Ένα πολύ ενδιαφέρον διήγημα με φόντο τα γραφεία μιας εφημερίδας θα δούμε σήμερα! Ο τίτλος του είναι "Εξέλιξις" και το έγραψε η λογοτέχνιδα Σταυρούλα Μπίου!
«Εξέλιξις»- ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΠΙΟΥ
Μπήκε στο σπίτι. Έβγαλε τα παπούτσια της, άνοιξε το ψυγείο, πήρε τη σαλάτα που είχε ετοιμάσει νωρίς το πρωί, ένα πιρούνι, γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι με νερό και κάθισε στο μπαλκόνι ν’ απολαύσει το δείπνο της.
Η Άννα, στην ηλικία των τριάντα πέντε, ήταν μια από τις πιο επιτυχημένες δημοσιογράφους στο νησί. Με πτυχία φιλολογίας και δημοσιογραφίας, και μεταπτυχιακές σπουδές στις τηλεπικοινωνίες, κατάφερε από νωρίς να διαπρέψει στον κόσμο της δημοσιογραφίας, εργαζόμενη σε μεγάλες εφημερίδες, σε περιοδικά, στο ραδιόφωνο, αλλά και σε τηλεοπτικούς σταθμούς. Τα τελευταία τρία χρόνια είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην πρωτεύουσα. Νοίκιασε ένα ρετιρέ σε μια πλούσια συνοικία και εργαζόταν ως αρχισυντάκτρια μιας παγκύπριας εφημερίδας, ενώ παράλληλα έκανε και δύο ώρες ραδιόφωνο τις καθημερινές με θέματα κυρίως κοινωνικά.
Ανύπαντρη και χωρίς παιδιά, η Άννα έδινε πάντα την εντύπωση μιας δυναμικής και ανεξάρτητης γυναίκας σε όποιον τη γνώριζε. Δεν έκανε ποτέ μακροχρόνιες ερωτικές σχέσεις, δεν είχε φίλους, με τους γονείς της είχε να μιλήσει τρία χρόνια και πάντα κρατούσε τον κοινωνικό της περίγυρο σε απόσταση. Δεν γνώριζε το όνομα κανενός ενοικιαστή στην πολυκατοικία της, ούτε είχε επαφή με τον ιδιοκτήτη, αφού του πλήρωνε ηλεκτρονικά το νοίκι και τα απαιτούμενα κοινόχρηστα. Αν και αγαπούσε τα σκυλιά, δεν θέλησε να πάρει κάποιο στο διαμέρισμά της, αφού δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο να το φροντίζει όπως θα έπρεπε. Έτσι, οι μέρες της κυλούσαν ανάμεσα στη δουλειά της και τις ώρες που περνούσε στο διαμέρισμά της.
Με το που κατάπιε την τελευταία μπουκιά απ’ τη σαλάτα της, σηκώθηκε, έβαλε το πιάτο και το ποτήρι στον νεροχύτη και ξάπλωσε στον καναπέ. Πήρε τον φορητό υπολογιστή της, έλεγξε το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο, απάντησε σε όλες τις απορίες του νεαρού και νεοπροσληφθέντος βοηθού της στην εφημερίδα, μπήκε στη σελίδα με τις ταινίες και έβαλε να παίξει η πρώτη ταινία που εμφανίστηκε μπροστά της. Το κινητό της χτύπησε. Ήταν μήνυμα. Απρόθυμα το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε.
«Κυρία Άννα, θα ήθελα να ξέρετε ότι η πρότασή μου για δείπνο απόψε ισχύει ακόμα. Δώστε μου μια ευκαιρία. Δεν θα σας απογοητεύσω».
Το διέγραψε αμέσως, χωρίς το πρόσωπό της ν’ αλλοιωθεί προδίδοντας κάποιο συναίσθημα χαράς ή απαξίωσης. Ο Μίλτος ήταν ο βοηθός της, είκοσι τριών ετών, γοητευτικός και με μεγάλα μαύρα μάτια. Με τον αυθορμητισμό που τον διακατείχε, γοητεύτηκε από την αρχισυντάκτριά του αμέσως. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια τι ήταν αυτό που τον γοήτευε σ’ αυτή τη γυναίκα. Να ήταν, άραγε, η αυστηρότητά της; Η περηφάνια της; Το ντελικάτο και πάντα κομψό ντύσιμό της; Ή, μήπως, το χαμόγελό της; Το σίγουρο ήταν πως θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να την κατακτήσει.
Πριν περάσει μισή ώρα, η Άννα ξαναπήρε το κινητό στα χέρια της, βρήκε στις επαφές το όνομα «Χρήστος» και κάλεσε.
«Άννα, δεν περίμενα τηλεφώνημά σου. Τι κάνεις;»
«Καλά. Θα μπορέσεις να έρθεις απόψε από ’δω;»
«Απόψε; Η αλήθεια είναι ότι έχω κανονίσει κάτι, αλλά…»
«Δεν πειράζει. Άσ’ το για άλλη φορά. Καληνύχτα».
«Όχι, περίμενε. Σε μισή ώρα θα ‘μαι εκεί».
«Έγινε».
Ο Χρήστος ήταν η περιστασιακή σχέση της Άννας αυτή την περίοδο. Ο ίδιος δεν ζήτησε ποτέ κάτι περισσότερο κι αυτό της άρεσε. Δεν χρειαζόταν να δίνει εξηγήσεις, απλά του τηλεφωνούσε κι εκείνος ερχόταν όποτε μπορούσε. Το ίδιο έγινε κι απόψε. Η Άννα σηκώθηκε, έκανε ένα γρήγορο ντους, έβαλε ένα απλό λευκό φόρεμα, που άφηνε ακάλυπτους τους ωραίους ώμους της, μάζεψε τα λεία καστανά μαλλιά της σε μια χαμηλή αλογοουρά, έβαλε λίγο απ’ το αγαπημένο της κόκκινο κραγιόν που τόνιζε τόσο όμορφα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Μόλις έφτασε ο Χρήστος, τον υποδέχτηκε προσφέροντάς του ένα ποτήρι κρασί κι αφού το ήπιε, πέρασαν όλο το βράδυ μαζί στην κρεβατοκάμαρα.
Η Άννα ξύπνησε απ’ τον ήχο του κουδουνιού. Σηκώθηκε μηχανικά, φόρεσε τη ρόμπα της, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της και άνοιξε την πόρτα.
«Μίλτο, καλημέρα. Τι θες εδώ;» ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Καλημέρα, κυρία Άννα», είπε εκείνος με ένα ελαφρύ μειδίαμα.
«Πόσες φορές σού είπα να μη με λες κυρία;» απάντησε θυμωμένη.
«Μα…»
«Μίλτο, τι ηλικία έχεις;» τον έκοψε η Άννα, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του.
«Είκοσι τρία κυρ…» και έκοψε απότομα τη φράση του.
«Εγώ ξέρεις πόσο είμαι;»
«Τριάντα;» είπε διστακτικά σκύβοντας το πρόσωπό του ελαφρά, κοιτάζοντας το πάτωμα. Η αμηχανία του ήταν φανερή και το χαμόγελό του εξαφανίστηκε.
«Τριάντα πέντε! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι πρακτικά θα μπορούσαμε άνετα να είμαστε ένα ωραιότατο ζευγάρι!»
«Αλήθεια το πιστεύετε αυτό, κυρία Άννα; Θα μπορούσαμε εγώ κι εσείς… δηλαδή εσείς κι εγώ… να…» είπε κομπιάζοντας ο Μίλτος.
Η Άννα σχημάτισε στο πρόσωπό της ένα μικρό χαμόγελο, έκανε δύο βήματα προς το μέρος του, έβαλε το χέρι της στο πηγούνι του, του ανασήκωσε το πρόσωπο και είπε:
«Φυσικά! Εκτός αν με ξαναπείς κυρία. Αν ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, θα σε απολύσω».
«Μάλιστα, κυρ… Μάλιστα, Άννα», είπε ο Μίλτος και το πρόσωπό του ξαναβρήκε το χαμένο του χαμόγελο.
Η Άννα τον συμπαθούσε πολύ και πίστευε πως έχει πολλές δυνατότητες να εξελιχθεί σε έναν άριστο δημοσιογράφο, κι ας του συμπεριφερόταν καμιά φορά απότομα.
«Δεν μου είπες όμως, τι θες εδώ τέτοια ώρα;»
«Να, έγραψα τις ερωτήσεις για τη συνέντευξη με τον κύριο Ευθυμίου και είπα να περάσω να τις αφήσω. Μπορούμε να τις μελετήσουμε μαζί εδώ, ή, αν θέλετε, μπορούμε να πάρουμε μαζί τον πρωινό καφέ μας στην καφετέρια εδώ πιο κάτω. Κερνάω εγώ! Τι λέτε;»
Εκείνη χαμογέλασε, θαυμάζοντας τον αυθορμητισμό του νεαρού, και πριν προλάβει ν’ απαντήσει, ο Χρήστος βγήκε απ’ το δωμάτιο ημίγυμνος. Αφού ντύθηκε, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Τηλεφώνησέ μου όποτε θες», είπε κοιτάζοντας την Άννα κι έφυγε, περνώντας δίπλα απ’ τον Μίλτο.
Αμέσως εκείνος, που στεκόταν ακόμη στην πόρτα, έσκυψε και πάλι το κεφάλι. Προέταξε στην Άννα τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια του.
«Ορίστε οι ερωτήσεις. Πάω στο γραφείο. Θα σας δω εκεί», είπε χαμηλόφωνα.
«Μίλτο! Περίμενε. Δεν θα ’ρθείς να τις δούμε μαζί;» απάντησε, καταλαβαίνοντας αμέσως το πόσο άβολα ένιωσε ο Μίλτος.
«Όχι, δεν πειράζει».
«Μίλτο, νομίζω πρέπει να μιλήσουμε. Έλα μέσα».
«Δεν έχουμε κάτι να πούμε. Καταλαβαίνω».
«Μίλτο, είπα έλα μέσα».
Εκείνος, με μια έκφραση που η Άννα δεν είχε ξαναδεί, ύψωσε το κεφάλι, προχώρησε προς την πόρτα, στάθηκε ακριβώς πάνω απ’ το χαλί εισόδου και απέναντί της. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν τόσο ανάλαφρα στους ώμους της. Τα μάτια της έλαμπαν, αν και φαινόταν ότι είχαν μόλις πριν λίγο ανοίξει. Τα χείλη της είχαν αυτό το φυσικό απαλό ροζ χρώμα που για πρώτη φορά είχε δει ο Μίλτος. Κι αφού την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
«Γιατί να έρθω; Είναι πια ξεκάθαρο. Δεν ενδιαφέρεσαι για μένα. Βασικά δεν σ’ ενδιαφέρει κανείς παρά μόνο ο εαυτός σου. Έχουν δίκαιο στο γραφείο. Μια εγωίστρια γυναίκα καριέρας είσαι. Δεν έχεις αισθήματα. Δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις. Δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις. Φοβάσαι ν’ αγαπήσεις. Μείνε μόνη σου. Μόνη σου. Αυτό σου αξίζει».
Σταμάτησε απότομα. Κατάλαβε ότι ο τόνος της φωνής του είχε υψωθεί. Έμεινε να την κοιτάζει. Δεν μπορούσε καν ν’ αναπνεύσει. Κρύος ιδρώτας τον κατέκλυσε ξαφνικά. Πώς το έκανε αυτό; Πώς μίλησε τόσο άσχημα στη διευθύντριά του; Πώς μίλησε τόσο άσχημα σε μια γυναίκα; Φοβόταν… Έτρεμε… Προσπαθούσε να συνέλθει. Να ζητήσει συγγνώμη… Δεν πρόλαβε. Η Άννα τού έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα χωρίς να πει κάτι. Ο Μίλτος έμεινε για λίγο στην ίδια θέση να κοιτάει την πόρτα. Έπειτα έφυγε.
Δύο ώρες μετά η μεγάλη πόρτα στα κεντρικά γραφεία, στον δεύτερο όροφο, όπου στεγαζόταν η εφημερίδα Εξέλιξις, άνοιξε. Η Άννα, φορώντας μια κλασική μαύρη και στενή μίντι φούστα, που κάλυπτε ίσα-ίσα τα γόνατά της, με ελαφρύ σκίσιμο στο πλάι, που άφηνε να διαγράφεται μέρος του μηρού της, με το λευκό πουκάμισό της, που άφηνε όπως πάντα ξεκούμπωτο μέχρι το σημείο που άρχιζε να διαγράφεται το στήθος της, με τις μαύρες γόβες της, με ψηλή αλογοουρά και με το πάντα αγαπημένο της κόκκινο κραγιόν, πέρασε την πόρτα και περπάτησε κατά μήκος του ορόφου, μέχρι που έφτασε στο γραφείο της, στο τέλος του διαδρόμου. Το άρωμα που άφηνε στο πέρασμά της, ολόκληρη η παρουσία της, έκανε τους πάντες να μένουν εκστασιασμένοι και να κοιτάνε με θαυμασμό. Χωρίς να χαιρετήσει κάποιον, μπήκε στο γραφείο της κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Άφησε την τσάντα της στον καλόγερο, άνοιξε τον υπολογιστή, πήρε το φλυτζάνι με καφέ από το γραφείο, στάθηκε μπροστά απ’ το μεγάλο τζάμι που βρισκόταν στο πίσω μέρος του γραφείου κοιτάζoντας για ένα λεπτό, ήπιε μια γουλιά, γύρισε και κάθισε στην καρέκλα της. Σήκωσε το τηλέφωνο του γραφείου.
«Αγγελική, πού είναι ο Μίλτος;»
«Ήρθε πριν λίγο, έφτιαξε τον καφέ σας, τον άφησε στο γραφείο σας κι έφυγε».
«Είπε πού πάει;»
«Όχι. Μόνο ότι θα γυρίσει σύντομα».
«Εντάξει».
Έκλεισε το τηλέφωνο και πήρε στα χέρια τις ερωτήσεις για την προγραμματισμένη συνέντευξη με τον Ευθυμίου, εκπρόσωπο της Κυπριακής Τράπεζας. Η συνέντευξη ήταν προγραμματισμένη σε μισή ώρα. Ο Ευθυμίου τον τελευταίο μήνα ήταν κεντρικό πρόσωπο της επικαιρότητας: στο ραδιόφωνο, στα κανάλια, στις εφημερίδες. Η Άννα δεν ήθελε με τίποτα να πάει κάτι στραβά σε αυτή τη συνάντηση. Μόλις πέρασε ένα τέταρτο, ξανακάλεσε την Αγγελική.
«Αγγελική, ο Μίλτος;»
«Μόλις ήρθε, κυρία Άννα».
«Πες του να τσακιστεί να έρθει αμέσως στο γραφείο μου».
«Μάλιστα».
Κατέβασε εκνευρισμένη το ακουστικό. Η πόρτα χτύπησε στα αμέσως επόμενα δέκα δευτερόλεπτα.
«Παρακαλώ», είπε η Άννα.
Ο Μίλτος άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Προχώρησε προς το γραφείο και πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του, η Άννα είπε:
«Μπορώ να μάθω πού στο καλό εξαφανίστηκες; Αυτό, αγόρι μου, το λες επαγγελματισμό; Ο Ευθυμίου από στιγμή σε στιγμή θα είναι εδώ κι εσύ τι κάνεις; Πείσματα σαν μικρό παιδάκι, επειδή σε πληγώσαμε για κάτι που τόσο καιρό φαντάζεσαι κι ελπίζεις. Με τέτοια συμπεριφορά δεν πρόκειται να πας πουθενά. Πες μου έναν καλό λόγο να μη σε διώξω αμέσως! ΕΝΑΝ!»
Ο Μίλτος κατέβασε το κεφάλι του υπομένοντας να τελειώσει η διευθύντριά του την επίπληξη. Οι φωνές της ακουγόντουσαν σε όλο τον όροφο και δεν έλειψαν σχόλια όπως: «Πάλι τα νεύρα της έχει», «Ποιος μας σώζει πάλι», και άλλα παρόμοια.
«Συγγνώμη…» είπε ο Μίλτος, με τη φωνή ίσα-ίσα να βγαίνει απ’ το λαρύγγι του.
«Συγγνώμη, μάλιστα! Όλα λύθηκαν μ’ ένα συγγνώμη!»
Παύση για μερικά δευτερόλεπτα.
«Πήγαινε στην αίθουσα συσκέψεων και περίμενέ με. Κι αν στο μεταξύ φτάσει ο Ευθυμίου, πρόσφερέ του καφέ και κεράσματα κι έρχομαι. Πήγαινε».
Ο Μίλτος υπάκουσε και βγήκε απ’ το γραφείο. Η Άννα άνοιξε την τσάντα της, πήρε το καθρεφτάκι της, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της, διόρθωσε το κραγιόν της, έφτιαξε τη φούστα της, βγήκε απ’ το γραφείο και κατευθύνθηκε στην αίθουσα συσκέψεων. Ένιωθε τα βλέμματα των υπαλλήλων να ακουμπούν πάνω της. Προχώρησε με πιο γοργό βήμα.
Μπαίνοντας στην αίθουσα, είδε τον Ευθυμίου να κάθεται στην καρέκλα που βρισκόταν στην κορυφή του μεγάλου οβάλ γραφείου και τον Μίλτο να σερβίρει καφέ. Αμέσως φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
«Κύριε Ευθυμίου! Τι χαρά! Καλώς ήρθατε!» του είπε, προτάσσοντας το χέρι της για την απαιτούμενη χειραψία.
«Αργήσατε, κυρία Ιερωνύμου. Κι ο χρόνος μου είναι πολύτιμος», απάντησε, ανταποδίδοντας την πρόταση του χεριού.
«Α, αγαπητέ μου, με συγχωρείτε! Αλλά μια γυναίκα, αν δεν αργήσει έστω και μερικά λεπτά, θα προσβάλει τον καλεσμένο της, συμφωνείτε;» ανταπάντησε χαμογελώντας και κρατώντας το χέρι του στο δικό της.
Ο Ευθυμίου αμέσως φάνηκε να πέφτει θύμα της ομορφιάς της και να μην μπορεί να κρύψει τον θαυμασμό του. Ο Μίλτος το κατάλαβε και κάθισε στην καρέκλα του σκύβοντας στις σημειώσεις του.
«Πρέπει να ομολογήσω ότι από κοντά είστε πολύ πιο ωραία, κυρία μου», είπε και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω της.
Ο Ευθυμίου ήταν γύρω στα εξήντα, παντρεμένος, είχε δύο γιους, ο ένας γιατρός κι ο άλλος ασκούμενος δικηγόρος. Με άσπρα μαλλιά και μια μεγάλη φουσκωτή κοιλιά, θα έλεγε κανείς ότι ο Ευθυμίου ήταν η αντανάκλαση του βολεμένου Κύπριου τραπεζίτη. Και τι τραπεζίτη! Υποδιευθυντή!
«Με κολακεύετε, κύριε Ευθυμίου! Τι λέτε, αρχίζουμε;»
«Φυσικά».
Κάθισαν. Ο Ευθυμίου στη μεγάλη καρέκλα της κορυφής, κάτι που δεν άρεσε στην Άννα, κι εκείνη δίπλα του. Παραδίπλα ο Μίλτος. Η Άννα έγνεψε στον Μίλτο κι εκείνος σηκώθηκε, κατευθύνθηκε στην κάμερα που ήταν τοποθετημένη απέναντί απ’ το οβάλ γραφείο και πάτησε το κουμπί της βιντεοσκόπησης. Έπειτα επέστρεψε στη θέση του.
«Ελπίζω να μη σας ενοχλεί η κάμερα. Γίνεται για πρακτικούς λόγους, ώστε να κάνουμε μετά την καταγραφή για το άρθρο της αυριανής εφημερίδας», είπε η Άννα.
«Όχι, κανένα πρόβλημα».
«Λοιπόν, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας να διανύει μια δραματική περίοδο, κυρίως οικονομικά. Τους τελευταίους μήνες έχουν ανέβει κατακόρυφα οι αυτοκτονίες, κυρίως στις ηλικίες μεταξύ 15-30. Ωστόσο, η Τράπεζά σας και κατ’ επέκταση εσείς, μας διαβεβαιώνετε συνεχώς πως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, πως η τράπεζα δεν θα προχωρήσει σε εκποιήσεις, πως τα επιτόκια των δανείων θα μειωθούν, πως… πως… πως… Πού είναι όλα αυτά, κύριε Ευθυμίου;»
Ο Μίλτος γύρισε απότομα προς το μέρος της Άννας. Ο ίδιος είχε γράψει τις ερωτήσεις και ήταν απόλυτα βέβαιος πως τέτοια ερώτηση δεν υπήρχε στον φάκελο. Πόσο μάλλον για πρώτη ερώτηση!
Ο Ευθυμίου γούρλωσε τα μάτια και έμεινε σαστισμένος να την κοιτάει μη περιμένοντας κι ο ίδιος μια τέτοια ερώτηση για αρχή. Είχε ακούσει, βέβαια, τις φήμες πως η Άννα είναι απ’ τις πιο επιτυχημένες και σκληρές δημοσιογράφους που δεν χαρίζονται στους καλεσμένους τους, αλλά δεν περίμενε με τίποτα τέτοια επίθεση. Το χρώμα του προσώπου του άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε βαθύ κόκκινο, αγγίζοντας τα όρια του μελιτζανί. Ανασυγκρότησε τον εαυτό του και απάντησε:
«Κυρία Ιερωνύμου, θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Όλοι γνωρίζουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Σας διαβεβαιώ όμως…»
Και πριν προλάβει να συνεχίσει:
«Διαβεβαιώσεις… πάλι… μάλιστα! Θα μας δείξετε, επιτέλους, κάτι έμπρακτα κύριε Ευθυμίου; Φτάνει πια διαβεβαιώσεις!»
Ήταν πια φανερό πως ο Ευθυμίου βρισκόταν σε δύσκολη θέση.
«Ήδη η τράπεζά μας έχει προβεί σε μειώσεις επιτοκίων, κυρίως στα φοιτητικά δάνεια, και όπως όλοι καταλαβαίνουμε…»
Και πάλι προτού ολοκληρώσει:
«Μάλιστα. Και με τις εκποιήσεις τι γίνεται; Ήδη χθες ενημερώθηκα ότι δύο οικογένειες έμειναν στον δρόμο μετά από εκποιήσεις τις οποίες διατάξατε εσείς, κύριε Ευθυμίου».
Ο Μίλτος έβηξε ελαφρά, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή της Άννας, αλλά εκείνη χωρίς να τον ακούσει κάρφωσε το βλέμμα της στον Ευθυμίου περιμένοντας την όποια απάντησή του.
«Να σας εξηγήσω. Ναι, είναι αλήθεια πως είχαμε υποσχεθεί μη εκποιήσεις, όμως, όπως καταλαβαίνετε, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου δεν μπορεί κάτι να λυθεί διαφορετικά…»
«Μάλιστα, καταλαβαίνω. Κι αν αύριο ακούσετε πως μια τέτοια οικογένεια, την οποία εσείς, κύριε Ευθυμίου, αφήσατε στον δρόμο, αυτοκτόνησε; Θα νιώσετε κάτι; Ενοχές; Τύψεις ίσως; Ή μήπως όλα αυτά προϋποθέτουν αισθήματα, κάτι που εσείς δεν διαθέτετε;»
Τα μάτια του Ευθυμίου είχαν πια ανοίξει διάπλατα, λες και ήταν έτοιμα να πεταχτούν προς τα έξω. Σηκώθηκε χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι.
«Πώς τολμάς; Σου έκανα τη χάρη να έρθω για μια συνέντευξη και ρωτάς χαζομάρες; Με λες φταίχτη; Με λες καταχραστή; Τι σόι δημοσιογράφος είσαι εσύ, κοπέλα μου; Πού είναι οι τρόποι σου; Ντροπή σου, ακούς; Ντροπή σου. Άι στο διάολο», φώναξε εκνευρισμένος βγαίνοντας απ’ την αίθουσα.
Ο Μίλτος, έτρεξε πίσω του σε μια προσπάθειά του να απολογηθεί και να τον ηρεμήσει. Δεν τα κατάφερε, γι’ αυτό σύντομα επέστρεψε πίσω στην αίθουσα. Η Άννα παρέμενε καθιστή, με το στυλό στο χέρι κι ένα μειδίαμα στο πρόσωπό της.
«Μην ανησυχείς, Μίλτο. Του άξιζε, δεν βρίσκεις;»
«Ε… ναι… φυσικά…» απάντησε εκείνος.
«Α! Έχει υπέροχη μέρα σήμερα! Στείλε μου, όταν μπορέσεις, το βίντεο. Θα το επεξεργαστώ στο σπίτι».
«Μάλιστα, Άννα».
«Έτσι μπράβο, Μίλτο! Άννα! Λοιπόν, στείλε το βίντεο και πάρε κι εσύ ρεπό. Αύριο μας περιμένει πολλή δουλειά. Τα τηλέφωνα θα πάρουν φωτιά! Α, και Μίλτο; Σε θέλω δυνατό, ε; Έρχεται πόλεμος. Θα είσαι δίπλα μου;»
«Πάντα, Άννα», είπε και χαμογέλασε.
Επέστρεψε σπίτι μετά την εκπομπή στο ραδιόφωνο. Ένιωθε κουρασμένη. Έβγαλε τα παπούτσια, πήγε στην κρεβατοκάμαρα, φόρεσε το μπορντό νεγκλιζέ της και ξάπλωσε. Ένιωθε τα βλέφαρά της βαριά. Ναι! Ήταν η ώρα που θα βυθιζόταν σε βαθύ ύπνο. Στον κόσμο των ονείρων. Στον κόσμο της! Εκεί όπου μόλις τα μάτια κλείσουν, νιώθεις αμέσως πολύ πιο ελαφρύς, ελεύθερος. Νιώθεις το σώμα σου αφημένο σ’ έναν κόσμο όπου μπορείς να ταξιδέψεις, να μεταμορφωθείς, να αισθανθείς ξανά…
***
Μόλις η Μαίρη είχε υπογράψει τον καινούριο της ρόλο για το θέατρο και, βγαίνοντας απ’ το γραφείο του παραγωγού, δεν έκρυψε τη χαρά της. Ευδιάθετη όπως πάντα, με το γλυκό της χαμόγελο, χαιρέτησε τους πάντες στο κτήριο μέχρι που έφτασε στον θυρωρό. Ο κυρ-Γιώργος ήταν ένας γλυκούλης παππούς που μόνο καλή κουβέντα είχε να σου πει. Βλέποντας τη Μαίρη να κατεβαίνει τόσο χαρούμενη τα σκαλιά δεν μπόρεσε να σωπάσει:
«Τι έγινε, Μαιρούλα μου, έκλεισε κι αυτή η δουλειά, ε;»
«Αχ, κυρ-Γιώργο μου, ναι! Κι είμαι πολύ χαρούμενη».
«Καλά, βρε παιδάκι μου, εσένα σε ξέρω από μικρή και κάθε μέρα χαρούμενη είσαι».
«Αλήθεια, θυμάσαι τι φοβισμένο κοριτσάκι ήμουνα κι άσχημο όταν ήρθα για να δώσω τις εξετάσεις στη σχολή;»
«Φοβισμένο, αλλά ταλαντούχο! Γι’ αυτό και πέτυχες, κόρη μου, γιατί το ήθελες πολύ. Κάθε επιτυχία στη νέα σου αποστολή, παιδί μου».
«Ευχαριστώ πολύ, κυρ-Γιώργο! Α! Σου χρωστάω ουζάκι. Πέρνα απ’ το μαγαζί του Στέφανου κάποιο βράδυ. Θα χαρεί πολύ να σε δει».
«Α, παιδί μου, τα ξενύχτια δεν είναι για μένα πια. Δεν βλέπεις που δεν μπορώ ούτε ένα σκαλί ν’ ανέβω; Απορώ γιατί με κρατάνε εδώ...»
«Επ! Άμα φύγεις εσύ, σε ποιον θα λέω τα παράπονά μου, ε; Kαι ποιον θα φιλάω για καλημέρα; Έφυγα, κυρ-Γιώργο, άργησα!»
«Είσαι εσύ μία! Στο καλό, παιδί μου, στο καλό...»
Βγαίνοντας στον δρόμο, η Μαίρη δεν πήρε ταξί για να γυρίσει σπίτι. Είχε πολύ όμορφη μέρα, λαμπερό ήλιο κι είχε όρεξη για περπάτημα. Όσο περπατούσε, το αεράκι χάιδευε τα όμορφα μακριά ξανθά μαλλιά της και χαλούσε την όμορφη χρωματιστή κορδέλα που φορούσε. Καθ’ όλη τη διαδρομή τραγουδούσε και πότε-πότε χοροπηδούσε στον ρυθμό σαν μικρό κοριτσάκι κι όχι σαν μια ώριμη γυναίκα που ήτανε. Κι αφού περπάτησε για μερικά χιλιόμετρα, έφτασε στο καφενεδάκι του ανδρός της, του Στέφανου.
«Αγάπη μου, καρδούλα μου, είμαι πολύ χαρούμενη!»
«Για να ’σαι εσύ τόσο χαρούμενη, θα ’κλεισε η δουλειά, ε;»
«Nαι, έκλεισε, αλλά δεν είμαι γι’ αυτό χαρούμενη..».
«Αλλά;»
«Είμαι χαρούμενη που σ’ έχω, που μ’ αγαπάς, που σε λατρεύω και που με ανέχεσαι!»
Κι αμέσως έτρεξε και πήδηξε στην αγκαλιά του. Ο Στέφανος ήταν πράγματι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε η Μαίρη να ζητήσει. Παντρεμένοι εδώ και εφτά χρόνια, δεν αντιμετώπισαν ποτέ κανένα πρόβλημα στη σχέση τους. Ακόμα κι όταν η Μαίρη δούλευε είκοσι ώρες τη μέρα για να προλάβει τα γυρίσματα ταινιών και τις υποχρεώσεις της στο θέατρο, εκείνος δεν δυσανασχέτησε. Ακόμα κι όταν αυτή ερχόταν κάθε βράδυ στο μαγαζί του πρόθυμη πάντα να τον βοηθήσει και την έδιωχνε, εκείνη έμενε. Ακόμα κι όταν δέχτηκε ο καημένος πολλές φορές, όταν τη συνόδευε στις κοσμικές εκδηλώσεις, υποτιμητικά σχόλια για τη δουλειά του και τα λεφτά που βγάζει σε σύγκριση με τη Μαίρη, ποτέ του δεν βαρυγκώμησε. Ήξερε πόσο πολύ αγαπούσε τη δουλειά της και χαιρόταν κι αυτός μαζί της σε κάθε της επιτυχία κι ας τον έλεγαν «καφετζή».
Η Μαίρη πήρε κάτι κομματάκια τυρί που είχε κομμένα ο Στέφανος για να σερβίρει μαζί με το ούζο, κι άρχισε να τα τρώει ένα προς ένα.
«Το βράδυ θα σου φτιάξω την αγαπημένη σου μακαρονάδα», του είπε και, αποχαιρετώντας τον μ’ ένα φιλί, έφυγε βιαστικά για το σπίτι.
Εδώ και τρία χρόνια μετακόμισαν στην άκρη της πόλης, σε μια ήσυχη γειτονιά. Εκεί έφτιαξαν με πολλή αγάπη το σπιτάκι τους. Ο Στέφανος φρόντισε κι έφτιαξε τον κήπο και φύτεψε σ’ αυτόν πολλά γιασεμιά, ξέροντας ότι η γυναίκα του τα λατρεύει. Η Μαίρη επιμελήθηκε με ιδιαίτερη προσοχή τη διακόσμηση του σπιτιού. Επέλεξε γήινα ζεστά χρώματα, έβαλε στους τοίχους μικρά όμορφα κάδρα και παρ’ όλο που το σπίτι δεν ήταν και τόσο μεγάλο, ήταν πάντα ζεστό και όμορφο.
Προτού μπει στο σπίτι, η Μαίρη έσκυψε και μύρισε ένα-ένα όσα γιασεμιά υπήρχαν στον κήπο! Μόνο και μόνο που τα μύριζε, ένιωθε ακόμα πιο χαρούμενη και ορεξάτη. Μπαίνοντας στο σπίτι, ο Μάικ την περίμενε ζητώντας της χάδια. Τον Μάικ τον απέκτησαν πριν δύο χρόνια, μετά από επιθυμία που εξέφρασε ο ίδιος ο Στέφανος. Η Μαίρη έπαιζε συνέχεια μαζί του και πολλές φορές τού διάβαζε και τους ρόλους της! Αυτός πρώτος απ’ όλους τους άκουγε και καμιά φορά η ίδια αναρωτιόταν: «Τι τραβάς κι εσύ, καημένο λαμπραντόρ μου! Ποια μοίρα σ’ έφερε σε μας άραγε;»
Αφού έπαιξε για αρκετή ώρα με τον Μάικ, πλύθηκε, έβαλε την ποδιά της, έβγαλε τα παπούτσια της, άνοιξε το ραδιόφωνο και άρχισε το μαγείρεμα. Κι αφού ετοίμασε τη μακαρονάδα, καθάρισε την κουζίνα και πήγε για μπάνιο. Όσο ετοιμαζόταν, κρατούσε στα χέρια της τον νέο της ρόλο ρίχνοντάς του κλεφτές ματιές κι αρχίζοντας ήδη να προβάρει μερικά λόγια στον καθρέφτη. Τελειώνοντας με τις ετοιμασίες, κάθισε στον καναπέ κι άνοιξε την τηλεόραση. Δεν έπαιζε κάτι το ενδιαφέρον κι έτσι αρκέστηκε στο να αλλάζει συνεχώς κανάλια, μέχρι που έπεσε πάνω σ’ ένα μουσικό πρόγραμμα και το άφησε εκεί.
Ο Στέφανος είχε μπλέξει στο μαγαζί, αφού μια αντροπαρέα άργησε να φύγει κι έτσι επέστρεψε στο σπίτι περασμένα μεσάνυχτα. Ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισε τη Μαίρη να κοιμάται ξαπλωμένη στον καναπέ και την τηλεόραση ανοιχτή. Χωρίς να κάνει φασαρία, έβγαλε τα παπούτσια του, πήγε στην κουζίνα κι είδε το τραπέζι έτοιμο και στην κατσαρόλα την αγαπημένη του μακαρονάδα. Χαμογέλασε! Πήγε στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε τα ρούχα του και επέστρεψε στο σαλόνι. Έκλεισε την τηλεόραση, πήρε αγκαλιά τη Μαίρη και την πήγε στο κρεβάτι και την ξάπλωσε. Η Μαίρη μισοξύπνησε:
«Αγάπη μου, γύρισες, να ετοιμάσω το τραπέζι...»
«Όχι, κουράστηκες αρκετά σήμερα, ώρα να κοιμηθούμε».
«Μα δεν έφαγες...και σε περίμενα».
«Το ξέρω καρδιά μου, δεν πεινάω, έφαγα κάτι πρόχειρο στο μαγαζί. Θα φάμε αύριο τη μακαρονάδα! Κοιμήσου τώρα γιατί έχεις πρωινό γύρισμα αύριο».
Δεν έφερε άλλη αντίρρηση και, κλείνοντας τα μάτια της, κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Ο Στέφανος ξάπλωσε δίπλα της, τη σκέπασε καλά, την πήρε αγκαλιά, τη φίλησε και κοιμήθηκε.
***
Ξύπνησε. Στα χείλη της είχε ζωγραφισμένο ένα ανεξήγητο χαμόγελο.
«Σήμερα!» είπε.
Σηκώθηκε. Πήγε στο δωμάτιο του μπάνιου. Έκανε ένα ντους με το αγαπημένο της αφρόλουτρο με άρωμα ορχιδέας. Πήγε πίσω στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την ντουλάπα. Πήρε το κόκκινο μίντι στενό φόρεμα. Το φόρεσε. Έδεσε τα μαλλιά της κοτσίδα στο πλάι, όπως έκανε μικρή. Πέρασε με προσεκτικές κινήσεις το κόκκινο κραγιόν στα χείλη της. Ψέκασε δυο σταγόνες απ’ τα αγαπημένο της άρωμα στον λαιμό της. Γιασεμί! Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Χαμογέλασε. Ξυπόλητη κατευθύνθηκε στο μπαλκόνι. Ένιωσε για λίγο το βραδινό ψυχρό αεράκι στο πρόσωπό της. Άνοιξε τα μάτια. Προχώρησε προς το περβάζι στο τέλος του μπαλκονιού. Γύρισε πίσω. Πήρε μια καρέκλα. Επέστρεψε. Την τοποθέτησε ακριβώς μπροστά της, πίσω απ’ το περβάζι. Πάτησε στην καρέκλα. Έπειτα στο περβάζι. Ισορροπούσε πλήρως. Η αναπνοή της ήταν σταθερή. Οι χτύποι της καρδιάς της το ίδιο. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια κι άφησε τον αέρα να τη χαϊδέψει. Έκανε ένα βήμα μπροστά…
***
Ξύπνησε απότομα! Ιδρωμένος. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Το στόμα του ήταν στεγνό. Ξεροκατάπιε. Σηκώθηκε. Κοίταξε το ρολόι του: 9:05.
«Γαμώτο, θ’ αργήσω για τη συνέντευξη».
Ντύθηκε βιαστικά και μισή ώρα μετά βρισκόταν στα γραφεία της Εξέλιξις. Άκουσε να φωνάζουν τ’ όνομά του. Μπήκε στο γραφείο.
«Λοιπόν, νεαρέ; Έτοιμος για τη συνέντευξη; Πρέπει να σας πω, όμως, ότι πρόκειται για μια πολύ απαιτητική θέση. Εγώ είμαι η Άννα κι αν όλα πάνε καλά, θα είστε ο νέος μου βοηθός».
«Μίλτος, χάρηκα, κυρία Άννα!».
1η Δημοσίευση: Μπίου, Σταυρούλα. «Εξέλιξις». Κυπριακή Εστία, τεύχος 3 (Ιανουάριος-Ιούνιος 2020), 26-34.