Σήμερα στη στήλη "Να σε γνωρίσω καλύτερα" έχω προσκαλέσει τον συγγραφέα Ηλία Κοντανδριόπουλο. Ο καλεσμένος μου έχει φοιτήσει στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη μουσική. Είναι δημιουργός του blog «Ο Ταχυγράφος», όπου δημοσιεύει άρθρα, ποιήματα και μικρές ιστορίες. Τον Δεκέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις 24 γράμματα το μυθιστόρημά του "Το Θανατονήσι". Με ενδελεχή έρευνα στα όσα συνέβησαν στους τόπους εξορίας στην Ελλάδα κατά την επταετία της δικτατορίας, ο λογοτέχνης δημιουργεί μια ιστορία με τέσσερις φίλους που ζουν σ' ένα αντίστοιχο ζοφερό περιβάλλον στο μέλλον. Μια παρέα νέων ανθρώπων δοκιμάζει τις αντοχές της, τις αξίες της, τα συναισθήματα, τα όρια στις σχέσεις , στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Συζητήσαμε πολλά με τον Ηλία Κοντανδριόπουλο για την πορεία του στη συγγραφή, το πρώτο του μυθιστόρημα κι αυτά που έρχονται. Ας παρακολουθήσουμε τις σκέψεις του!
Συνέντευξη: Αγγελική Καραπάνου
- Κύριε Κοντανδριόπουλε, σας καλωσορίζω στο Έννεπε Μούσα. Αρχικά θα ήθελα να σας ρωτήσω πότε μπήκε στη ζωή σας η λογοτεχνική γραφή.
Κατ’ αρχάς, σας ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Το γράψιμο πρέπει να ξεκίνησε γύρω στα δεκατρία-δεκατέσσερά μου. Ήταν η εποχή που είχα πέσει με τα μούτρα στη λογοτεχνία του φανταστικού και υπήρχε κάτι σε αυτά τα βιβλία που μου άνοιξε την όρεξη, οπότε έτσι κι άρχισα να γράφω. Αν θυμάμαι καλά ήταν μια ιστορία για έναν κόσμο τελείως παράλογο, γεμάτο με μαγικά πλάσματα και ανθρώπους με υπερφυσικές ιδιότητες· τίποτα το πρωτότυπο. Μιμούμενος τον Τόλκιν, έκατσα και έφτιαξα και ένα χάρτη του κόσμου αυτού, και μπορεί να μην ολοκλήρωσα εκείνο το βιβλίο, αλλά την ιστορία την είχα περάσει όλη μέσα απ’ το κεφάλι μου. Και νομίζω ότι από κάπου εκεί ξεκινάει και το γράψιμο… μέσα στην ονειροπόληση. Και καθώς γεμίζει το μυαλό, όλες αυτές οι ιστορίες που έχουν μαζευτεί, αρχίζουν και ασφυκτιούν, μέχρι που εκτονώνονται πάνω στο χαρτί.
- Τι βιβλία διαβάζατε ως έφηβος;
Σαν έφηβος το είχα ρίξει στη λογοτεχνία του φανταστικού, της επιστημονικής φαντασίας και του τρόμου. Μιλάμε για Χάρι Πότερ, Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, Έραγκον, Uglies, ο Μαύρος Πύργος, το Αυτό, Το Αστέρι του Βορρά, Φρανκενστάιν… Σε τέτοιο στυλ. Ενίοτε, βέβαια, έμπαιναν σφήνα και κάποια κλασσικά, όπως οι Άθλιοι, οι Φτωχοί, η Άλλη Όψη του Παραδείσου, τα Δύσκολα Χρόνια. Γενικότερα, αν μου άρεσε αυτό που διάβαζα στο οπισθόφυλλο, τότε διάβαζα και το βιβλίο.
- Τι σας αρέσει να διαβάζετε τώρα;
Το έχω ρίξει στην ποίηση τώρα, γιατί κάπως ψιλοστούμπωσα με το πεζό· ένιωσα ότι είχανε λιγοστέψει οι επιλογές – το ένα μου ξίνιζε, το άλλο μου βρώμαγε – και σκέφτηκα ότι απ’ την πλευρά της ποίησης υπάρχει πολύ υλικό που δεν έχω αγγίξει. Ενίοτε, βέβαια, αν πετύχω κάτι που με ιντριγκάρει πολύ, γυρνάω στο πεζό, όπως είναι π.χ. η Πατρίδα του Αραμπούρου.
- Υπάρχουν θέματα που ταλανίζουν μόνιμα τη συγγραφική σας πένα;
Σε βαθύτερο επίπεδο, πιάνω τον εαυτό μου να γράφει για ανθρώπους, όπου η παιδική τους ηλικία τούς άφησε ανεπανόρθωτα τραύματα. Υπό αυτό το πρίσμα μελετάω θέματα όπως η ελευθερία, η ευτυχία, η σεξουαλικότητα, η βία, η αφοβία, η περιθωριοποίηση, η αυτοκτονία.
Πέραν αυτών, όμως, σαν πολίτης ζω στο τώρα. Προσπαθώ να έχω συνεχώς τα αυτιά και τα μάτια μου ανοιχτά για το τι συμβαίνει στην κοινωνία μας. Τα τεκταινόμενα επηρεάζουν στο μέγιστο το τι θα γράψω. Και μπορεί σαν πολίτης να ζω στο τώρα, αλλά σαν συγγραφέας έχω την τάση να τρέχω στο αύριο και κάπως αυτά κουμπώνουν μεταξύ τους. Αισθάνομαι ότι πέραν από ανάγκη, είναι και χρέος μου να καταγράψω τις πληγές μας και να αναδείξω ότι αν αυτές οι πληγές – όπως είναι ο φασισμός, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, η γενικότερη περιθωριοποίηση μειονοτικών ομάδων, η ανελευθερία του τύπου, η διαφθορά του πολιτικού και του δικαστικού συστήματος, η έμφυλη βία – δεν γιατρευτούν, τότε το μαγαζάκι θα πάει για κλείσιμο.
- Η συγγραφή είναι για σας μια απολαυστική, λυτρωτική, απαιτητική ή κοπιαστική διεργασία;
Νομίζω τίποτε από τα παραπάνω… Είναι κάτι που βγαίνει ενστικτωδώς και όπως κάθε ένστικτο, είναι – τουλάχιστον με μια πρώτη ματιά – τελείως ακατανόητο… και η αλήθεια είναι πως δε σταμάτησα ποτέ για να ρίξω μια δεύτερη ματιά, μπας και καταλάβω. Οπότε δεν ξέρω τι είναι η συγγραφή για εμένα. Θαρρώ πως απλά είναι… ό,τι κι αν είναι αυτό το είναι.
- Ποιοι παράγοντες πιστεύετε πως βοηθούν έναν συγγραφέα να γίνει καλύτερος στον διάβα του χρόνου;
Το να διαβάζει πολύ και να γράφει πολύ είναι μια καλή συμβουλή, αλλά η καλύτερη πιστεύω πως είναι το να μην προσπαθεί να γίνει καλύτερος. Πρέπει να γίνει λίγο οργανικά αυτή η διαδικασία, να έρθει φυσικά, δίχως σκοτούρες και άγχη. Επίσης, βοηθάει το να είσαι εμμονικός, το να πέφτεις με τα μούτρα δηλαδή σε κάτι. Τέλος, χρειάζονται και οι εμπειρίες της ζωής. Να βιώσεις τον έρωτα, τη θλίψη, την οργή, τον πανικό, τη χαρά, να διασκεδάσεις, να κλάψεις. Να ασπαστείς, κοντολογίς, όλη την εμπειρία του να είσαι άνθρωπος.
- Τον Δεκέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις 24 γράμματα το μυθιστόρημά σας «Το Θανατονήσι ». Πόσο χρόνο σας πήρε να ολοκληρώσετε το έργο σας;
Το «Θανατονήσι» γράφτηκε αρχές του 2019, λίγο πριν μπω για το φανταρικό μου, και μου πήρε περίπου τρεις μήνες. Όταν τέλειωσα με τον στρατό, το ξανάπιασα και έκανα μερικές διορθώσεις. Μετά έσκασε κι ο κόβιντ, οπότε πρόσθεσα πάλι κάποια πραγματάκια. Ύστερα τα «24γράμματα» είπανε το ναι, οπότε το ξανάπιασα για διορθώσεις. Αλλά το 99 % του βιβλίου γράφτηκε σ’ ένα τρίμηνο.
- Στο πρώτο σας αυτό πόνημα αποτυπώνετε τη ζωή της εξορίας. Βασιστήκατε κυρίως σε αφηγήσεις δικών σας ανθρώπων, ή σε προσωπική έρευνα;
Ευτυχώς, κανείς απ’ τη δική μου οικογένεια δεν βίωσε αυτό το βασανιστήριο της εξορίας, οπότε έψαξα μόνος μου για το τι σήμαινε να είσαι εξόριστος και το πώς ήταν η ζωή σ’ ένα νησί, όπως η Γυάρος. Διάβασα πολλά πράγματα για το πώς ήταν οι συνθήκες κατά την επταετία, αλλά επειδή η ιστορία τοποθετείται στο μέλλον – το 2028 για την ακρίβεια – έκατσα και έψαξα και για μοντέρνα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οπότε το Θανατονήσι που περιγράφω είναι μια μίξη της παλιάς Γυάρου και ενός Άμπου Γκράιμπ. Ο κοινός παρανομαστής, όμως, ήταν πάντα ένας: ο εκμηδενισμός της ανθρώπινης ζωής.
- Πείτε μας λίγα πράγματα περισσότερα για το βιβλίο σας.
Το «Θανατονήσι» είναι ένα δυστοπικό, κοινωνικό μυθιστόρημα, όπου λαμβάνει χώρα στο άμεσο μέλλον και αφηγείται την ιστορία μιας παρέας, του Δήμου, της Μάγδας, του Αχιλλέα και του Ιάσονα, οι οποίοι έχουν φυλακιστεί στη Γυάρο, λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων από μία νέα χούντα που έχει καταλάβει ξανά την εξουσία.
Κεντρικός αφηγητής είναι ο Δήμος, ο οποίος εξιστορεί την πορεία αυτής της παρέας, αλλά και των βιωμάτων τους, όπως τη νύχτα που πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα, τη στιγμή που αποφάσισε να ακολουθήσει τον Ιάσονα στην παρανομία, απαρνούμενος την ευκαιρία να δραπετεύσει στο εξωτερικό με την οικογένειά του, καθοδηγούμενος πλήρως από την αγάπη που ένιωθε για τον Ιάσονα, τη σύλληψή τους μετά από μία προδοσία, την άφιξή τους στη Γυάρο, τα πεντέμισι χρόνια περίπου όπου παρέμειναν στη Γυάρο και τις σωματικές, ψυχολογικές, συναισθηματικές και σεξουαλικές κακοποιήσεις που δεχτήκανε εκεί, το διχασμό τους ανάμεσα στην εκδίκηση και στην απόδραση, μέχρι και το μεγάλο συμβάν στο τέλος του βιβλίου, όπου οδήγησε μερικούς μήνες αργότερα στην πτώση της νέας αυτής χούντας.
Ο πυρήνας του βιβλίου – και αυτό που καθοδηγεί ουσιαστικά όλη την ιστορία – είναι ο έρωτας και η μετέπειτα αγάπη που τρέφει ο Δήμος για τον Ιάσονα. Πέραν αυτού, το «Θανατονήσι» καταπιάνεται με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Και οι «κακοί» και οι «καλοί» σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι μονοδιάστατοι σαν καρικατούρες, αλλά ικανοί για τα μεγαλύτερα αίσχη, όπως επίσης και για τις ηρωικότερες πράξεις.
Εν κατακλείδι, αν πρέπει να επιλέξω τρία πράγματα, τα οποία εξερευνώ με αυτό το έργο, αυτά είναι: τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος, τι σημαίνει να ζεις χωρίς φόβο και το κατά πόσο ο εαυτός μας καταλήγει να γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός μας.
- Μπορείτε να μας δώσετε ένα απόσπασμα;
Θα σας δώσω δύο. Το πρώτο απόσπασμα είναι η αρχή του προλόγου και το δεύτερο είναι το τέλος αυτού. Αφηγείται ο Ιάσονας.
«Αχ, ο θάνατος... αυτή η αχτίδα!
Στις πέτρες ριγμένοι, θυμωμένα. Ο ιδρώτας να τσουρουφλάει το μέτωπό μας· σβόλοι λιωμένου σιδήρου που μας χαράζουν· ρυτίδες ψυχρήλατες σε φασιστικά αμόνια. Αυτό είναι να ζεις κάτω απ’ τη μπότα: η δυσωδία του αίματος, ο πόνος της ασιτίας, το άδικο της δίψας…»
«…Γιατί εμείς πιστεύουμε στη θύελλα του πνεύματος, που δεν τη βαστάνε κάγκελα. Πιστεύουμε σε μια λεφτεριά σαν το νερό που στάζει από μια αποκαμωμένη πηγή, που δε λέει να τελέψει. Μια λεφτεριά σαν το βούτηγμα του κορμοράνου μες στη μαύρη θάλασσα. Μια λεφτεριά που σαν προφέρεται το κουρασμένο όνομά της, πετάγεται απ’ το στόμα και γίνεται φοίνικας λευκός· χάνεται μέσα στο φως του ήλιου, αστράφτει και φλογοβολά και σαν πεθάνει, γεννιέται ξανά… πάλι στα δυο μας χείλια.
Κι αν χρειαστεί η σάρκα να καεί, τότε χαρούμενα σου λέω: Ας καεί. Γιατί για μας, όσο αυτοί οι διάβολοι κρατάνε τα ηνία, όλη η γη είν’ μια φυλακή και είθε πάντα να φωνάζουμε: Λίγο ακόμα ζωή!»
- Το Θανατονήσι είναι περισσότερο ένα βιβλίο ιστορικής καταγραφής, αφύπνισης ή κάτι άλλο;
Πιστεύω ότι λειτουργεί με διάφορους τρόπους. Κάποιος που θα το διαβάσει, ελπίζω να θυμηθεί ότι πολλά από αυτά που περιγράφω, όντως συνέβησαν. Πραγματικοί άνθρωποι βασανίστηκαν, βιάστηκαν, δολοφονήθηκαν από τη χούντα κατά την επταετία, και όχι μόνο.
Σε μια δεύτερη φάση, το «Θανατονήσι» λειτουργεί και σαν μια προειδοποίηση· ποτέ δεν είναι αρκετά μακριά ο κίνδυνος για τη δημοκρατία και ποτέ ο κίνδυνος δεν είναι αρκετά μικρός. Η αδράνεια και η αδιαφορία των πολιτών είναι τα κυριότερα συστατικά για την πτώση ενός πολιτεύματος.
Φυσικά, δε θεωρώ ότι είναι πιθανόν να ξαναέχουμε μία χούντα, όπως αυτή της επταετίας, γιατί πλέον υπάρχουν αποδοτικότεροι τρόποι για να καταλυθεί ένα πολίτευμα και να διαλυθεί ένα δημοκρατικό κράτος.
Τα τανκς είναι χρήσιμα πλέον μόνο για να σκοτώνουν ανθρώπους και όχι για να τους ελέγχουν διά του φόβου· αυτό πλέον είναι δουλειά των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στο βιβλίο «έντυσα» τους «κακούς» στα χακί, μιας και ήθελα να κάνω τον παραλληλισμό με το παρελθόν. Στο σήμερα, θεωρώ πιο πιθανό να έρθουν με κοστούμια και γραβάτες, παρά με στρατιωτικά.
Τελευταία, ήθελα να αναδείξω ότι τα απολυταρχικά καθεστώτα, ή τα καθεστώτα όπου πλησιάζουν σε αυτά, προβάλλουν πάντα στην αρχή μία ομάδα όπου τη βαφτίζουν «Ο εχθρός», ώστε να δικαιολογήσουν πολιτικές ή ενέργειες, όπου υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν απαράδεκτες ή και παράνομες ακόμα. Εν συνεχεία, η λίστα των «εχθρών» διευρύνεται και ταυτόχρονα διευρύνονται και οι παράνομες ενέργειες ενός καθεστώτος. Στο τέλος, όλοι όσοι αντιτίθενται στο status quo, γίνονται «εχθροί» και καταλήγουμε να έχουμε μια κοινωνία χωρισμένη στα δύο· οι «εχθροί» από τη μία και οι «αλάνθαστοι» από την άλλη. Και θεωρώ ότι αυτός είναι ένας δρόμος, τον οποίον η ελληνική κοινωνία έχει διαβεί πολλάκις, και θα ήταν μόνο δικό μας το φταίξιμο αν τον διαβαίναμε για μια ακόμη φορά.
- Οι ήρωές σας καταφέρνουν να ευτυχήσουν;
Είναι σχετικό αυτό… Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι οι ιστορίες των χαρακτήρων ενός βιβλίου συνεχίζονται και μετά την τελευταία σελίδα, οπότε θέλω να πιστεύω πως ναι, κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να ευτυχήσουν.
Αυτό, όμως, που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι μέσα στο «Θανατονήσι» όλοι οι χαρακτήρες ήταν για μια στιγμή, όσο φευγαλέα και αν ήταν αυτή, ευτυχισμένοι. Και πιστεύω ότι το εκτίμησαν αυτό σαν κάτι πολύτιμο, παρά τις κακουχίες και τα βάσανά τους.
- Αυτή την εποχή γράφετε κάτι άλλο;
Ολοκλήρωσα πριν μερικούς μήνες το επόμενό μου μυθιστόρημα, που λέγεται «Μαινάδες» και τώρα βρίσκομαι στη φάση, όπου το στέλνω σε διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, το οποίο αφηγείται την ιστορία τεσσάρων αδερφών, όπου μετά την εξαφάνιση της μητέρας τους, ξέμειναν με έναν κακοποιητικό, αλκοολικό πατέρα. Η ιστορία ξεκινάει με την αποφυλάκιση της μεγαλύτερης αδερφής από τη φυλακή και την επιστροφή της στο σπίτι… και δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει. Ο πατέρας της την εκβιάζει, χρησιμοποιώντας τη μικρότερη αδερφή, ώστε να του μεταβιβάσει το σπίτι και εν τέλει καταλήγουν σε συμφωνία, με αντάλλαγμα την κηδεμονία της μικρής. Καθώς ξετυλίγεται η ιστορία, η μεγάλη αδερφή ανακαλύπτει τι πραγματικά συνέβη στη μητέρα της, γεγονός που την οδηγεί σε μια τελική και αιματηρή σύγκρουση με τον πατέρα της.
Ακόμη, βρίσκομαι στα μισά ενός ακόμη μυθιστορήματος, όπου θα λέγεται «Το Έθνος της Σιωπής» και θα αποτελεί μια φωτογραφία της κοινωνίας μας σήμερα, έχοντας ως κεντρική ιδέα ότι η πηγή του κακού σε μια κοινωνία είναι η φράση «Κοίτα τη δουλειά σου».
Πιστεύω ότι αυτά τα «Μην ασχολείσαι», «Κοίτα τη δουλειά σου», «Μην ανακατεύεσαι τώρα… θα μπλέξεις…» είναι που δημιουργούν κοινωνίες απάνθρωπες, γεμάτες βία. Δίχως αλληλεγγύη, καλοσύνη και σεβασμό προς τον συνάνθρωπο δε γίνεται να υπάρχει κάτι ουσιαστικό και όποτε βλέπουμε κάποιον να ενοχλεί, να παρενοχλεί, να καταπιέζει ένας συνάνθρωπό μας θεωρώ χρέος μας να επέμβουμε και να βοηθήσουμε.
Το να είσαι πολίτης είναι δουλειά που τρέχει όλο το εικοσιτετράωρο και κάθε μέρα της βδομάδας, όχι μόνο μία φορά στα τέσσερα χρόνια. Πρέπει να ξανακερδίσουμε το δικαίωμα να λεγόμαστε «Άνθρωποι» και «Πολίτες».
Δεν είναι απλό, μήτε εύκολο, αλλά αν αξίζει για κάτι να κοπιάσεις, για αυτό να το κάνεις: για να μπορείς να λέγεσαι «Άνθρωπος».
Σας ευχαριστώ πολύ για την παρουσία σας στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ. Σας εύχομαι τα καλύτερα!
Σας ευχαριστώ πολύ κι εγώ για τη φιλοξενία. Ήτανε χαρά μου!
Βρείτε το μυθιστόρημα του Ηλία Κοντανδριόπουλου στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://24grammata.com