Μια τραγική συγκυρία γέννησε το παρακάτω ποίημα που έχει γνωρίσει και μια όμορφη μελοποίηση. Ένας γνωστός χοροδιδάσκαλος μαθαίνει στον γιο του χορό. Εύχεται όταν κάνει την έξοδό του για το μακρύ ταξίδι να τον αποχαιρετήσει χορεύοντας το παλικάρι του. Όμως η μοίρα τα έφερε διαφορετικά... Για να δούμε τι έχει να μας πει ο ποιητής Γιώργος Ν. Κανάκης για την πραγματική ιστορία που γέννησε το τραγούδι του " Κύρης υιόν ορμήνευε"!
Κύρης υιόν ορμήνευε
Το τραγούδι αυτό εξιστορεί ένα πραγματικό γεγονός. Ο Χάρης Πανικίδης γνωστός χοροδιδάσκαλος παραδοσιακών χορών, όταν ο γιος του Παναγιώτης ήταν μικρός, του έλεγε, «αυτό που θέλω από ’σένα όταν μεγαλώσεις, είναι, να γίνεις καλός χορευτής και όταν πεθάνω, να χορέψεις πάνω στον τάφο μου πυρρίχιο χορό την ώρα της ταφής μου.» Ο Παναγιώτης Πανικίδης σκοτώθηκε τον Δεκέμβρη του 1999 και τάφηκε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας όπου ο πατέρας, Χάρης Πανικίδης, μαζί με τους συντρόφους τού γιού του χόρεψε πυρρίχιο χορό στον τελευταίο αποχαιρετισμό του μοναχογιού του.
Γιώργος Ν.Κανάκης
Κύρης υιόν ορμήνευε - ΓΙΩΡΓΟΣ Ν.ΚΑΝΑΚΗΣ
Κύρης υιόν ορμήνευε πως είν’ το θέλημά του,
να γίνει πρωτοχορευτής πυρρίχιον να χορεύει,
να τρίζ’ η γη στα πόδια του και τα βουνά να σειούνται,
άμα τα χέρια σαν φτερά σπαθίζουν τον αέρα,
κι ωσάν σιμώσει η στερνή η ώρα της ζωής του,
σαν έρθ’ ο Χάρος και έβρει το στο μαρμαρένιο αλώνι,
δάκρυα να μην σκεπάσουνε τα λαμπερά του μάτια,
μα ούτε και τα πόδια του ο πόνος να λυγήσει,
μόνον να πάρει κεμεντζέ, τουλούμια και νταούλια,
κι εμπρός στο μνήμα του ορθός πυρρίχιον να χορέψει,
να φύγει αυτός ολόχαρος στο υστερνό ταξίδι,
π’ αφήνει πίσω αετό! Τραντέλλενα! κ’ Ακρίτα!
Γυρίσαν όμως οι καιροί κι αλλιώς τα ξεδιαλύναν
κι ο Χάρος πήρε την ψυχή του υιού αντί του κύρη,
κι έμελλε αυτός το θέλημα να κάμει εις στον υιό του.
-«Έλα βρε Χάρε άμα κότας μαζί μου να χορέψεις
κι αν σε βαστούν τα κότσια σου και η καρδιά σ’ αντέχει,
εγώ σου δίνω την ψυχή, μαζί σου έπαρέ την.»
Πατεί το χώμα λες πατεί κατάστηθα τον Χάρο,
απλώνει και τα χέρια του σαν αετού φτερούγες,
παλεύει να ’βρει τις μπασιές του Άδη τα κρικέλια,
ν’ ανέβη εις τους ουρανούς στου Χάρου τα κατώφλια,
κατάματα να τον εδεί, καλά να τον μετρήσει.
Σκύβει στο χώμα και θωρεί στράτες του Κάτω Κόσμου,
πάλι σηκώνεται ορθός κι ωσάν βαρκάρης λάμνει
και ταξιδεύει ανάπλωρα εις την οργή του Χάρου,
γιατί τα δάκρυα τρέχουνε μες στης ψυχής τα βάθη
κι είν’ ο χορός λευτέρωμα στου πόνου του τ’ αγκάθι!