Θα γνωρίσουμε το πολύ συγκινητικό διήγημα "Ζωή... για δυο" του εκπαιδευτικού Κωνσταντίνου Σταύρου!
Ζωή... για δυο-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
Δεμάτι Ιωαννίνων. Ξημέρωνε φθινόπωρο του ογδόντα πέντε. Το τριακοστό του Χρίστου Λάμπρη. Το εικοστό από τότε που είχε να δει τον πατέρα του. Ένας χωμένος σε τρώγλες και κρασοπουλειά ήταν. Τον κουτσομπόλευε ο κόσμος στα κρυφά. Για δουλειά στα ξένα τους έψελνε η Φώτω. Ή Φώταινα, όπως τη φώναζε το χωριό. Κι ας έκρυβε την αλήθεια για τον μέθυσο τον άντρα της. Της το ʼχε πει ξάστερα εκείνο το πρωί. «Θα φύγω μάνα. Θα φύγω γι’ Αθήνα. Με τη Μαριγώ. Για το παιδί. Για ʼμας. Δε μας βαστά ο τόπος». Το ʼχε καταλάβει η Φώτω. Απ’ το πρώτο κιόλας δεμάτιασμα του Ιούνη. Τότε που ο Χρίστος της έδωκε κοψοχρονιά τα δυο στρέμματα που του ʼχε γράψει ο μέθυσος πατέρας του πριν φύγει απ’ τη ζωή τους για τα καλά. Ο Χρίστος Λάμπρης το ʼχε πάρει απόφαση. Κι ας του ʼψελνε η μάνα του μέρα νύχτα για τη Μαριγώ. Πως τον είχε βάλει μες στα σκέλια της. Είκοσι τριώ χρονώ τσουλί. Πως ήταν γκαρδιακιά και τον ήθελε σιμά της για να τη γεροκομήσει. Πως θα πέθαινε της πείνας μες στα τσιμέντα και τον κακό χαμό της Αθήνας. «Η απόφασ’ είν’ απόφασ’, μάνα», έλεγε και ξανάλεγε. «Την ξέρω καλά τη Μαριγώ. Απ’ τα γεννοφάσκια της. Πνίγεται κι εκείνη στο χωριό». Στην Αθήνα θα τα βόλευε. Για την καρδιά της ούτε κουβέντα δεν έκανε. Όπως κι όταν άφησε το Δεμάτι. Χειμώνες τώρα η Φώτω πονούσε. Απ’ τη μια καρτερούσε να τα βρει με τον γιο της. Πως προσπαθεί να τον πείσει να τα βρουν της είχε μηνύσει η Μαριγώ. Μάνα ήταν κι αυτή. Καταλάβαινε. Απ’ την άλλη πονούσε απ’ όσα της είχε πει ο γιατρός σαν κατέβηκε στα Γιάννενα. «Κυρά Φώτω, η καρδιά σου δεν θ’ αντέξει». Αυτά γυρόφερναν στο μυαλό της Φώτως κάθε που κοιτούσε τη φωτογραφία του Χρίστου της. Τώρα πια τον κουβαλούσε μέσα της. Η καρδιά του είχε κάμει το χρέος της. Είχε φωλιάσει στον κόρφο της. Μόνο η Μαριγώ πια ήταν σιμά της. Ο Χρίστος της και η εγγόνα της χτυπήθηκαν από μια κούρσα. Πεζοί στον δρόμο. Τέλη Μαρτίου. Του ενενήντα. Τώρα η Φώτω ή Φώταινα ζούσε για δυο.