Η διαρκής μετακίνηση που δεν είναι επιλογή, αλλά ορίζεται από τα τερτίπια του εργασιακού βίου. Τα πρόσωπα , οι γωνιές, οι γεύσεις κι οι μυρωδιές που μια γυναίκα αφήνει πίσω της. Ο πόνος για τις ρίζες που ξεριζώνονται, για τα τοπία που δεν προλαβαίνουν ν'ανθίσουν. Μα η ψυχή ρίχνει άγκυρα σ'ένα ισχυρό συναίσθημα,που δεν το ξεθωριάζει ο χρόνος κι οι διαδρομές. Η ποιήτρια Βάσω Κανιώτη θα μας φανερώσει την ιστορία που κρύβεται πίσω απ'τα υπέροχα "Δρομολόγιά " της!
Τα δρομολόγια
Είναι και κάποιοι άνθρωποι που οι "ρίζες" τους δε φτάνουν μακριά. Δεν είναι για εκείνους τα πολλά δρομολόγια και οι συχνές μετακινήσεις. Τι γίνεται όμως όταν ο έρωτας σου χτυπάει την πόρτα και σου απλώνει το χέρι να ζήσεις μαζί του με μοναδική επιλογή τις πολλές διαδρομές λόγω των εργασιακών συνθηκών; Τι γίνεται λοιπόν τότε; Αντέχεις να ακολουθήσεις; Ή αποφασίζεις να παραμείνεις στα σίγουρα και σταθερά σου; Ήταν Ιούνιος του 2010 όταν σε γνώρισα και διάλεξα κατεύθυνση. Παραμέρισα τα σίγουρα και σταθερά και επέλεξα να κάνω μαζί σου αυτά τα ιδιαίτερα δρομολόγια. Δέκα χρόνια μετά.. ακόμη μαζί, ακόμη ερωτευμένοι, ακόμη συνοδοιπόροι, ακόμη με μισοάδειες βαλίτσες δίπλα στην πόρτα, εξακολουθώ να ετοιμάζω και να προετοιμάζομαι για το επόμενο ταξίδι. Δε μετάνιωσα ποτέ μου για αυτό.. μόνο που να.. θα' θελα να αποφασίσω κι εγώ μια φορά για το επόμενο δρομολόγιο.
Βάσω Κανιώτη
Τα δρομολόγια-ΒΑΣΩ ΚΑΝΙΩΤΗ
Τη σεργιάνισα τη ζωή μου σε διάφορα μέρη.
Ακούραστα δρομολόγια σε διάφορους τόπους,
αφήνοντας κομματάκια ζωής σε καθέναν απ' αυτούς.
Τα καλοκαίρια με βρίσκαν να μετακομίζω το κορμί μου
ακούραστα και αδιαμαρτύρητα σε μια καινούρια γη,
μα την ψυχή μου δεν μπόρεσα εύκολα ποτέ να τη μετακομίσω.
Να την προσαρμόσω χωρίς τις συνηθισμένες αντιρρήσεις στον καινούριο τόπο.
Κάθε μου μετακίνηση κι ένας ξεριζωμός.
Ένας μικρός θάνατος στιγμών που δε θα μπορούσα ποτέ να αναστήσω πάλι.
Πού να πηγαίνουν άραγε οι στιγμές όταν πεθαίνουν;
<<Γίνονται αναμνήσεις..>> μου είπαν και φωλιάζουν μέσα μας.
Ένα αλλόκοτο πένθος για όσα αποχωριζόμουνα.
Μια αβάσταχτη λύπη για εκείνα που δε θα έβλεπα ξανά,
για όσα δε θα άγγιζα ξανά ποτέ μου.
Κι ένας περίεργος θυμός που έπρεπε σιωπηρά να κλειδώσω με βαριές κλειδαριές
τα όσα αισθήματα μου γεννηθήκαν, ανά τους καιρούς.
Κι ας με φώναζαν οι δρόμοι να τους περπατήσω πάλι,
κι ας με καλούσαν τα λιμάνια πίσω στα καράβια τους,
εγώ πιστή σ' αυτό που μου ανατέθηκε να ζήσω
συνέχιζα να μετακινώ ζωή από τόπο σε τόπο, από γη σε γη.
Άλλοτε σε στεριά κι άλλοτε σε θάλασσα.
Μα, πάντοτε καλοκαίρι. <<Τότε έπρεπε..>> μας έλεγαν..
Συνέχιζα να προσαρμόζω ζωή, ακούραστα, άκοπα, αδιαμαρτύρητα.
Συνέχιζα να κουμπώνω την ψυχή μου στις καινούριες συνθήκες.
Κι όταν χανόμουν στα χιλιόμετρα
μια χαρμολύπη κρεμόταν απ' τα μάτια μου όταν κοιτούσα πίσω,
η λύπη για εκείνα που απαρνιόμουν
και η χαρά για εκείνα που μου 'γνεφαν ότι με περιμένουν.
Το μέλλον αβέβαιο, μα λίγες φορές με τρόμαζε,
τις περισσότερες με προκαλούσε.
Όμως στο τέλος της διαμονής με συνέθλιβε. Με κέρδιζε.
Αθέμιτοι οι όροι που μου έβαζε και με νικούσε.
Ίσως δεν μου ταίριαζαν οι μεγάλες αλλαγές,
ούτε οι συχνές τοποθετήσεις.
Οι ρίζες μου να μην έφταναν μακριά,
να μην ήταν για μένα τα πολλά δρομολόγια.
Όχι, δεν λυπάμαι πλέον γι' αυτό αν με ρωτάς,
εξάλλου η ίδια η ζωή είναι μια πρόκληση,
ένα ιδιαίτερο παιχνίδι κι εσύ το πιόνι.
Όχι, δεν με λυπεί αυτό, αν με ρωτάς.
Μόνο που να..
θα 'θελα κι εγώ να αποφασίσω μια φορά
για το επόμενο ταξίδι.