Θα δούμε ένα συγκλονιστικό διήγημα της Ζωής Χατζηγεωργίου με θέμα τη γενοκτονία των Ποντίων. Βασίζεται σε πραγματική μαρτυρία. "Αφήστε μου τα χαϊμαλιά"!
Αφήστε μου τα χαϊμαλιά*-ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
Η Παρέσα περπάταγε ήδη στα επτά. Δεν έλεγε ωστόσο να κόψει τούτο το αλλόκοτο συνήθειο. Δεν ήταν εφιάλτες που την βασάνιζαν. Αντίθετα , ο ύπνος της ήταν πάντοτε ήρεμος σαν νύχτα ανέφελη . Μα από όταν πρωτομίλησε, στον ξύπνιο της και στα καλά καθούμενα έχανε τις αισθήσεις της και άρχιζαν οι κρίσεις. Γυρνούσαν τα όμορφα μάτια της κι αφρούς σχημάτιζαν τα χείλη. Πιο τρομακτικές ήταν οι φωνές που πάσχιζε η μάνα της να ξεχωρίσει.
Γονατιστή παρακαλούσε στην εκκλησιά η Γεμανή να λυτρωθεί το σπλάχνο της . Έκανε τάματα στην Παναγία που ήξερε τι είναι για την μάνα ο πόνος του παιδιού. Λαδάκι παράγγελνε από τα μοναστήρια κι ένα σωρό φυλαχτά. Τα κρέμαγε μαζί με τις ελπίδες της στο λαιμό της θυγατέρας και κάθε φορά που αυτή συνερχόταν ,της έδινε να πιει Μεγάλο Αγιασμό. Πάντα τον φύλαγε στο εικονοστάσι.
Ο Στύλος τις καλόπαιρνε και έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι ευτυχισμένες. Στα κτήματα από το χάραμα , στις αποθήκες και τον έμπορο, σκιαζόταν όταν έφτανε η ώρα για το σπίτι, μην τύχει πάλι το κακό . Τι κύρης έλεγε είναι αυτός που αφήνει απροστάτευτη τη ρίζα του . Σαν να κατάλαβε πως φώναζε μια μέρα ¨ νερό ¨ κι άλλη φορά ¨χαϊμαλί ¨ ξεχώρισε ανάμεσα σε ήχους άναρθρους.
Ήταν το πρώτο τους παιδί και θα έμενε το μόνο αν δεν έγιαινε . Κι ας είχανε συνήθειο στα μέρη τους , Ρωμιοί και Τούρκοι να κάνουνε πολλά παιδιά. Κι ας ήθελε να ευλογηθεί με σερνικά ,το βιος του να μπορούν να διαφεντέψουν. Αν η Παρέσα του δεν σταμάταγε τις λιποθυμιές δεν είχε νου για τίποτε ούτε και για τους Νεότουρκους που τελευταία ξεσπάθωναν . ¨ Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο ¨ σιγοτραγουδούσε να παίρνει κουράγιο.
Ήδη από το '19 οι Πόντιοι ζούσαν με τον φόβο των αμελέ ταμπουρού . Τάγματα εργασίας τα ονόμαζαν οι Τούρκοι μα δεν ήταν παρά σιωπηλός κι ανέξοδος τρόπος εξόντωσης . Ευτυχώς το δικό τους χωριό έδωσε ο Θεός και είχε γλιτώσει ως τότε. Τελευταία όμως, έβλεπε ξένους με βλέμμα απειλητικό να γυρνοβολάνε στα σοκάκια και καβαλάρηδες να ενώνονται με ντόπιους Τούρκους, από αυτούς που πάντα λογάριαζε για εχθρούς. Συχνά δημιουργούσαν φασαρίες κάτι τέτοιοι μα λίγο ο παπάς λίγο ο ιμάμης την προλάβαιναν την φωτιά.
Το καλοκαίρι του '22 είχε μπει δυσοίωνο. Μαντάτα έφταναν κάθε τόσο πως είχαν ξεμακρύνει πολύ οι Έλληνες και πως οι στρατιώτες είχαν κουραστεί . Οι Κεμαλικοί απροκάλυπτα πια φοβέριζαν τους Ρωμιούς κι όχι μόνο με λόγια. Πετούσαν πέτρες στα σπίτια τους, δαδιά αναμμένα στη σοδειά τους . Ψάχνανε αφορμή να τραβήξουν μαχαίρι.
¨ Σφαγή ¨ τσίριζε τώρα κάθε φορά το παιδί ανάμεσα σε άλλα λόγια και ακατάληπτες κραυγές. Μα μόλις συνερχόταν ήταν σα να ξανάμπαινε σε ύπνο. Τόσο ήρεμο. Έπαιζε και τραγούδαγε σαν κοριτσάκι ανύποπτο. Πρώτη η Γεμανή παραδέχτηκε πως η μικρή ¨ έβλεπε ¨ πράγματα αφανέρωτα στους ίδιους. Τον Αύγουστο μαζί με τις θέρμες θέριεψε και το πρόβλημα. Θέριεψε κι ο Θάνατος και ξέφυγε από το σπασμένο ελληνικό μέτωπο.
Έφτασε πια και στον τόπο τους. Ανέπνεαν την αποφορά της ανάσας του . Οι άντρες σκέφτηκαν να φύγουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Να κρυφτούν. Οι ίδιοι μάζεψαν ό,τι όπλα είχαν και με τους προεστούς και τον παπά θα προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τις περιουσίες τους. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος του ολέθρου.
Διακόσιες περίπου ψυχές έφυγαν για το βουνό. Τα παιδιά κάτω των οκτώ ήταν καμιά δεκαριά. Τρία εικοσιτετράωρα πέρασαν στο ύπαιθρο να βλέπουν φωτιές τη νύχτα , μαύρο καπνό το πρωί. Άρχισε να τους σφίγγει η πείνα. Έκλαιγαν τα μικρά και δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τις οδηγίες και τότε έβαλαν οι γυναίκες κάτω τις ζωές και τις μέτρησαν σαν τα κουκιά. Αποφάσισαν να τα σκοτώσουν. Για την μάνα είναι αβάσταχτος ο πόνος του παιδιού. Νόμισαν καλύτερο η μια της άλλης το σπλάχνο να θανατώσει . Στον καταρράκτη τα έπνιξαν , κρατώντας τα κεφάλια τους κάτω από τα ορμητικά νερά του. Ήρθε κι η ώρα της Παρέσας που για μήνες δεν πρόλαβε να συμπληρώσει τα οκτώ. Ήρεμη περπάτησε εκείνη προς την γυναίκα που είχε αναλάβει το τέλος της. ¨Μόνο να μου αφήσετε τα χαϊμαλιά. Λέει η μάνα μου πως με φυλάνε¨.
Ούτε ογδόντα δεν σώθηκαν από την ομάδα. Ανάμεσά τους η Γεμανή .Βρέθηκε στην Ελλάδα κατάμονη. Ποτέ δεν έμαθε πως πέθανε ο Στύλος. Μετά από χρόνια την βρήκαν τα αδέρφια της και την πήραν μαζί τους. Μέχρι να κλείσει τα μάτια της γονατιστή προσευχόταν. Για να έχουνε μάνα στον ουρανό τα αδικοσκοτωμένα.
*Το διήγημα βασίστηκε σε πραγματική μαρτυρία .