Θα δούμε ένα πολύ συγκινητικό διήγημα. Αναφέρεται στο πολύτιμο αγαθό της υγείας, για το οποίο στην ιστορία μας παλεύει ένα παιδί. Δημιουργός του διηγήματος είναι η μαθήτρια Γεωργία Κωστόγιαννη της Γ΄τάξης του 3ου γυμνασίου Άνω Λιοσίων!
«Επί λέξεων κρεμάμενη»- ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΩΣΤΟΓΙΑΝΝΗ
Ήταν μια όμορφη, ηλιόλουστη, ξέγνοιαστη και συνηθισμένη για όλους Κυριακή. Για όλους, εκτός από μένα.
Παρεμπιπτόντως, ας συστηθώ. Εγώ είμαι η Λίζα. Είμαι 14 χρόνων και πηγαίνω στην τρίτη γυμνασίου. Όμως, ας μπω πάλι στο θέμα.
Εκείνη η Κυριακή, δεν ήταν μια απλή Κυριακή. Ο ήλιος άνθισε το πρωί και φώτισε το δωμάτιό μου. Αναγκαστικά σηκώθηκα. Δεν είχα και άλλη επιλογή με όλο αυτό το έντονο φως που σκέπαζε το δωμάτιό μου. Καλύτερα, όμως, να μην είχα σηκωθεί.
Πήγα στον καθρέφτη του μπάνιου για να πλυθώ. Όταν κοιτάχτηκα, αυτό που είδα με τρόμαξε. Πολύ. Ίσως και παραπάνω από το αναμενόμενο. Ήμουν πρησμένη. Πολύ πρησμένη. Περισσότερο από το πρήξιμο που έχουμε συνήθως όταν ξυπνάμε. Ανήκουστο και εξωπραγματικό! Να ξυπνάς με τέτοιο πρήξιμο; Δεν υπήρχε εξήγηση. Δεν ξέραμε. Ούτε εγώ ούτε οι γονείς μου.
Η μέρα όμως, συνεχίστηκε ήρεμα. Η μαμά μου είχε γιορτή. Ήταν Χριστούγεννα. Τι πιο τέλειο από ένα σπίτι γεμάτο κεράσματα και λιχουδιές, αληθινός παράδεισος! Είχαμε αρκετούς επισκέπτες. Το σπίτι ήταν γεμάτο. Σπάνιο φαινόμενο αυτό, γιατί συνήθως πάντα είμαι μόνη μου στο σπίτι. Η ώρα είχε πάει έξι το απόγευμα. Ήταν οι θείες μου στο σπίτι και μιλούσαμε. Περίεργο. Νιώθω να μεταφέρεται το πρήξιμο. Τα πόδια μου …. Τουλάχιστον δέκα φορές πιο μεγάλα από το κανονικό. Φφφφ. Τι είναι αυτό; Μακάρι κάποιος να μπορούσε να μου απαντήσει. Να μου δώσει μια λογική εξήγηση. Δεν υπήρχε κανείς. Μόνο μια ήταν η λύση. Την ξέραμε όλοι. Το νοσοκομείο. Το αρνήθηκα. Βρήκα δικαιολογία ότι ήταν Κυριακή. Αν συνεχιζόταν, θα πήγαινα αύριο. Με άκουσαν. Το δέχτηκαν. Ανακουφίστηκα αρκετά. Για την ώρα όμως. Ο κόσμος έφυγε. Το σπίτι έγινε πάλι όπως ήταν πάντα. Άδειο. Έσβησαν τα φώτα. Ήταν αργά. Πήγαμε για ύπνο.
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου
Ξημέρωσε μια από τις χειρότερες μέρες της εβδομάδας. Η Δευτέρα. Σηκώθηκα με δυσκολία και με νεύρα, όπως πάντα. Ντύθηκα για να πάω σχολείο. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Με τίποτα όμως. Τα πόδια μου ήταν τόσο βαριά και δύσκολα στο περπάτημα σαν να είχα δυο πέτρες πάνω τους. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να πάω σχολείο. Έκανα τ’αδύνατα δυνατά και πήγα. Η μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Τα πόδια μου …. Όλο και χειρότερα. Στο κεφάλι μου τριγύριζε αυτή η σκέψη που με τρόμαζε. Ήξερα ότι έπρεπε να πάω. Αλλά δεν ήθελα καθόλου να δω αυτό το άσπρο κι μουντό κτήριο. Όμως έπρεπε. Πήγα στο γραφείο για να ενημερώσω ότι θα φύγω. Ήρθε και με πήρε ο θείος μου, γιατί ο μπαμπάς μου δούλευε. Έτσι πήγα σπίτι μου μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα.
Σχόλασε. Ήρθε η ώρα. Έβαλα κάτι άνετο και ξεκινήσαμε αυτή τη θλιβερή διαδρομή. Τρέξαμε στα επείγοντα. Όσο μπορούσαμε να τρέξουμε. Είχε παρά πολύ κόσμο. Ούτε που θυμάμαι πόσος κόσμος υπήρχε εκεί μέσα. Πέρασα γρήγορα. Η γιατρός ήταν ευγενική και συμπαθητική. Με εξέτασε. Τα λόγια που ξεστόμισε ήταν βαριά, ήταν ένα μαχαίρι στην καρδιά μου, που γύρναγε αργά αργά για να με βασανίσει.
Μου είπε ότι θα κάνω εισαγωγή. Ότι θα μείνω εκεί για παρακολούθηση. Ότι υπάρχει πρόβλημα με τα νεφρά. Κατέρρευσα. Έκανα αυτό που κάνω πάντα. Έβαλα τα κλάματα. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Δεν μπορούσα καν να σταθώ στα πόδια μου. Ένιωθα τη γη να καταρρέει, για την ακρίβεια ένιωθα να καταρρέω εγώ. Δεν είχα ξαναζήσει ποτέ αυτή την εμπειρία. Ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Κάτι όμως, που δεν ήθελα να ζήσω. Υπογράψαμε χαρτιά, για να μπορέσω να μείνω. Πολλά χαρτιά. Έφτασε η μαμά μου. Μείναμε μαζί στο δωμάτιο. Η πρώτη βραδιά ήταν πολύ δύσκολη. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ. Δεν μπορούσα να το χωνέψω αυτό που μου είχε συμβεί. Όμως, δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να αλλάξει. Αναγκάστηκα να προσαρμοστώ. Άλλωστε, λίγες μέρες είπαν ότι θα μείνω στο νοσοκομείο. ΨΕΜΑ !!!
1 Μήνα αργότερα …
Ένας μήνας εδώ μέσα. Η δύναμη και η υπομονή μου έχουν αρχίσει να εξαντλούνται. Η κατάσταση εδώ είναι χάλια. Το μπάνιο άθλιο και σε απόσταση από το δωμάτιο. Η κορτιζόνη, θάνατος. Δεν ξέρω κι εγώ πόσα μηνύματα έχω πάρει. Οι φλέβες μου δεν αντέχουν άλλο. Δεν έχω δύναμη ούτε καν να σηκώσω μια τσάντα. Δεν αντέχω άλλο αυτή την ανυπόφορη κατάσταση. Εξοργίζομαι. Ο λόγος ; Δεν με πιάνει η κορτιζόνη.
Έχω νεφρωσικό σύνδρομο, η θεραπεία είναι κορτιζόνη και δεν με πιάνει. Τι θα κάνω; Οι γιατροί περνάνε συνέχεια. Κάθε φορά που τους βλέπω κρέμομαι από τις λέξεις τους, μήπως και πουν κάτι ευχάριστο. Ποτέ δε λένε. Έχω κουραστεί. Έκανα Πρωτοχρονιά μαζί με γιατρούς, ενέσεις, νοσηλεύτριες, και το παγωμένο δωμάτιο του νοσοκομείου.
Οι νοσηλεύτριες είναι πολύ καλές. Με αγαπάνε και τις αγαπάω πολύ. Έχουμε περάσει ένα μήνα μαζί, όσο να’ναι με έχουν μάθει. Οι μέρες κυλάνε σαν νερό. Κοντεύω ενάμιση μήνα.
Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Πόναγα παντού. Με έπιασε τρέμουλο. Δεν υπήρχε κανένας. Πόναγα, έτρεμα, έκανε συσπάσεις όλο μου το σώμα. Τα πόδια μου πονάγανε. Ανέβαζα πυρετό. Δεν το πίστευα. Δεν μου έφταναν όλα τα άλλα, προέκυψε και αυτό. Μου έκαναν εξετάσεις, τεστ κόβιντ, γρίπης , δεν ήταν όμως τίποτα από αυτά. Πάλι δεν ήξεραν από τι προέρχεται ο πυρετός. Πήρα αντιβίωση και πέρασε. Δεν ήξερα τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί. Πίστευα ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο χειρότερο. Όμως υπήρχε. Ήρθε μια νοσηλεύτρια. Ήταν σκεπτική και το βλέμμα της περίεργο. Δεν μιλούσε καλά ελληνικά, όμως καταλάβαινες τι έλεγε. Κρεμόμουν από τις λέξεις της. Είχα την ελπίδα ότι θα τελειώσει αυτή η περιπέτεια. Δεν έγινε. Είπε ότι θα έρθει ασθενοφόρο να πάω σ ’άλλο νοσοκομείο. Είπε ότι εκεί δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα άλλο. Δεν ήξερα τι να πω. Δεν είχα ούτε τη δύναμη να βάλω τα κλάματα. Δεν είχα συναίσθηση για το τι είχε συμβεί. Το βλέμμα μου χαμένο, κάπου στις σκέψεις μου. Με διέκοψε το ασθενοφόρο. Πήγαινε πολύ γρήγορα. Παρά πολύ γρήγορα. Ο καιρός έξω ήταν χάλια. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί. Σαν ο θεός να στεναχωριόταν μαζί μου. Σαν η βροχή να ήταν τα δάκρυά Του… Εγώ δεν μπορούσα να κλάψω.
Το κτίριο που έφτασα, ίδιο ,απαράλλαχτο με το άλλο. Μόνο που ήταν πιο μεγάλο. Η διαδικασία η ίδια. Κατευθείαν δωμάτιο. Το περιβάλλον εκεί ήταν πιο όμορφο, παραδόξως. Στο δωμάτιο, ζωγραφιές με όμορφα χρώματα και ζεστά. Μια σημαντική παρατήρηση. Είχε μπάνιο. Δικό μου μπάνιο, μέσα στο δωμάτιο. Αισθάνθηκα ανακούφιση. Διαφορετικοί γιατροί εκεί. Πέρασαν κάποιοι, με γνώρισαν. Τι είχα το ήξεραν. Ήταν αργά όμως. Έκανα το μόνο πράγμα που με βοηθούσε εδώ και καιρό να ξεφύγω από αυτή την πραγματικότητα. Έπεσα για ύπνο.
2 εβδομάδες αργότερα …
Οι μέρες πέρναγαν βασανιστικά. Άνθρωποι έρχονταν, έφευγαν. Εγώ όμως; Ακόμη εκεί. Κρεμόμουν από την κάθε λέξη που θα έλεγε ένας νοσηλευτής, ένας γιατρός, μήπως πούνε αυτό που θέλω με τόση λαχτάρα ν’ ακούσω. Όμως, ποτέ δεν το έλεγαν. Είπαν κάτι χειρότερο και βασανιστικό. Βιοψία. Τι ήταν πάλι αυτό; Δεν ήξερα. Ήρθαν και μου έδωσαν ένα σιρόπι. Μέσα σε δέκα λεπτά ζαλίστηκα. Πήγαμε σε ένα δωμάτιο. Το χρώμα του ήταν μπλε με άσπρο. Είχε πολλά μηχανήματα. Δεν ήξερα τι ήταν. Ήμουν πολύ ζαλισμένη και δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Το μόνο που άκουγα ήταν να λένε, “Κλείσε τα μάτια σου και κοιμήσου”, “Βάλε κι άλλο, δεν κοιμάται, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι έτσι”, “Βάλε το πιο δυνατό”.
Η μνήμη μου σταμάτησε εκεί. Δεν ήξερα τι συνέβη αργότερα. Το μόνο που θυμόμουν, όταν ξύπνησα, ήταν να προσπαθώ να μείνω ξύπνια. Δύσκολο!
Παρακαλούσα να μην το είχα περάσει όλο αυτό τζάμπα και να έδειχνε κάτι. Έστω κάτι, το οποίο θα με βοηθούσε για να βγω από εκεί μέσα. Το βρήκαν. Το βρήκαν. Δεν το πίστευα. Είχαν περάσει κάποιες μέρες. Για την ακρίβεια, μια εβδομάδα. Μπήκαν μέσα. Ήταν πρωί. Όπως κάθε φορά κρεμόμουν από τις λέξεις τους για το τι θα πουν. Είπαν αυτό που ήθελα. Το είπαν. Επιτέλους. Ήρθε η ώρα να φύγω από αυτό το μέρος. Ήξερα ότι δεν είχα τελειώσει τελείως με αυτό το θέμα, αλλά τουλάχιστον θα ήμουν σπίτι μου. Μου είπαν ότι θα πηγαίνω κάθε δύο εβδομάδες. Δεν μ’ ένοιαζε. Ας ήμουν σπίτι μου και ας πήγαινα κάθε μέρα. Αρκεί να κοιμόμουν σπίτι μου. Η χαρά μου απερίγραπτη. Τουλάχιστον ήξερα ότι αυτό το ταξίδι έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος του …
1 χρόνο αργότερα …
Είμαι καλά. Είμαι πολύ καλά. Οι επισκέψεις μου στην αρχή ήταν αρκετά συχνές, όμως σιγά σιγά ελαττωθήκαν. Οι δυο εβδομάδες έγιναν ένας μήνας και ο ένας μήνας δυο. Εννοείται πως παίρνω χάπια. Αρκετά χάπια. Αλλά δεν πειράζει, τα έχω συνηθίσει. Τώρα έχω φτάσει σε ένα τέλειο σημείο. Ό,τι είχα στην αρχή, δεν υπάρχει πια. Τα νούμερα 12,8,4,2,1, έγιναν 0. Ευτυχία. Το ταξίδι έφτασε στο τέλος του, έστω και με κάποιες επισκέψεις, αλλά δεν με πειράζει αυτό. Όλα ήταν καλά. Αυτό που έμαθα ήταν ότι ήμουν δυνατή. Πιο δυνατή από όσο φανταζόμουν ότι μπορεί να είμαι. Έχω μάθει να αντεπεξέρχομαι σε κάθε δύσκολη κατάσταση. Προσπαθώ να βρίσκω τα θετικά. Ό,τι κι αν συμβεί. Γιατί μετά από κάθε καταιγίδα, πάντα εμφανίζεται ένα ουράνιο τόξο, που δείχνει ότι όλα κάποια στιγμή φτιάχνουν ….!
Τέλος