Ένα συγκλονιστικό διήγημα θα σας παρουσιάσω σήμερα. Για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, τη βία της ανεργίας, την αναμέτρηση με τις ανάγκες και την προσωπική αξιοπρέπεια, την πάλη να μη βυθιστείς στην κατάθλιψη, τον αγώνα για μια αξιοπρεπή ζωή. Κάπου εκεί ο ορίζοντας ματώνει με αφορμή ένα τραγικό περιστατικό, ένα εργατικό ατύχημα...Το διήγημα λέγεται "Η συνέντευξη" κι όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας του Κωνσταντίνος Λίχνος , βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα κι είναι αφιερωμένο στον άδικο χαμό μιας εργάτριας ,που έλαβε χώρα στις 30 Ιουλίου 2019!
Η συνέντευξη- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ
Να που καλούμαι και πάλι, να πράξω κάτι που το αποφεύγω μετά βδελυγμίας. Μα θα το κάνω αδιαμαρτύρητα τη φορά ετούτη, γιατί, καθώς βλέπετε, το απαιτεί η περίσταση. «Γράψτε μία σύντομη περιγραφή του χαρακτήρα σας, επισημάνετε τα δυνατά σας σημεία και όσα θεωρείτε σημαντικά μειονεκτήματά σας», αυτό λέγει το χαρτί τούτο που τώρα κρατώ και μουτζουρώνω• κι αφού δεν μπορώ παρά να υπακούσω στις προσταγές του, θα πρέπει να μιλήσω για μένα.
Παρά την σαφήνεια της απαίτησης που πραγματοποιήθηκε, δελεάζομαι να γράψω κάτι ελαφρώς διαφορετικό από ό,τι μου ζητείτε. Μα μην δίνετε και σημασία πολύ στην λέξη “δελεάζομαι” που χρησιμοποίησα μόλις, γιατί η αλήθεια είναι πως το έχω αποφασίσει ήδη. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου, λοιπόν, αν αυτός που θα καλεστεί να αξιολογήσει τα όσα γράφω - εκ μέρους της εταιρίας που πραγματοποιεί αυτή τη συνέντευξη εργασίας - αποστρέψει το βλέμμα του ευθύς, μόλις διαπιστώσει πως βγαίνω εκτός θέματος. Να τον αναγκάσω να τα διαβάσει δεν είναι στο χέρι μου, μα κι αν μπορούσα δεν είμαι σίγουρος ότι όσα γράφω αξίζουν να διαβαστούν. Ούτε εμένα τιμούν, ούτε το χαρτί τούτο που πλημμύρισε ήδη από λόγια ρευστά και ταραγμένα.
Σαν λεπίδες που τις ακονίζεις μέχρι να σου ματώσουν τα χέρια, έτσι πρέπει να ξεδιαλέγονται οι λέξεις κι ύστερα να ηχούν αιχμηρές για να γδέρνουν το νου, καθώς στυλώνονται με πυγμή στο δέοντα τόπο• Όχι σε τούτο το ευτελές χαρτί που μόλις μου δόθηκε να συμπληρώσω! Εγκαταλείπω την κενόδοξη επιθυμία να σας εντυπωσιάσω, όμως, καθώς δεν έχει τίποτα να μου προσφέρει και θα μιλήσω με τον ανεπαρκή εκείνο τρόπο που έχω μάθει από παλιά να μιλώ. Πότε κατάφερα να εκφραστώ χωρίς περιστροφές άλλωστε, πότε έδειξα πως μπορώ να αντέξω την πίεση; Ποια πίεση, θα ρωτούσατε ίσως. Αυτή την γενικευμένη που υφιστάμεθα όλοι μας, την προερχόμενη από παντού, μα από τα έσω εκπορεύουσα. Αυτήν που εξωθεί τον καθένα μας να διαμορφώνεται εύπλαστος, επιλήσμονας και ευπειθής.
Ξεχάστηκα όμως, δε μιλώ για εσάς, δε μιλώ για την πίεση, μιλάω για μένα. Για μένα λοιπόν! Βρίσκομαι τώρα στα γραφεία μιας εταιρίας που ανακοίνωσε προσλήψεις και έχω ώρες ολάκερες που με περνούν από κόσκινο. Γραπτή εξέταση, ομαδική εργασία, συνέντευξη και ύστερα κι άλλη συνέντευξη! Σε κάθε βήμα της διαδικασίας ετούτης, αποχωρούν και καμιά δεκαριά υποψήφιοι, μα ακόμη και τώρα, στο τέλος κοντά, έχουμε απομείνει πιότεροι από πολλοί.
Μόλις απομείναμε μονάχα μια δράκα, μας δόθηκε τούτο το ερωτηματολόγιο να το συμπληρώσουμε και στο τέλος, στις κενές του σελίδες, να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας με τρόπο θελκτικό. Να απαριθμήσουμε τα δυνατά μας σημεία και να αναδείξουμε τα προσόντα μας. Κι αφού έχω περάσει ώρες ολάκερες να συνομιλώ στα διαλείμματα των συνεντεύξεων με επίδοξους εργαζόμενους και ανταγωνιστές μου, δύο και τρεις φορές πιο καταρτισμένους από μένα για τη θέση που προσφέρεται, αποφάσισα να εγκαταλείψω την μάταιη προσπάθεια να περιαυτολογήσω και να μιλήσω για κάτι που με τρώει περισσότερο.
Ας τα πάρω τα πράγματα με τη σειρά όμως, γιατί το δίχως άλλο θα σας έχω μπερδέψει. Δούλευα για μερικά χρόνια σε μία βιοτεχνία όπου κουβαλούσα κιβώτια. Χαμαλοδουλειά δηλαδή. Σχέση καμία δεν είχε με αυτό που σπούδασα, αλλά ήταν κάτι το σίγουρο και σταθερό. Όλα έβαιναν καλώς, όπως είθισται να λέμε ακόμη κι όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, μέχρι ότου μου παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα υγείας που αδυνατούσα να αγνοήσω. Δισκοπάθεια ήταν και διαγνώστηκε ύστερα από ένα μικρό ατύχημα που είχα στο χώρο δουλειάς. Όπως αποφάνθηκαν οι αρμόδιοι, υπεύθυνος ήμουν εγώ που δεν τηρούσα τους κανόνες ασφαλείας, αυτούς που είχα ο ίδιος υπογράψει κατά την πρόσληψή μου. Υπήρχαν, βλέπετε, ειδικά καροτσάκια για τη μεταφορά των κιβωτίων, μόνο που δεν τα χρησιμοποιούσε κανείς. Τρέχαμε όλοι να εξοικονομήσουμε χρόνο, ώστε να πιάσουμε τον εταιρικό στόχο και να αποδειχθούμε άξιοι της θέσης μας. Ο φταίχτης λοιπόν ήμουν εγώ και λίγο έλειψε να απειληθώ με αγωγή για αθέτηση των συμπεφωνημένων, κάτι που απέφυγα εφόσον συμφώνησα να οδηγηθώ σε παραίτηση. Εγκαταλείφθηκα, έτσι, άνεργος, αδέκαρος και τραυματίας. Σε μία περίοδο που διήρκεσε μήνες δέκα και απαίτησε να αξιοποιήσω μέχρι και την τελευταία εφεδρεία της αντοχής μου για να τη διανύσω.
Νομίζω, όμως, είναι πρέπον να διηγηθώ την ιστορία μου αρχίζοντας από λιγάκι πρωτύτερα. Να σας παρουσιάσω δηλαδή κάποιες πληροφορίες για μένα, όχι βέβαια επειδή προσάγουν απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτω, αλλά επειδή έτσι το κρίνω καλύτερο. Την εξήγηση ωστόσο, την πιο σωστή που μπορώ, για τούτο το αίνιγμα που αποτελεί η τελευταία περίοδος της ζωής μου δε θα τη δώσω αμέσως, γιατί στο κάτω κάτω μερικώς μου διαφεύγει και με ξεπερνά. Να με συγχωρείτε μονάχα, γιατί όπως θα αποδειχθεί, έχω πια ξεμείνει από επιτηδευμένη ευγένεια και προφασισμούς. Μα θα απέμενα, υπό κάθε έννοια, υπόλογος αν παρέλειπα να συμπληρώσω στα παραπάνω πως, παρά την αγένειά μου, δεν έχω μάθει ακόμη να μιλώ δίχως περιστροφές ή να αποφεύγω την μακρολογία.
Ο εφησυχασμός, τέκνο της βολής και της υλικής αφθονίας, είχε εγκαταλείψει το τόπο τούτο προ πολλοῦ. Η εξασφάλιση ενός καλού εισοδήματος που θα οδηγούσε σε μια ευδαιμονιστική ζωή, συνιστούσε ήδη πλάνη μεγίστη. Το μόνο ζητούμενο ήταν η επιβίωση και για το λόγο αυτό είχα εγκαταλείψει το πατρικό μου και είχα εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ζούσα, και δεν υπερβάλλω, σε μία σύγχρονη τρώγλη και είχα αποδυθεί σε εκστρατεία εξεύρεσης εργασίας, μα δίχως επιτυχία μεγάλη. Οι μήνες περνούσαν, η θέση μου δυσχέραινε και το απευκταίο ενδεχόμενο να επιστρέψω στη βάση μου, άρχισε σταδιακά να παρουσιάζεται ολοένα και πιο πιθανό. Ένιωθα να βυθίζομαι σε ένα χαίνον κενό, σε ένα βυθό αβλέμονα και πως θα παρέμενα για πάντα εγκαταλελειμμένος στης αβύσσου το ζόφος. Κι όταν τελικά αναδύθηκα στην επιφάνεια, παρόλο που ανάσανα, δεν κατόρθωσα να απολαύσω όσα είχα στερηθεί. Ίσως επειδή καλλιεργούσα την πλάνη πως θα ήμουν πλέον ικανός να επιπλέω εσαεί.
Παρόλα αυτά αναδύθηκα και δεν πρέπει να λυπάται κανείς τους κόπους που ξόδεψε όταν δίνουν αποτελέσματα τέτοια. Βρήκα εργασία για να το πω πιο ξεκάθαρα και κόντεψα, μάλιστα, να φτάσω στο σημείο του να πιστεύω πως το μέλλον μου προδιαγράφεται λαμπρό. Η οποιαδήποτε δουλειά φάνταζε τότε πραγματική ευλογία, τα σχεδόν 500 ευρώ ακούγονταν θησαυρός και όλα έβαιναν καλώς, για λιγάκι.
Ο άνθρωπος, βέβαια, δεν ευχαριστιέται με τίποτα θα πουν μερικοί και κάποιοι άλλοι θα υποστηρίξουν πως καλά κάνει και δεν ικανοποιείται στα λίγα. Μα δεν είναι θέμα ποσότητας νομίζω εγώ. Θα ήθελε ο καθένας μας, φαντάζομαι, να έρχονται νύχτες που θα πλαγιάζει ανέμελος, να ξημερώνουνε μέρες που δεν θα ξυπνά χολωμένος, να αφουγκράζεται αλλαγές γύρω του που θα σταλάζουν μια δόση γαλήνης στο νου. Να νιώθει πως το βιοπάλεμα του ανοίγει προοπτικές για καλύτερες μέρες, ώστε να πάψει να τρέμει του καιρού τα γυρίσματα και να αισθάνεται διαρκώς γελασμένος. Μα τέτοιες χαρές η ζωή δεν μας δίνει.
Οι λογαριασμοί είχαν συσσωρευτεί από το προηγούμενο διάστημα, οι ανάγκες μου έτρεχαν και ο μισθός εξανεμιζόταν δίχως κόπο μεγάλο. Είχα μετατραπεί σ' έναν άπορο εργαζόμενο, που ήταν μετά βίας ικανός να συντηρηθεί. Η απόγνωση και η αγωνία της ανεργίας, είχαν τώρα δώσει τη θέση τους στην βαρυθυμία και την κόπωση. Μονάχα οι έγνοιες μου ανήκαν σε πλησμονή, όλα τα υπόλοιπα τα χαιρόμουν με το σταγονόμετρο. Το άγχος είχε αντικαταστήσει τον εσωτερικό μου ρυθμό και πια δεν το αναγνώριζα διόλου. Είχα μάθει να το αξιοποιώ, μάλιστα, να το βλέπω ως ελατήριο, ως κινητήρια δύναμη• απουσία της οποίας θα καταποντιζόμουν από τις καθηλωτικές δυνάμεις της δυσανασχέτησης. Κι αυτό έκανα, αγχωνόμουν και δούλευα, μέχρι που είχα εκείνο το μικρό ατύχημα που σας ανέφερα κι έχασα τη δουλειά μου, τόσο εύκολα όσο έχανα ύστερα και τον ύπνο μου από την ανησυχία.
Δέκα μήνες έκατσα άνεργος μετά από αυτό, μα εξέτισα την ποινή μου στο έπακρο κι έμαθα το μάθημά μου καλά. Με το μεροκάματό μας δεν παίζουμε! Γιατί αν όταν εργάζεσαι είσαι σαν άπορος, όταν είσαι άνεργος, απομένεις δίχως αξιοπρέπεια. Μην με ρωτήσετε να σας πω ποιος είναι σήμερα ο ορισμός της αξιοπρεπούς διαβίωσης, όμως, θαρρώ έχει να κάνει με τις ειδικές ανάγκες του καθενός. Αυτό που ξέρω, και το λέγω δίχως καμία ντροπή, είναι πως στους δέκα μήνες που εγώ έκατσα άνεργος, μονάχα αξιοπρεπής δεν ένιωθα. Τρόπος του λέγειν έκατσα δηλαδή, γιατί ούτε να καθίσω δεν μπορούσα από τους πόνους στη μέση μου. Άντε τώρα να σηκώσεις ξανά κεφάλι Μενέλαε, σκεφτόμουν, άντε να βρεις άκρη στον άνυδρο και στείρο από προσδοκίες τούτο ορίζοντα που αντικρίζεις. Άντε να απαλλαγείς από τις τροχοπέδες του φόβου και του δισταγμού, ώστε να ακούσεις τις σκέψεις σου καθώς καταπλακώνονται από τον αδιάλειπτο σάλαγο των ενοχών και της αγωνίας.
Καταδύθηκα ξανά στο βυθό μου λοιπόν, εγκάθειρκτος και μονήρης. Παραδομένος στη διαβρωτική μανία του νερού και ανίκανος να αναφλογίσω την νοτισμένη θρυαλλίδα της προσδοκίας. Αφέθηκα εκεί, όχι γιατί μου έλειπε η πυγμή, αυτή ούτε λόγος πως μου έλειπε τότε, αλλά επειδή δεν έβλεπα προοπτική. Θα πιστεύατε ίσως πως ο χρόνος που κάποιος περνά σ' απομόνωση, είναι χρόνος ωφέλιμος, χρόνος που τον διαμορφώνει πιο ώριμο, πιο ευθύ, πιο σοφό. Χρόνος που σου δίνει τη δυνατότητα να κατασιγάσεις τον απόηχο των απόρρητων σκέψεων και να βάλεις το μυαλό σου σε τάξη. Μα για μένα τέτοιος δε στάθηκε. Ο ταπεινός σας αφηγητής ένιωθε χαμένος, ανίκανος να τακτοποιήσει τις ανάερες σκέψεις του και να σταθμίσει τα όσα συνέβησαν. Να γυρέψω τις αφορμές και τις αιτίες που με κατακρημνίσαν έμοιαζε αδύνατο, κατέληξα οπότε να τα χρεώσω όλα σε μένα. Θεώρησα πως τίποτα δεν είχα καταφέρει στη ζωή μου, ότι απλώς σφετερίστηκα για λίγο την άνωση και αναδύθηκα πρόσκαιρα, μα κάθε προσπάθεια επιπόλαιη έχει μονάχα οφέλη βραχύβια.
Παρόλο που με καταδίκασα έτσι αμείλικτα, όμως, αναδύθηκα ξανά, βρήκα πάλι δουλειά και ανάσανα. Μα κατάφερα να ανανήψω πριν καν βρω εργασία, μία βροχερή μέρα που βάδιζα στα χαμένα με το κεφάλι γειρτό, κοιτώντας ανώφελα το υγρό πεζοδρόμιο. Απρόσμενα συνέβη, χωρίς τυμπανοκρουσίες και ηρωικές αναμετρήσεις κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα αναίτια το βάρος που με καταπλάκωνε να αφανίζεται κι εμένα ικανό να αρθώ στο ύψος των περιστάσεων. Είχα κάνει άλλωστε όλα όσα μπορούσα να κάνω. Είχα ρωτήσει όλους τους φίλους και γνωστούς, είχα απευθυνθεί σε συγγενείς και είχα τρέξει σε κάθε αγγελία. Δεν ευθυνόμουν εγώ για την κατάστασή μου, λοιπόν, είχε γίνει ξάφνου ξεκάθαρο τούτο σε μένα και κάπως έτσι αλάφρωσα. Μπορεί να άγγιξα τις παρυφές της απελπισίας, μα δεν εκμηδενίστηκα. Γνώρισα, μπορώ πλέον να καυχιέμαι, τις αμέτρητες ανείδωτες πράξεις που πρέπει να κάνει ο κάθε κοινός άνθρωπος για να τα φέρει βόλτα στη ζωή, πράξεις που δίχως άλλο ξεπερνούν την μπόρεσή του• και τούτο με γιομίζει περηφάνια ακόμη.
Καθώς βάδιζα, για πρώτη φορά ανάλαφρος μετά από καιρό, ένιωσα πως επιτέλους έπαιρνα το δρόμο κάπου να πάω, βαδίζοντας όπως ήθελα εγώ. Τότε ήταν που συνάντησα έναν παλιό μου συνάδελφο, είχε αλλάξει δουλειά με ενημέρωσε και δήλωσε πως θα μπορούσε να με βολέψει κι εμένα. Κι έτσι ακριβώς έγινε! Αρχή της επομένης εβδομάδας, άρχισα να δουλεύω και πάλι. Περιττό να σας πω πως εκτινάχθηκα σαν πιεσμένο ελατήριο που ξαφνικά λευτερώθηκε, κινούμουν σαν να είχα αστείρευτη συσσωρευμένη ενέργεια ή σα να ξυπνούσα από κάποιο τρομαχτικό εφιάλτη και παραπατούσα με κεκτημένη ταχύτητα έως ότου να ξανάβρω την ισορροπία μου. Βέβαια, ο ενθουσιασμός αυτός και η ευφορία που ένιωσα, ξεθυμάναν απότομα στο τέλος του μήνα, όταν με επισκέφτηκε η κούραση και ο πρώτος μισθός. Τουλάχιστον είχα σταματήσει να νιώθω ανάξιος όμως και μπορούσα πια να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Ήμουν αδιαμφισβήτητα σε καλύτερη μοίρα κι ας ένιωθα πως ανήκα εξολοκλήρου σε μένα μονάχα όταν γυρνούσα στο σπίτι μου. Τις ώρες εκείνες και μόνο, ένιωθα πως ήμουν ο εαυτός μου ατόφιος, ό,τι είχε απομείνει από κείνον τουλάχιστον.
Η δουλειά που έκανα στο εργοστάσιο ήταν χειρωνακτική και απαιτητική. Η κούραση ήταν μεγάλη, μα δεν ήταν το πρόβλημά μου αυτό. Ήταν κάτι που η λέξη κούραση δεν αρκεί για να το αποδώσει, γιατί σαν λέξη υποβάλλει κάτι το παθητικό, κάτι το στερημένο από αιτία και βούληση. Δεν ήταν ο φυσικός μόχθος που με επιβάρυνε, αλλά όλα τα υπόλοιπα. Αυτά που πρέπει κανείς να υποστεί, για να μην καταλήξει άνεργος και πάλι. Τις μικροπροσβολές από τους ανωτέρους, τους μικροεκβιασμούς, τις υποχωρήσεις, την αίσθηση πως δεν είσαι κύριος του εαυτού σου όσο εργάζεσαι μα ένα εργαλείο αναλώσιμο. Το αίσθημα αδικίας που σε κατακλύζει όταν εισπράττεις στο τέλος του μήνα το μισθό, που σε διαμορφώνει εργαζόμενο άπορο. Αυτόν που σε καταδικάζει να πασχίζεις ύστερα να αποσπάσεις οικονομικές μικροαπολαύσεις και συγκινήσεις φευγαλέες, που δήθεν θα γιομίσουν το αδηφάγο κενό που στεγάζεται μέσα σου• εκεί που στοιβάζονται τα ερείπια όλων των ειδών, στην εσχατιά της δυσελπιστίας. Εκεί που συσσωρεύονται άτακτα τα όνειρα, συμπιεσμένα από το βάρος των αποσυρμένων προσδοκιών και της αναθεματισμένης απροσδιόριστης πίεσης.
Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να θεωρεί κάποιος πως μπορεί να ξεπεράσει τέτοιο τέλμα με υπεκφυγές και τεχνάσματα. Ακόμη και με αυτά τα αποτελεσματικότερα φάρμακα κατά της απόγνωσης, που προσφέρονται αφειδώς σε όσους μεθοδικά οδηγούνται στο περιθώριο. Τα ναρκωτικά και το τζόγο δηλαδή, αυτές τις ελκυστικές ανθρώπινες επινοήσεις που προορίζονται για καταφύγια των απελπισμένων. Έχεις ανάγκη επειγόντως από χρήματα; Μπορείς να αγοράσεις ένα Λαϊκό λαχείο, την ελπίδα του χρήματος δηλαδή και να περιμένεις εναγωνίως την κλήρωση και ύστερα την επόμενη. Να περάσεις έτσι μια ζωή παραδομένη στην τύρβη της καθημερινότητας, που σταδιακά μαραίνεται στης φθοράς τα απόνερα. Μια ζήση που εισπνέει επανάληψη και εκπνέει μαρασμό. Αρτιμελής, μα γεμάτος θρεμμένες λαβωματιές, να γιομίσεις φρούδες ελπίδες και φόβους που θεριεύουν με του χρόνου το πέρασμα• μέχρις ότου να κατακυριεύσουν το νου.
Πού αλλού θα μπορούσες αλήθεια να εναποθέσεις τις ελπίδες σου; Στο συνδικαλισμό μήπως; Αυτή η έννοια έχασε παντελώς το ανάστημά της εφόσον την έζεψαν στης χρησιμοθηρίας το άρμα, τούτο δα είναι τόπος κοινός. Στην εργατικότητα, την τιμιότητα και την επιμονή σου ίσως; Θα γελούσα μέχρι να τρίξουν τα δόντια μου αν υποστηρίζατε στα σοβαρά κάτι τέτοιο. Γιατί, όπως μπορείτε εύκολα να κατανοήσετε, κάποιος με το δικό μου πόστο, ένας απλός εργάτης δηλαδή σε κάποιο εργοστάσιο, δεν δύναται να τρέφει ελπίδες αύξησης, προαγωγής και ανέλιξης. Το ύπατο και οριστικό διακύβευμα, ήταν μονάχα το να κρατήσω τη θέση μου. Να κρατηθώ όρθιος, γιατί ανά πάσα στιγμή τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και χειρότερα. Να ξυπνώ κάθε πρωί ρωμαλέος, επικεφαλής των ματαιώσεων και των φόβων μου και να τραβώ για δουλειά. Να κινητοποιούμαι, δηλαδή, από μια ώση μιαρή, να αντλώ για τη ζωή ζήλο, μόνο και μόνο από τον τρόμο του ολοκληρωτικού ξεπεσμού της.
Όπως ήδη σας είπα όμως, είχα μάθει το μάθημά μου καλά ύστερα απ' την προηγούμενή μου παραίτηση κι εκτός από αυτό είχα διαρκώς και τα λόγια του παππού μου να με συντροφεύουν. «Η ζωή είναι ένας αγώνας Μενέλαε», μου έλεγε, κι από τότε τούτη τη φράση την ακούω συχνά, μα φαίνεται πως βγαίνει συνήθως από τα χείλη εκείνων που δεν αγωνιστήκαν ποτέ. Μπορεί να υπομείναν τα πάνδεινα και σχεδόν να μαρτύρησαν, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, μα δεν αγωνιστήκαν και συνεπώς ούτε έζησαν, με βάση τον ορισμό τον δικό τους. Για αυτούς αγώνας και συμμόρφωση καταλήγουν δυο όροι μη αντινομικοί, δυο συστατικά αναγκαία για να παράξουν το απαραίτητο για την παραγωγική διαδικασία ανθρώπινο κράμα, εθελοδουλίας και εθελουργίας, τον σημερινό εργαζόμενο. Παρ' όλ' αυτά, έχουν και κάποιο δίκιο μέσα στην πλάνη τους, η ζωή είναι πράγματι αγώνας, δεν το αρνούμαι αυτό. Μα δεν είναι αγώνας για να υπομείνεις τη ζωή κι ούτε προβάλλει η πάλη για μια ζήση καλύτερη σαν πράξη ηρωική, αλλά σαν στυγνή αναγκαιότητα. Κι αυτό είναι ένα μάθημα που το έμαθα εξίσου καλά και θα σας το αποδείξω σε λίγο.
Στο εργοστάσιο που είχα προσληφθεί, με προσέγγισε από την πρώτη κιόλας βδομάδα, ο Κυριάκος. Αυτός ήταν αυτό που λέμε άνθρωπος του συνδικαλισμού και πίεζε τους πάντες να γραφτούν στο σωματείο, μα δεν ήταν γραφτό να στεριώσει και πολύ στη δουλειά. Δύο ή τρεις μήνες τον ανεχτήκαν μέχρι να τον μεταφέρουν σε άλλη μονάδα κι ύστερα να συνειδητοποιήσουμε πως απολύθηκε. Όταν μου είχε πιάσει την κουβέντα εμένα, είχε αναφερθεί στην εντατικοποίηση της δουλειάς και την κούραση που συσσωρεύαν οι εργάτες, στα ελλιπή μέτρα ασφαλείας, το μειωμένο προσωπικό στις βάρδιες, την ανακύκλωση εργολαβικών εργατών και άλλα πολλά που όμως δε μου έλεγαν τίποτα τότε, αφού ως καινούριος το μόνο που με ένοιαζε ήταν πως είχα και πάλι δουλειά. Όποτε μας πλησίαζε συνωμοτικά για να συζητήσει μαζί μας, κρατώντας φυλλάδια που προειδοποιούσαν για τα ακατάστατα ωράρια και την επακόλουθη έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης των οδηγών των βαρέων οχημάτων, τον αποφεύγαμε. Νιώθαμε κάτι το απειλητικό στην προσέγγισή του, σαν να γύρευε από μας κάτι που δε ήμασταν ικανοί να προσφέρουμε. Αυτός βέβαια επέμενε και μας πρότεινε να συνδικαλιστούμε, να ενισχύσουμε το σωματείο και να δράσουμε για να αποτρέψουμε την καταστρατήγηση των εργασιακών μας δικαιωμάτων. Μα όλα τούτα ηχούσαν στα αυτιά μας μακρινά κι αδιάφορα και δεν ήταν λίγες οι φορές που πραγματικά ενοχλούμασταν απ' το πείσμα του.
Λίγο μετά την απόλυσή του, τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο ενώ είχα σχολάσει από τη δουλειά και γύριζα σπίτι μου μαζί με τον Γιώργο, έναν συνάδελφο με τον οποίο ζούσαμε στην ίδια γειτονιά. «Τι έγινε ρε Κυριάκο; Μπορείς χωρίς αφεντικά τελικά;» του φώναξε ο Γιώργος περιπαιχτικά μόλις τον είδε στο πεζοδρόμιο απέναντι. «Να δούμε αν θα μπορείς εσύ χωρίς μεροκάματο Γιώργη. Γιατί όσες θυσίες κι αν κάνεις, τη δουλειά σου δεν την εξασφαλίζεις ποτέ», αποκρίθηκε ο Κυριάκος και επιτάχυνε με τσαντίλα το βήμα του. Αυτό που υποστήριξε ο Κυριάκος, αποδείχθηκε μια αλήθεια ακαταγώνιστη, μα τότε δεν είχε ακόμη μεστώσει στο νου μου. Πήρε χρόνο για να κατανοήσω, πως όσο οι γνώσεις μου για τον κόσμο γίνονται όλο και πιο ακριβείς, τόσο οι διάφορες κοινές αλήθειες και προγονικές διδαχές αποδεικνύονται ολοένα και πιότερο αστήριχτες.
Ακόμη δεν με αγγίζαν οι προτροπές εναντίωσης στο καθεστώς της εργοδοσίας, όμως, για τον απλούστατο λόγο πως θυμόμουν αυτό που μου είχε πει ο πατέρας μου όταν ήμουν νεότερος, τότε που ως φοιτητής είχα επιπόλαια ασχοληθεί με τον συνδικαλισμό. «Μενέλαε να είσαι προσγειωμένος. Δεν είναι αυτός ο κόσμος πλασμένος στα μέτρα μας, εμείς είμαστε φτιαγμένοι στα δικά του». Άλλο ένα αυταπόδεικτο αξίωμα, μια αλήθεια αυτόχρημα βγαλμένη από τη ζωή. Μία δήλωση που εμπεριέχει έναν καθηλωτικό υπαινιγμό μοιρολατρίας και μια ανεκδήλωτη παραίτηση που τόσο περίτρανα φανερώνεται ύστερα στη ζωή μας. Γιατί το να προφυλαχτείς σήμερα από κάθε επιβουλή κρίνεται αδύνατο. Όσο κι αν υποκύψεις στην εργοδοσία και τα μίσθαρνα όργανά της, πειθήνια σα φαντάρος νεοσύλλεκτος, παραμένεις διαρκώς αναλώσιμος. Αποτελεί κι αυτό ένα μάθημα που το έχω μάθει καλά, γιατί απλούστατα έφερα τούμπα την συμβουλή του πάτερα μου και κατανόησα πως όσο δεν φέρνουμε εμείς τον κόσμο στα μέτρα μας, θα συνεχίζει να μας πλάθει αυτός στα δικά του. Όντως ζωή σημαίνει αγώνας λοιπόν, μα δεν κάνει ο αγώνας τη ζήση δυσβάσταχτη όπως κάποιοι διατείνονται, κάνει αντίθετα τον αγώνα απαραίτητο ένας βίος που καθίσταται αβίωτος.
Τούτο το αναποδογύρισμα των προγονικών νουθεσιών, των συμβουλών που μου έδωσαν ο παππούς κι ο πατέρας μου, έκλωθε εντός μου από καιρό. Τα νέα αξιώματα που προέκυψαν, αρχικά αναδεύονταν μέσα μου ασύνταχτα, στυλώνονταν στο μυαλό μου αγύμναστα έως ότου αναπόφευκτα να αναμετρηθούν με τη ζωή και να χαλυβδωθούν. Όταν συνέβη αυτό ανασκαλευτήκαν τα πιο βαθιά μου θεμέλια και κλονιστήκαν παμπάλαιες εσωτερικές βεβαιότητες. Πώς έγινε αυτό; Απρόσμενα, όπως και κάθε αλλαγή στη ζωή.
Βρισκόμουν στη δουλειά, ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, όταν ένα κλαρκ παρέσυρε μία συνάδελφο που κατευθυνόταν στο κυλικείο. Βρισκόταν σε διάλειμμα βλέπετε, και το θλιβερό τούτο συμβάν, δεν ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί ατύχημα εργατικό. Αυτό μας το ανακοίνωσε, μερικά μόλις λεπτά μετά το περιστατικό, η εργοδότρια εταιρία, διά στόματος του προϊσταμένου μας που δεν παρέλειψε να εκφράσει τη συμπάθεια και τη θλίψη του. Μη φανταστείτε πως έφερα και τον τόπο ανάποδα τότε. Δυο, τρεις αυτονόητες ερωτήσεις κατόρθωσα να κάνω και την πρόταση να πραγματοποιήσουμε στάση εργασίας ως διαμαρτυρία, μα ήταν αρκετά για να στιγματιστώ. Η προθυμοποίηση των συναδέλφων μου ήταν μηδαμινή. Η ερώτηση της γηραιάς επιστάτριάς μας ήταν αφοπλιστική “γιατί να θέσουμε χωρίς λόγο σε κίνδυνο το ψωμί των παιδιών μας;”. Άλλωστε, τι στάση εργασίας θα ήταν αυτή; Διαμαρτυρία απέναντι σε τι; Απέναντι στην κακιά στιγμή και την ατυχία; Όλοι δήλωναν συντετριμμένοι από το τραγικό γεγονός και αλληλέγγυοι με την οικογένεια της αδικοχαμένης, μα κανείς δε φαινόταν διατεθειμένος να ριψοκινδυνεύσει τον πολύτιμο μισθό απορίας που παίρναμε. Εν τέλει, με πρωτοβουλία της ίδιας της εταιρίας, οι μηχανές σίγασαν μονάχα για μερικές ώρες την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια που κηδευόταν η τέως συνάδελφός μας. Μια κίνηση ολοκληρωτικά τυπική, που μας έδινε απλώς το περιθώριο να συλλυπηθούμε την οικογένεια της εκλιπούσας και να επιστρέψουμε αλαφρωμένοι στις δουλειές μας.
Τις επόμενες μέρες, η εργοδοσία απέτρεψε, με χονδροειδέστατους χειρισμούς, την επιθεώρηση του χώρου ώστε να μην εξακριβωθούνε ποτέ οι συνθήκες του ατυχήματος. Ο οδηγός του κλαρκ, εκτός του ότι δε διέθετε την κατάλληλη άδεια οδήγησης βαρέου οχήματος, δεν ανήκε καν στο προσωπικό της επιχείρησης αλλά είχε προσληφθεί με εργολαβία. Η συγκάλυψη του ατυχήματος δε με εξέπληξε και τόσο, ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έπραξε το αναμενόμενο και προστάτεψε τα συμφέροντά του. Ο οδηγός του κλαρκ ήρθε, καθώς φαίνεται, αντιμέτωπος με τις συνέπειες των επιλογών του και έπραξε και εκείνος κατά συνείδηση. Μερικές μέρες αργότερα ενημερωθήκαμε πως βρισκόταν στο νοσοκομείο ύστερα από διπλή απόπειρα αυτοκτονίας. Εμείς οι υπόλοιποι πράξαμε επίσης το αναμενόμενο και συνεχίσαμε τις δουλειές μας ακάθεκτοι.
Δε χρειάστηκε παρά να περάσουν μερικές ημέρες μονάχα και η ομαλότητα αποκαταστάθηκε. Μόνη αλλαγή στάθηκε μια μικρή παρέκκλιση από το συνηθισμένο δρομολόγιό μας κατά το διάλειμμα. Κανείς δεν ήθελε, βλέπετε, να περνά από το χώρο του ατυχήματος και να έρχεται αντιμέτωπος με το ισχνό αποτύπωμα του θανάτου. Κανείς δεν ήθελε πλέον ούτε καν να θυμάται την Κατερίνα γενικώς κι αυτή η παγερή αποφυγή με επιβάρυνε περισσότερο κι από το τραγικό γεγονός αυτό καθαυτό. Όλα πλέον είχαν τυλιχτεί με τον παγερό γνόφο της απάθειας και είχαν διαμορφωθεί απρόσωπα και ξένα. Η λέξη συνάδελφος είχε δεχτεί πλήγμα τεράστιο και έχανε το ανάστημά της ταχύτατα. Μα εγώ αναρωτιόμουν συνέχεια το τι θα είχε πράξει ο Κυριάκος αν δούλευε ακόμη εδώ. Το όλο μέρος έμοιαζε αποθηριωμένο χωρίς την ενοχλητική παρουσία του κι εμείς απροστάτευτοι ολότελα, μην έχοντας πια πουθενά να στραφούμε. Γιατί η συναδελφοσύνη, όπως κι εσείς θα γνωρίζετε, δεν είναι παρά μια ιδέα κι όταν ο άνθρωπος χρειάζεται στήριγμα εστιάζει στα πρόσωπα κι όχι στις έννοιες. Αν κι αυτό ίσως να αποτελεί μονάχα μια πλάνη, γιατί οι ιδέες ενσαρκώνονται στ' άτομα.
Τον αναζητούσα απεγνωσμένα τον Κυριάκο εκείνες τις κρίσιμες ώρες και δεν με απογοήτευσε. Μας περίμενε όταν σχολάσαμε, την επομένη του ατυχήματος, στην έξοδο του εργοστασίου μαζί με μια αντιπροσωπία αδελφών σωματείων. Τα νέα είχαν διαδοθεί, βλέπετε, και αποδείχθηκε εκ του πρακτέου πως δεν ήμασταν ολότελα μόνοι. Αυτό που επακολούθησε, όμως, ήταν από κάθε άποψη αποκαρδιωτικό. Το προσωπικό του εργοστασίου απέφευγε τους συνδικαλιστές, επιτάχυνε το βήμα, διέρχονταν αγχωμένα το δρόμο και εξαφανίζονταν. Κάποιοι καταφέραν να ψελλίσουν δυο λόγια μόνο και μόνο για να πουν: “Ένα ατύχημα ήταν! Μην προσπαθείτε να επωφεληθείτε πολιτικά”.
Ο Κυριάκος με είδε που αποχωρούσα μαζί με το Γιώργο και ζύγωσε να μας μιλήσει.“Στο είχα πει Γιώργη, πως δύσκολα θα κρατούσες τη δουλειά σου, όσες θυσίες κι αν έκανες. Μα πλέον διακυβεύονται οι ζωές σας οι ίδιες κι ακόμη μυαλά δεν αλλάζεις”. Είπε ο Κυριάκος, κι αφού έβγαλε τα γυαλιά του βάλθηκε να τα τρίβει με την άκρη της μπλούζας του, μα ο Γιώργος δεν απάντησε τίποτα, συνέχισε να περπατάει μονάχα και μπήκε βιαστικά στ' αυτοκίνητό του. Εγώ, που είχα για λίγο σαστίσει, έτρεξα να τον προλάβω πριν φύγει, για να με πετάξει στο σπίτι μου.
Το επόμενο πρωί, φτάσαμε στο εργοστάσιο και σχεδόν ανακουφιστήκαμε που δεν μας περίμενε κανείς, για να μας ζητήσει ευθύνες ή να απαιτήσει από εμάς πράγματα ανέφικτα. Πήγαμε στα πόστα μας δίχως προβλήματα και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Τίποτα δε φαινόταν να είχε αλλάξει, μα είχαν ήδη δρομολογηθεί αλλαγές. Τον επόμενο μήνα καλέστηκα να επισκεφτώ το γραφείο του προϊσταμένου, εγώ και μερικοί ακόμη που είχαμε εκφράσει κάποιες χλιαρές διαμαρτυρίες για το θάνατο της εργάτριας. Μεθοδεύονταν η συγκαλυμμένη απόλυσή μας, βλέπετε, και το σχέδιο είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Μεταφερθήκαμε αθόρυβα σε μια παρακείμενη εργοστασιακή μονάδα, ένα τμήμα το οποίο έμελλε να κλείσει λίαν συντόμως, κι όταν έφτασε η ώρα εκείνη εισπράξαμε μια αποζημίωση απόλυσης, υπογράψαμε μια εμπιστευτική σύμβαση εχεμύθειας και γυρίσαμε σπίτια μας.
Πράξαμε όλοι μας το μόνο που μπορούσαμε, θα μου πείτε, και ίσως να θεωρείτε πως έχετε και δίκιο λέγοντάς το αυτό. Τι άλλες επιλογές είχαμε άλλωστε; Καμία, θα απαντούσε ο κάθε νομοταγής και σώφρων πολίτης, και είναι πραγματικά τεράστια ανακούφιση τούτη η σκέψη. Και πώς να μην είναι, αφού κάθε άλλη μου προκαλεί τρομαχτική δυσφορία; Μα ήταν τόσο συνειδητά διαδραστική η συνθηκολόγησή μας, τόσο σκόπιμος ο ενδοτισμός μας, που προκύπτει αδιαφιλονίκητα το συμπέρασμα πως φέρουμε πλήρη ευθύνη για τις επιλογές μας.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί δεν έχω πλέον διάθεση καμία να σας εντυπωσιάσω και το γεγονός πως έχω απομείνει πια τελευταίος στην αίθουσα ετούτη, να συμπληρώνω ευλαβικά αυτό το χαρτί, δεν πρέπει να θεωρήσετε πως συνηγορεί για τ' αντίθετο. Δε θα αρνηθώ πως τη δουλειά τη χρειάζομαι, μα πια έχω μάθει τα μαθήματά μου καλά. Το ενδεχόμενο της ανεργίας αποτελεί τελικά φόβητρο μικρότερο, από εκείνο του να προσληφθώ. Έχω κουραστεί να παραβλέπω αυτό που καθημερινά προβάλλει όλο και πιο επιτακτικά αναγκαίο. Η ζωή είναι αγώνας, δεν θα το αμφισβητήσει κανένας αυτό, το τι είδους αγώνας θα γίνει, όμως, ας το επιλέξει ο καθένας. Μπορεί να γίνει αγώνας κατάδυσης, όπου πρέπει να κρατάς την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις ή πάλη για να αναδυθείς στην επιφάνεια και να ανασάνεις σαν άνθρωπος. Εμένα, καλώς ή κακώς, για το πρώτο είδος αγώνα δεν μου έχουν απομείνει πια αντοχές.
Όπως είδατε, αποδείχτηκα αληθής σε αυτό που είχα πει στην αρχή. Μήτε οργανωμένο χαρακτήρα είχαν τα όσα σας είπα, μήτε κρίνονται αρμοστά για να καταγραφούν στο φυλλάδιο ετούτο. Βέβαια, ποσώς με ενδιαφέρει το πώς θα σας φανούν, γιατί ομολογώ πως μου είναι αδύνατον πλέον να περάσω την είσοδο ενός ακόμη εργοστασίου κάνοντας από το πρώτο μου βήμα υποχωρήσεις ντροπής. Κυρίως τρέμω, είναι η αλήθεια, να ενσωματωθώ σ' ένα χώρο εργασίας που δεν θα υπάρχει κάποιος Κυριάκος κι αν με προσλάβετε, ίσως αναγκαστώ εγώ αυτή τη φορά να παίξω το ρόλο του.
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. (Αφιερωμένο στον άδικο χαμό της εργάτριας στις 30 Ιουλίου 2019)
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλοκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κέφαλος, εξωτερικός συνεργάτης του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Κέφαλος, Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημά του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Το 2020, κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιό του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιό του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Τα βραβευμένα έργα του Διαγωνισμού Λογοτεχνίας
Το διήγημά του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε από την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημά του WWW.Dialogos.gr.
Το 2018, απέσπασε για το διήγημά του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό πρωτότυπου Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.