Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Γκανέλη "Ιχνηλάτηση του τέλους" από τις εκδόσεις "στίξις". Θα σας παρουσιάσω κάποια αποσπάσματα του βιβλίου και θα στείλω τις ευχές μου να είναι ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ!
Από την ενότητα ‘’Αποδόμηση του περιττού’’
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα αποστάγματα ενός καλοκαιριού σε γυάλινο βάζο:
- Τα ναρκωμένα σώματα στην παραλία κι απέναντι ένα περίπτερο με παγωτά.
- Η λάβα του Ιουλίου τυλιγμένη στα πεύκα κι η ερωτηματοθεσία του φιλοσοφημένου τζιτζικιού
- Οι Κυκλάδες παραμονή της Παναγίας κι από πάνω ο παράδεισος να στάζει οινόπνευμα.
- Ο ιριδισμός της θάλασσας την ώρα που ένα δελφίνι σκαρφαλώνει στον ήλιο.
- Ο μεσημεριανός ύπνος στο δωματιάκι με τα ελάχιστα έπιπλα, τον παραμορφωτικό καθρέφτη και τις ατέρμονες πτήσεις των κουνουπιών.
Κι αν παρά ταύτα δεν βρεις ποτέ τον εαυτό σου να υφαρπάζει μερικά σταφύλια απ’ το πανέρι του Αυγούστου, έχεις ακόμη πολύ δρόμο να διανύσεις μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Από την ενότητα ‘’Δωμάτιο ξενοδοχείου’’
ΔΩΜΑΤΙΟ 401
Ο κύβος ερρίφθη για τους άνω. Για τους κάτω ας όψονται τα αντισώματα. Εν μέσω πανδημίας ο θάνατος προσομοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Κι η ερημιά με χορτάρι χέρσου χωραφιού. Τρέφομαι με παραπληρωματικές γωνίες μέτριων ποιημάτων. Πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτά. Προπονούμαι καθημερινά στη στέρηση των δακτύλων που με αγγίζουν. Οι μέρες επαληθεύονται με το σταγονόμετρο. Ναι, και βέβαια θα εξαφανιστούμε κάποτε όπως οι συμπτώσεις που διαρκούν λίγο. Αλλά σημασία έχει αυτό που μένει. Η γραφή και τα παράγωγά της. Όμως θα συνεχίσουμε να είμαστε της ίδιας ιδιοσυγκρασίας όπου κι αν πάμε. Μ’ ένα τσιγάρο κι έναν καφέ στο χέρι κι ας μην καπνίζουμε. Χρειάζεται πάντα η επιβεβαίωση της έλλειψης. Μεγάλοι δρόμοι στο βάθος του στίχου θα περιμένουν να τους περπατήσουμε. Εξοπλισμένοι με σακίδια, χάρτες και κάποια παιδική αθωότητα. Ακούγονται πλήκτρα πιάνου και απόηχοι δειλινού. Ένα φωτάκι κρέμεται από το χάος τρεμάμενο. Είναι ώρα να αποχωρήσω. Θα με συναντήσετε σε άλλα ποιήματα, ίσως περισσότερο μόνο και γερασμένο.
Από την ενότητα ‘’Υπολείμματα ουρανού’’
⸙
Ο άνθρωπος με το μαχαίρι καθάριζε τις φλούδες απ’ τα σύννεφα και μετά το έμπηγε στο πρόσωπο του ήλιου. Από τότε άρχισε να σκοτεινιάζει επικίνδυνα στην ψυχή μου, πέντε χιλιάδες χρόνια μοναξιάς κι οι Πυραμίδες μού φαίνονται σπιρτόκουτα, νομίζω πως ο Παρθενώνας είναι έτοιμος να κλάψει κι οι ουρανοξύστες δάχτυλα που προεκτείνονται στο άπειρο.
Κι ο Θεός, ένας άνθρωπος με μαχαίρι που αρέσκεται σε πειράματα.
⸙
Το βρέφος που έπεσε απ’ τον ουρανό είχε μακριά μαλλιά και κάπνιζε αρειμανίως. Οι νοσοκόμες το φρόντιζαν νυχθημερόν: του έδιναν με το μπιμπερό γάλα θανάτου, το νανούριζαν με ακατονόμαστες βρισιές, το σκέπαζαν με σιδερένιες κουβέρτες. Αργότερα του ξερίζωσαν τα μάτια και τα έκαναν χάντρες, του έκοψαν τα χέρια και τα έδωσαν στους ζητιάνους, του κούρεψαν εκείνα τα ωραία μακριά μαλλιά και τα σκόρπισαν στον άνεμο.
Σε μια βδομάδα το πήρε η μητέρα του και το ξαναέβαλε στην κοιλιά της, υποσχόμενη στον εαυτό της ότι δεν θα ξαναδιαβάσει Ποίηση μέχρι τον τοκετό.