"Βελόνα στον γιακά"-ΕΙΡΗΝΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ (Εκδόσεις Διάνοια, Οκτώβριος 2021)
γράφει η Αγγελική Καραπάνου
Τον Οκτώβριο του 2021 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διάνοια το βιβλίο της Ειρήνης Θεοδωρίδου «Βελόνα στον γιακά». Πρόκειται για ένα σπαρταριστό ανάγνωσμα που βασίστηκε στην ιστορία ζωής του παππού της.
Σ’ όσους αναρωτιούνται από πού εμπνεύστηκε τον τίτλο, την απάντηση μας τη δίνει η ανάγνωση του βιβλίου. Η μάνα του βασικού ήρωα, του Γιώργου, όταν έστελνε ρούχα στον ξενιτεμένο της γιο, αυτός της έλεγε να του στείλει επίσης βελόνα και κλωστή για να μπορεί να ράψει τα κουμπιά που έφευγαν. Όταν μετά από έναν οχτάχρονο, ακούσιο χωρισμό από τη μητέρα του, πήγε να την ξανασυναντήσει με τα αδέρφια του, ο νεαρός φόραγε ένα σακάκι με μια βελόνα στον γιακά…
Στο εξώφυλλο του βιβλίου βλέπουμε μια γυναίκα με φτωχικό φόρεμα και μαντήλα, να χαϊδεύει στο κεφάλι το αγοράκι της και ξοπίσω της να στέκονται κι άλλα ταλαιπωρημένα παιδάκια. Εποχή; Λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο… Ασπρόμαυρη φωτογραφία, αποτυπώνει μια πικρή ζωή γεμάτη στερήσεις, αλλά και άδολη αγάπη.
Όπως μας ενημερώνει η συγγραφέας Ειρήνη Θεοδωρίδου στο εισαγωγικό σημείωμα, όλο έβλεπε τον παππού της να γράφει σε ένα μπλε μαθητικό τετράδιο. Όταν τον ρώτησε τι γράφει, της εξομολογήθηκε πως έγραφε… το πονεμένο ταξίδι του βίου του. H εγγονή έδειξε ενθουσιασμό για την κατάθεση ψυχής του παππού Γιώργου , κι αυτός της παρέδωσε άλλα τρία τετράδια. Ήταν ο θησαυρός των αναμνήσεών του, που ήθελε να βγάλει στην επιφάνεια ως φόρο τιμής στους ανθρώπους και τα γεγονότα που τον όρισαν.
Τότε η Ειρήνη Θεοδωρίδου υποσχέθηκε να αναλάβει το δύσκολο έργο, να δώσει σάρκα κι οστά στο όνειρο του παππού της. Ν ’αγγίξει με σεβασμό και φροντίδα όσα της εμπιστεύθηκε και να συγγράψει τα συνταρακτικά βιώματά του. Χαρά, συγκίνηση, αλλά κι ευθύνη στους ώμους της δημιουργού, μα τα κατάφερε ν’ αποτυπώσει με διαύγεια, πιστότητα και λογοτεχνική μαεστρία τις φάσεις μιας διαδρομής ογδόντα τεσσάρων χρόνων.
Ο παππούς γεννήθηκε το 1937 σ’ ένα χωριό των Γρεβενών. Σε μια οικογένεια με έξι παιδιά, έζησε τη φτώχεια, την πείνα, τον αγώνα για την επιβίωση, τον πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, τον εμφύλιο. Ο πατέρας του αντάρτης, πέρασε τη μισή του ζωή στο βουνό κι εκεί τελικά τον βρήκε ο θάνατος. Πριν όμως φύγει κι όσο ο εμφύλιος μαινόταν, αποφάσισε να στείλει τα πέντε παιδιά του μέσω του Ερυθρού Σταυρού στα ξένα, για μια ασφαλέστερη ζωή. Ακολούθησε λίγο μετά κι η γυναίκα του με το στερνοπούλι της.
Το εντεκάχρονο παιδί, βρέθηκε αρχικά στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και μετά στην Τσεχοσλοβακία. Μεγάλωσε, δέθηκε με αδερφικούς δεσμούς με πολλά προσφυγόπουλα, εργάστηκε σκληρά, αγάπησε, έκανε οικογένεια. Ένας λυγμός όμως για την πατρίδα πάντα τον συντρόφευε. Και η βαθιά λαχτάρα να ξαναγυρίσει, κάτι που έγινε τριάντα πέντε χρόνια μετά.
Η συγγραφέας χωρίζει το βιβλίο σε έξι μέρη και σαράντα μικρά αφηγήματα. Οι τίτλοι που τα συνοδεύουν είναι ξεχωριστοί. Παραθέτω για παράδειγμα δύο απ’ αυτούς: «Ο κήπος με τους αντάρτες», «Το κάστρο των κοριτσιών».
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και γίνεται διά στόματος του παππού της. Η σειρά των γεγονότων είναι, όπως διευκρινίζει κι η ίδια η συγγραφέας στο εισαγωγικό σημείωμα, ελαφρώς πειραγμένη. Η αφήγηση δε γίνεται γραμμικά, αλλά με πολλά φλας μπακ κι αναδρομές κι αυτό καθιστά συναρπαστική την εξιστόρηση κι αυξάνει αισθητά τη συναισθηματική ένταση.
Οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα και σε ιστορικά γεγονότα που η συγγραφέας διάβασε στα απομνημονεύματα του παππού, διανθίζεται από τις δικές της σημειώσεις κι επεξηγήσεις , ανατρέχοντας πάντα σε έγκυρες πηγές.
Το βιβλίο συμπληρώνεται από ένα ασπρόμαυρο λεύκωμα με φωτογραφίες του παππού Γιώργου απ’ όλη την πραγματικά συγκλονιστική ζωή του.
Η συγγραφέας παραδίδει στα ελληνικά γράμματα ένα βιβλίο που δεν είναι απλά μια οικογενειακή υπόθεση, αλλά κι ένα κοινωνικοϊστορικό ντοκουμέντο. Και κυρίως ένα γλαφυρότατο και συγκινητικότατο αφήγημα. Εύχομαι να γνωρίσει πολλές αναγνώσεις!
(Από την έκδοση)
Ο ξεριζωμός και μία υπόσχεση...
Ένα ταξίδι δίχως σαφείς προορισμούς μα γεμάτο διαδρομές και σταθμούς...
Ο παππούς γεννήθηκε το μακρινό 1937 στην Παλαιοκνίδη Γρεβενών. Ήταν δεν ήταν έντεκα ετών, όταν αναγκάζεται να αφήσει το χωριό του και να αποχωριστεί τον "φάρο της ζωής του".
Βρίσκεται μικρό παιδί να περιπλανιέται στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας. Σε εκείνες τις συνθήκες - "η πείνα δεν είναι παίξε γέλασε, μα ούτε και η ξενιτιά"- ανταμώνει με παιδιά της ίδιας μοίρας, παιδιά με τα οποία θα μεγαλώσουν μαζί και θα αγαπηθούν σαν αδέρφια.
Χρόνια αργότερα καταλήγει στην Τσεχοσλοβακία. Με σύμμαχο μια "βελόνα" ξεκινά μια ζωή από την αρχή. Αφοσιώνεται στη δουλειά, στο Κόμμα, μα και στη Ρήνα, που γίνεται συνοδοιπόρος του στο ταξίδι.
Κάτι όμως λείπει. Η θύμηση της πατρίδας δεν τον αφήνει να ριζώσει και η επιθυμία του γυρισμού φουντώνει.
Έχει φτάσει πια η στιγμή να εκπληρωθεί μία υπόσχεση που δόθηκε πριν από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια...