"ίρις ματωμένη"-ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΠΙΟΥ
γράφει η Αγγελική Καραπάνου
Τον Νοέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμίδα η πρώτη ποιητική συλλογή της Σταυρούλας Μπίου, η οποία τιτλοφορείται "ίρις ματωμένη". Τα περίπου πενήντα ποιήματα που απαρτίζουν το έργο,χωρίζονται σε τρεις ενότητες : "ερωτευμένη ίρις", "τσακισμένη ίρις", "μελλούμενη ίρις".
Σε τόνο εξομολογητικό η ποιήτρια-αφηγήτρια κατά κανόνα μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο απευθυνόμενη στο υποτιθέμενο αντικείμενο του πόθου,στο μοιραίο πρόσωπο της ζωής. Περιγράφει έναν δυνατό έρωτα,απ'ένα σημείο και μετά μονόπλευρο, που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στο ένα μέλος της καταλυτικής ένωσης.
Σε απροσδιόριστο χρόνο ο θεός έρωτας πετά τα βέλη του,καρφώνει μια καρδιά και την εμπλέκει σε έναν δύσκολο,άνισο αγώνα. Μια ύπαρξη βιώνει ένα συγκλονιστικό πάθος και μια μη αναστρέψιμη αγάπη για ένα άτομο που βαδίζει σε άλλα μονοπάτια και για λίγο οι δρόμοι τους συναντήθηκαν.
Έπειτα η μαγεμένη οντότητα περνά τα αναπόφευκτα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Εξιδανίκευση, νοσταλγία, πόνος προδοσίας, συντριβή, αποδοχή μοίρας.
Μόνη της αναλογίζεται τι πρόκειται να της συμβεί σ' ένα μέλλον ταυτισμένο με τη μοναξιά, αλλά αρνείται να λύσει τα μάγια. Γιατί μόνο με το άλλο της μισό αισθάνθηκε κάποτε ολοκλήρωση κι εκείνο όρισε το πεπρωμένο της.
Ο λόγος της Σταυρούλας Μπίου στην πρώτη της αυτή εκδοτική προσπάθεια είναι πηγαίος, φρέσκος, ζωντανός, συγκινητικός. Η γραφή της κουβαλά μια αλήθεια τόσο βαριά που σε πείθει απόλυτα πως αυτά που περιγράφει έχουν συμβεί. Αυτό όμως δεν έχει αντικειμενική σημασία. Η ουσία του πράγματος βρίσκεται στους κραδασμούς που προκαλούν τα εν λόγω ποιήματα. Ο αναγνώστης συμπάσχει, αφού σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μετρούν τα σημάδια του μοναδικού, ανυπέρβλητου και καταραμένου έρωτα. Κι άπαντες θα εύχονταν να τον ζήσουν, γιατί μόνο τότε ο βίος τους θα έχει γεύση και άρωμα και νόημα.
Θα ευχηθώ η "ίρις ματωμένη" να είναι ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΗ και θα μοιραστώ μαζί σας έξι ποιήματα!
ερωτευμένη ίρις
Το Γράμμα
Δεν είναι σκοπός μου η ποίηση
όχι αυτήν τη φορά.
Μα νά που ο δρόμος πάλι κοντά σου
μ’ έφερε,
μ’ έσυρε
μόνο για να σου πω πως
αν κάποτε έτσι βιαστικά φύγω
μη με μισήσεις.
Είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
μα πιο δύσκολο να το κρύβεις.
Μια φορά μονάχα τα χείλη σου
απάνω στα δικά μου να νιώσω
να ’χω κι εγώ μια χαρά στον κόσμο,
μια περηφάνια
για προίκα και στολίδι μου,
και τότε ξέρε το
αμέσως θα σ’ αφήσω.
Θα ’χω αυτό το φιλί,
το άγγιγμα στο τρεμάμενό μου χείλος,
να μου θυμίζει πως
γι’ αυτό ήρθα κι έζησα, αγάπη μου.
Σαν άλυτα μάγια θα χαθώ απ’ τη
θύμησή σου
έτσι που
όταν επόμενα χείλη φιλήσεις
δεν θα νιώσεις την προδοσία,
τον θάνατό μου,
κι ολόχαρος θα συνεχίσεις
τον δρόμο που χρόνια χάρασσες.
Μα αν ποτέ κάποια
μικρή ανάμνηση ολισθήσει
απ’ τα μάγια
και στ’ όνειρό σου αγγίξεις και πάλι
τα χείλη μου,
μη φοβηθείς.
Δεν πονάνε πια τα χείλη
που στον Άδη λιώνουν.
Ανάσταση
Σπίτια ολόφωτα
περιμένουν να υποδεχτούν
το μήνυμα της Ανάστασής Του.
Λαμπάδες, φορέματα, χαμόγελα πίσω από μάσκες
και δειλά αγγίγματα.
Ευχές, χαρμόσυνα ηχούν οι καμπάνες.
Σε μια γωνία, μόνη, χωρίς το άγιο Του φως, μ’ ένα αστέρι
συντροφιά σου,
ακοινώνητη.
Η αγάπη η μόνη σου αμαρτία.
Αύριο χάνεσαι, μπροστά σου υψώνεται η Πύλη κι ο
άγγελος
διάπλατα ανοίγει τα φτερά του:
«Γιατί εσύ;»
«Τον αγάπησα σε κάθε λεπτό της διαδρομής»
τσακισμένη ίρις
Μοναξιά ΙI
Το ξέρεις πως λατρεύω
τη θάλασσα τον χειμώνα
Η μυρωδιά, τ’ ακρογιάλι
ο παγωμένος αέρας
Όλα γύρω τόσο ίδια, αγάπη μου
Μα αν κάποτε τύχει και περάσεις
από δω, κάτσε για λίγο
σ’ εκείνο το βραχάκι που απάνω του
βλασταίνουν κι αναπνέουν οι λειχήνες
Άκουσε
Νιώσε τη γη να γυρνάει
το χώμα να ξυπνάει
άγγιξε κάθε κόκκο άμμου μέχρι
το δάγκωμα των χειλιών
Κι όταν πια χορτάσεις σαν λαίμαργο θεριό
δεν θα ’χω άλλα δάκρυα να σου δώσω
δεν έμεινε τίποτα από μένα
Όσο κι αν ψάξεις, αγάπη μου,
δεν έμεινε τίποτα από μένα
παρά μόνο μια λειχήνα
Έσκυψα,
τη φίλησα
κι έκλαψα.
Προδοσία I
Διαγράφεις ανθρώπους
ξεχνάς
εύκολα προχωράς
Βαδίζεις γνωστός ανάμεσα σε αγνώστους
ένα φιλί στα παιδιά σου
ένα χάδι στην καλή σου
κι όλα καλά.
Καμιά τύψη
Καμιά ενοχή
Καμιά θύμηση δεν σ’ αγγίζει πια
Προχωράς
Είσαι καλά
Γελάς
Κι ένα φιλί που κάποτε έδωσες
τόσο ταιριαστό κι εφαπτόμενο
εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι
σε κοιτά απ’ τη γωνιά του δωματίου
και κλείνει τη λάμπα
μη αντέχοντας την τόση ντροπή.
μελλούμενη ίρις
Άτιτλο II‒
Όταν δεν θα ’μαι παρά μόνο μια ανάμνηση
σε μια σκοτεινή αφιλόξενη στέγη του μυαλού σου,
όταν όλες οι λέξεις που σου ’λεγα θα ’χουν πεθάνει
‒Μα τίποτα δεν πεθαίνει, λες‒
κι όλες οι φωτογραφίες μας βίαια ξεριζωθούν από πορτοφόλια κι άλμπουμ,
όταν το λούτρινό μας σε κοιτάξει από την απομακρυσμένη γωνιά του
θλιμμένο και προδομένο που πια δεν του μιλάς για μένα,
όταν όλα τα χαμόγελα, οι αγκαλιές, οι συνευρέσεις των
χειλιών μας,
τα κρυφά αγγίγματα κάτω απ’ το τραπέζι και τα μυστικά
μας θα πεθάνουν
και δεν θα ’χει απομείνει πάρα αυτό το ελάχιστο ίχνος
μνήμης,
τότε θα με ξαναδείς.
Σε κάποιο μονοπάτι του μυαλού σου,
σ’ ένα μακρινό αλλιώτικο παραμύθι,
σε ένα γνώριμο παλιό δρομάκι που περπατήσαμε κάποτε
πιασμένοι χέρι χέρι
θα με ξαναδείς.
Η άλλη Ίρις - Οντίν
Τους ρώτησαν γιατί στη Γη και σήκωσαν τους ώμους
Τους ρώτησαν τι έψαχναν κι έδειξαν εκείνους
Τους ρώτησαν γιατί την έστειλαν κι έδειξαν μαχαίρια
Τους ρώτησαν γιατί τον άνθρωπο κι έβγαλαν σπίθες φλόγες
Τους ρώτησαν πού θα πηγαίναν κι έδειξαν τον Ωρίωνα
Τους ρώτησαν τι θα άλλαζαν κι έδειξαν εκείνη
Τους ρώτησαν με τι τρέφονταν κι έδειξαν τα δόντια
Τους ρώτησαν για τις ζωές π’ αφαίρεσαν και κρυφογέλασαν
Τους ρώτησαν για τον Έρωτα κι έβγαλαν ένα ματωμένο φτερό
Τους ρώτησαν για τον Θεό κι έδειξαν τον Ήλιο
Τους ρώτησαν αν ήθελαν να ζήσουν κι άπλωσαν τα χέρια
Τους ρώτησαν πώς αισθάνονται κι εκείνοι λύθηκαν στα γέλια
Την ρώτησαν πού γεννήθηκε κι έδειξε τ’ αστέρια
Την ρώτησαν πού μεγάλωσε κι έδειξε τη θάλασσα
Την ρώτησαν τι βρήκε στους ανθρώπους και δάκρυσε
Την ρώτησαν αν πόνεσε κι έδειξε τις πληγές στα φτερά της
Την ρώτησαν αν γέλασε και τους κοίταξε στα μάτια
Την ρώτησαν αν μετάνιωσε κι έσκυψε το κεφάλι
Την ρώτησαν τα ζώα πώς τη δέχτηκαν κι έφτιαξε μια πεταλούδα
Την ρώτησαν αν θα ξαναπήγαινε και δεν μίλησε
Την ρώτησαν γιατί δεν σκότωσε κι έκανε τον σταυρό της
Την ρώτησαν πού θα πήγαινε κι έδειξε το φεγγάρι
Την ρώτησαν για τα παιδιά κι άρχισε να χορεύει
Την ρώτησαν αν αγάπησε κι εκείνη χαμογέλασε
Σύντομο Βιογραφικό
Η Σταυρούλα Μπίου, με καταγωγή από Καρδίτσα και Λευκωσία, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην κυπριακή πρωτεύουσα, όπου και διαμένει μόνιμα. Σπούδασε Βυζαντινή και Νέα Ελληνική Φιλολογία στο Παν/μιο Κύπρου και είναι κάτοχος Magister Artium στη Νεοελληνική Φιλολογία. Είναι υποψήφια διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η συλλογή Ίρις Ματωμένη είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Τα τελευταία δύο χρόνια, ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, στην ανθολογία Οι νεότεροι. Κύπριοι ποιητές & ποιήτριες (1981-2001), Αλεξάνδρα Ζαμπά (επιμ.), Λευκωσία, Αρμίδα, 2020, αλλά και στα φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά Κυπριακή Εστία, Κέφαλος και In Focus. Η ποίηση γι’ αυτήν είναι ένας ευαίσθητος, εύθραυστος και μοναχικός δρόμος.
Βρείτε την ποιητική συλλογή της Σταυρούλας Μπίου "ίρις ματωμένη" στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.armidabooks.com