ποτέ δεν έδωσε αξία στα πλούτη, έτσι και αλλιώς. Τον πατέρα του σκεφτόταν, τα αδέρφια του και τώρα τον Αμερικάνο. Έπρεπε να σταθεί, όμως, για να στηρίξει εμάς, και τον κόπο που είχε κάνει μια ζωή ο δεύτερος πατέρας του -έτσι φώναζε τον κύριο Παπαδόπουλο από εκείνη τη μέρα- δουλεύοντας σκληρά.
Ο Γιάννος έμαθε τη δουλειά αμέσως, όπως και τα εγγλέζικα. Δούλευε σαν σκυλί τη μέρα και από το απόγευμα και πέρα, φρόντιζε τον κύριο Παπαδόπουλο. Όταν εκείνος εισήχθη στο νοσοκομείο στα τελευταία του, ο Γιάννος δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό του. Έτσι ξεκαλοκαίριασε στη Νέα Υόρκη και ο ένας μήνας έγιναν τρεις και οι τρεις πέντε. Τον έπλενε, τον τάιζε, του διάβαζε, τον αγκάλιαζε και του πρόσφερε όση αγάπη δεν πρόλαβε να προσφέρει στον Παντελή, τον Δημητρό και τον Κυριάκο. Στα χέρια του πέθανε ο Νικ Παπαδόπουλος.
Πλησίαζε του Αγίου Δημητρίου όταν πληροφορηθήκαμε την επιστροφή του Γιάννου. Μας έστειλε γράμμα και μας παρακαλούσε να ετοιμάσουμε το σπίτι. Ο Νικ είχε αποδημήσει εις Κύριον. Ο Γιάννος ήθελε να τον φέρει μαζί του και να τον θάψει στην πατρίδα με όλες τις τιμές που του άρμοζαν.
Έτσι και έγινε,όπως και με τους δικούς μας. Η στενοχώρια ήταν μεγάλη. Δεν χαρήκαμε με τούτα και με εκείνα την επιστροφή του αντρός μου και εγώ, μάλλον από την θλίψη, γέννησα λίγες μέρες μετά -ίσως λιγάκι πρόωρα- τον πρώτο μου γιο. Νίκο τον βγάλαμε, στη μνήμη του Αμερικάνου· του δεύτερου πατέρα μας. Ακολούθησε η Δρόσω, η Βαγγελιώ και ο Παντελής. Τέσσερα παιδιά στη σειρά, που με βοηθούσε η κυρα Δροσούλα να τα μεγαλώσω γιατί ο Γιάννος πηγαινοερχόταν στην Αμερική.
Είδε πολλές χαρές το σπίτι μας. Τα χρόνια περνούσαν με αγάπη και αφθονία. Δεν υπήρχε άλλο να ζητήσουμε από τον Θεό, παρά μονάχα την υγεία μας. Αν και η δική μου, μετά το ζάχαρο που ανέβασα στην τέταρτη εγκυμοσύνη, είχε αρχίσει και κλονιζόταν. Είχαν πειραχτεί τα μάτια μου. Η όρασή μου είχε μειωθεί κάτω από το μισό και από ότι έλεγαν οι γιατροί, ίσως και να τυφλωνόμουν. Αν είναι ετούτο το κόστος, για τα τόσα καλά, ας το πληρώσω, σκεφτόμουν και ειλικρινά δεν με ένοιαζε. Η πεθερά μου ήταν και τα μάτια και τα χέρια μου εξ' άλλου. Λάτρευε, επίσης, τόσο τα παιδιά που είχε ξεχάσει ακόμα και τη Θεανώ ή τουλάχιστον έτσι θέλαμε να πιστεύουμε.
Τη χαρά μας, όμως, ήρθε να πάρει η εισβολή των Γερμανών -ύστερα από αρκετό καιρό- στην Αθήνα, τον Απρίλη του 1941. Περάσαμε γερμανική κατοχή, πόλεμο και μετά τον εμφύλιο το΄46, αλλά φαινόταν πως ο Θεός δεν ήθελε να κλάψουμε άλλους από την οικογένειά μας και έτσι μας κράτησε όλους ζωντανούς και ενωμένους μέσα στα χρόνια.
Τα παιδιά, πλέον, είχαν μεγαλώσει κάμποσο. Είχε κιόλας φτάσει η παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1950. Η χώρα είχε ηρεμήσει. Η μπόρα είχε περάσει. Η Αθήνα είχε βάλει τα γιορτινά της και περίμενε να αλλάξει δεκαετία. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν θύμιζε το δύσκολο παρελθόν. Εγώ ετοίμαζα το βραδινό τραπέζι. Τα παιδιά γυρόφερναν τη Δρόσω για ιστορίες από το Καραγάτς δίπλα από το στολισμένο καράβι τους και περίμεναν την αλλαγή του χρόνου. Ο Γιάννος δεν μιλούσε, σκάλιζε τη φωτιά στο τζάκι σκεπτικός, ώσπου ξαφνικά σηκώθηκε, μας κοίταξε και είπε << Λοιπόν, το πήρα απόφαση. Με τη νέα χρονιά ετοιμαστείτε να μετακομίσουμε στην Αμερική>>. Τα παιδιά και η Δρόσω σηκώθηκαν και τον αγκάλιασαν. << Ζήτω !>> φώναζαν σαν να το περίμεναν με χαρά από καιρό. Ο Γιάννος γύρισε και με κοίταξε σαν να ζητούσε τη γνώμη μου κατόπιν εορτής. << Ναι>>, έγνεψα χαμογελώντας.
Οι ετοιμασίες άρχισαν κιόλας από την επομένη. Αν θέλαμε να φύγουμε όλοι μαζί, μέχρι το Πάσχα έπρεπε να δούμε τι θα παίρναμε, τι θα αφήναμε, τι υποχρεώσεις θα κλείναμε. Ο ενθουσιασμός περίσσευε σε όλους μας, και κάθε μέρα που περνούσε ήταν γιορτή. Με γέλια κοιμόμασταν, με χαρά μας έβρισκε το ξημέρωμα. Ο καιρός για το ταξίδι ζύγωνε. Θα είχε δεν θα είχε μείνει καμία εβδομάδα, όταν άκουσα τη Δρόσω να βγαίνει στον κήπο αχάραγα. Δεν το συνήθιζε, και έτσι σηκώθηκα να δω μήπως της είχε συμβεί κάτι. Δεν με άκουγε που τη φώναζα, μόνο είχε γονατίσει δίπλα στη γλάστρα με την τριανταφυλλιά της και προσπαθούσε να την σηκώσει με κινήσεις νευρικές, σαν κλέφτης.
Περίεργο, σκέφτηκα και την πήρα στο κατόπι. Μπροστά η Δρόσω δρομή με το σάλι σφιγμένο πάνω της και την τριανταφυλλιά παραμάσχαλα, και από πίσω εγώ με τη νυχτικιά. Σαν δυο τρελές βρεθήκαμε από τον κήπο στο δρόμο και από εκεί στο ρέμα της Χελιδονούς. Έκανε ψύχρα, όπου πατούσες ήταν ακόμα νωπά, και ο θόρυβος από το ρέμα έπαιρνε μακριά κάθε σου σκέψη. Μύριζε έντονα πεύκο και λουλούδια. Ακούμπησα τον μεγάλο πλάτανο που βρισκόταν μπροστά από την εκκλησία, την Παναγία της Χελιδονούς. Σχεδόν γλίστρησα πάνω στον τραχύ κορμό του και κάθισα στις χοντρές ρίζες του που προεξείχαν σαν σκαμνάκια. Από εκεί μπορούσα να παρακολουθώ τη Δρόσω -όσο μου επέτρεπε η περιορισμένη όρασή μου- που είχε ήδη κατέβει τη μικρή πλαγιά, είχε βρεθεί σύρριζα στο ρέμα, αντίθετα από τη ροή του, και σαν να φαινόταν να κουβεντιάζει με την τριανταφυλλιά, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά. Το μέρος ήταν κατάφυτο, γεμάτο πεύκα και πλατάνια, και η Δρόσω όλο και χανόταν ανάμεσά τους.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει και οι αντανακλάσεις της ανατολής του ήλιου δεν με βοηθούσαν να δω καθαρά. Ακούγονταν από παντού εκκωφαντικά γέλια και χαχανητά παιδιών, μα δεν υπήρχαν τριγύρω παιδιά. Σηκώθηκα όρθια, σφάλισα τα μάτια και έκλεισα τα αυτιά μου, τα γέλια δυνάμωναν. Σκιάχτηκα. Φοβήθηκα για τη μάνα και πάλεψα να φτάσω κοντά της. Όταν πλησίασα θα ορκιζόμουν πως την είδα να χορεύει εκστατικά με μια γαλακτερή σκιά και εκείνη την ώρα, εκατοντάδες ολόμαυρα γυαλιστερά χελιδόνια ξεχύθηκαν από το πουθενά και άρχισαν να φτεροκοπούν πάνω μου. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στο λασπερό χώμα. Έκανα να σηκωθώ και τότε κατάλαβα ότι πια δεν έβλεπα τίποτα. Παντού σκοτάδι. << Μάνα >>, φώναζα και πάλευα με τα χέρια στον αέρα ψάχνοντας από κάπου να πιαστώ. Η Δρόσω έτρεξε κοντά μου. Με σήκωσε. Δεν ακουγόταν πια τίποτα παράξενο. Μόνο το ρέμα και κάτι τιτιβίσματα πουλιών. << Φιλιώ, γιατί ήρθες ως εδώ; >> με ρώτησε.<< Οι νεράιδες τιμωρούν . Πες μου τι είδες; Πώς είσαι;>> συνέχισε να με ρωτάει αγχωμένη και να μιλάει, καθώς βαδίζαμε προς το σπίτι.
Δεν άκουγα τίποτα από όσα έλεγε. Δεν είχα να απαντήσω τίποτα. Δεν είχα δει καν καθαρά τι είχε συμβεί. Δεν ήξερα πού σταματάει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία του ανθρώπου. Το μόνο που με στενοχωρούσε ήταν η σκέψη πως ο Γιάννος είχε πλέον Γολγοθά μπροστά του, τόσο με εμένα όσο και με τη μάνα του.