Η συγγραφέας Φανή Ματσινοπούλου, θα μας μιλήσει για την ιστορία έμπνευσης του διηγήματός της "Αμέρικαν μπαρ" κι έπειτα θα το μοιραστεί μαζί μας!
"Αμέρικαν μπαρ"-ΦΑΝΗ ΜΑΤΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ (Η ιστορία ενός διηγήματος)
Το 1992 οργανώθηκε μια μεγάλη απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Η ταλαιπωρία για τους πολίτες, όπως φαντάζεται κάποιος, ήταν τεράστια. Μετά από πολλές ημέρες άκαρπων διαπραγματεύσεων, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει στην κυκλοφορία, για την εξυπηρέτηση των πολιτών, τα ΡΕΟ. Τα στρατιωτικά οχήματα, λοιπόν, βγήκαν στους δρόμους και, ευτυχώς, τουλάχιστον, είχαμε ενημερωθεί εγκαίρως για να μην νομίσουν και οι πιο καχύποπτοι ότι έγινε πραξικόπημα! Έτσι, λοιπόν, τα συμπαθέστατα στρατιωτάκια μας, πάντα με το χαμόγελο, βοηθούσαν μικρούς και μεγάλους ν’ ανέβουν στην καρότσα και να κατέβουν. Και, βέβαια, έκαναν και χατίρια. Στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν, σταματούσαν και σε σημεία εκτός στάσεων, προκειμένου να εξυπηρετήσουν, κυρίως, τους πιο ηλικιωμένους, στους οποίους φέρονταν με ιδιαίτερο σεβασμό και ευγένεια. Αυτό, βέβαια, εκτός από τις ευχαριστίες και τις ευχές που τους έδιναν, πυροδοτούσε και διαμαρτυρίες από κάποιους, που απαιτούσαν να τηρείται το πρόγραμμα ώστε να μην χάνεται χρόνος. Άγριοι καβγάδες και σκηνές απείρου κάλλους εκτυλίσσονταν. Κι εμείς, οι νεότεροι, να ξεκαρδιζόμαστε με το θέαμα και, πραγματικά, να το διασκεδάζουμε. Έτσι, γεννήθηκε η Ούρσουλα του «Αμέρικαν μπαρ».
Η Ούρσουλα, ένα μοναχικό κορίτσι, που τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τους κανόνες και τους νόμους. Αρνείται πεισματικά έστω και τις μικρές, αθώες παρεκκλίσεις και νιώθει ασφάλεια μόνο μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της φαινομενικής αυστηρότητας και τυπολατρίας. Κατά βάθος όμως, η Ούρσουλα είναι ένα βαθιά καλοσυνάτο πλάσμα, μια γυναίκα υπερήφανη που θέλει να προχωρεί με την αξία της στη ζωή, δεν ανέχεται την αδικία και δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία για όλα τα αδύναμα πλάσματα αυτού του κόσμου. Η Ούρσουλα πνίγεται μέσα στους κανόνες που οι άλλοι έχουν επιβάλει αλλά και η ίδια ακολουθεί πιστά. Γι’ αυτό, με την κατάλληλη ευκαιρία, έρχεται η στιγμή που επαναστατεί και αφήνει να ξεχυθούν ελεύθερα η αγάπη, η κατανόηση, η αλληλεγγύη και συμπόνοια.
«ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΜΠΑΡ» (Από τη συλλογή διηγημάτων "Κόκκινο σε βαθύ γαλάζιο", 24 γράμματα, Ιούνιος 2021)
Οι πεζοί σταμάτησαν ξαφνικά και κοιτούσαν επίμονα γεμάτοι περιέργεια. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί στη γειτονιά τους• αλλά ούτε κι είχαν ξανακούσει κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί σε κάποιο άλλο μέρος. Άλλο πάλι και τούτο! Μα τι γινόταν, επιτέλους; Κοιτάζονταν μεταξύ τους με το βλέμμα γεμάτο απορία και έκπληξη ενώ μερικοί γελούσαν αμήχανα. Ρωτούσε ο ένας τον άλλον μήπως κάποιος ήξερε κάτι αλλά όλοι σαστισμένοι δήλωναν παντελή άγνοια.
---
Η Ούρσουλα έπιανε δουλειά στις δώδεκα το μεσημέρι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα εκείνης της εβδομάδας. Εκείνο το πρωί ξύπνησε βαριά και μελαγχολική. Έτσι ήταν από το προηγούμενο βράδυ που είχε γυρίσει από τη δουλειά. Κουβέντα δεν είχε καταφέρει να της πάρει ο πατέρας της. Ήταν φανερό πως κάτι την απασχολούσε. Ό,τι και να έκανε, η εικόνα της γιαγιάς, που περίμενε στη στάση, είχε καρφωθεί στο μυαλό της. Μάταια προσπαθούσε να τη διαγράψει. Προτού πιάσει δουλειά, πέρασε από τη βιολογική λαϊκή αγορά της γειτονιάς για να πάρει άγριο χαμομήλι και τσουκνίδα για τον πατέρα της. Κάθε βράδυ, μετά το βραδινό φαγητό, του έκανε την ένεση ινσουλίνης και εναλλάξ του έφτιαχνε ένα αφέψημα από άγριο χαμομήλι ή τσουκνίδα• και πριν από τον ύπνο, του καθάριζε πάντα και μισό μήλο. Έτσι τους είχε συμβουλέψει ο διαβητολόγος. «Το μήλο ρυθμίζει τα επίπεδα του σακχάρου στον οργανισμό κατά τη διάρκεια του ύπνου». Κι εκείνη ακολουθούσε τις εντολές τού γιατρού με θρησκευτική ευλάβεια αλλά και με απέραντη αγάπη και τρυφερότητα για τον ηλικιωμένο και άρρωστο πατέρα της. Με απόλυτη αυστηρότητα και η τήρηση του καθημερινού του προγράμματος ώστε να μπορεί ο άρρωστος πατέρας της να ζει ήρεμα και να απολαμβάνει, όσο του επέτρεπε η υγεία του, τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
- Μπαμπάκα, έτοιμος! Καλό ξημέρωμα! Αν χρειαστείς κάτι τη νύχτα, να με ξυπνήσεις αμέσως γιατί αλλιώς θα σου θυμώσω• να το ξέρεις.
Με τον πατέρα της ζούσαν παρέα οι δυο τους από τότε που η μάνα της έφυγε ξαφνικά από τη ζωή. Και, πάλι ξαφνικά, μια μέρα τον πήρε κι ήρθανε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Η Ούρσουλα είχε περάσει τις εξετάσεις για οδηγός στον ΟΑΣΑ. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Χρόνια χωρίς σταθερή απασχόληση, κάνοντας περιστασιακές δουλειές του ποδαριού στο χωριό και στα χωράφια, το πήρε επιτέλους απόφαση.
- Μπαμπάκα, εγώ μόνο σου δε σ’ αφήνω. Θα έρθεις μαζί μου να είμαστε παρεούλα. Έχω εγώ άλλον στον κόσμο σαν κι εσένα;
Κι έτσι, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, άφησαν το σπίτι στο χωριό με τη λουλουδιασμένη και δροσερή αυλή και βρέθηκαν κλεισμένοι σ’ ένα τριάρι στην Κυψέλη. Ευτυχώς, ήτανε ρετιρέ και το φαρδύ μπαλκόνι του επέτρεψε στην Ούρσουλα να στήσει το μικρό βασίλειο με τα σποράκια της.
Με το που έφτασαν στην Αθήνα, άλλαξε και τ’ όνομά της. Γιατί Σπυριδούλα την είχαν βαφτίσει• της γιαγιάς της και μάλιστα της πιο αγαπημένης. Όμως, ερχόμενη στην Αθήνα, κάπως το είδε το ζήτημα και το Σπυριδούλα δεν της πήγαινε και τόσο καλά. Έτσι, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, έκανε γρήγορα τον σταυρό της, ζήτησε συγγνώμη από τη συνονόματη γιαγιά, και το Σπυριδούλα έγινε Ούρσουλα. Πιο μοντέρνο, πιο εύηχο, πιο λαμπερό, πιο κινηματογραφικό! Ούτως ή άλλως, τι Σπυριδούλα, τι Ούρσουλα, τα ίδια γράμματα ήτανε περίπου• μ’ έναν γρήγορο και πρόχειρο αναγραμματισμό μια χαρά της βγήκε.
---
Όταν το μικρό μπλε λεωφορείο, που έκανε τη γραμμή Κυψέλη – Κέντρο – Κυψέλη, έφτασε στην οδό Κυψέλης, αποφάσισε ν’ αλλάξει δρομολόγιο εντελώς αναπάντεχα. Η οδηγός, γιατί γυναίκα ήταν, ακολουθούσε, για άγνωστο λόγο, μια πορεία εκτός προγράμματος, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες και τις φωνές των επιβατών• όχι όλων, κάποιων. Γιατί οι περισσότεροι έδειχναν, μάλλον, ευχαριστημένοι.
---
Η Ούρσουλα δεν είχε καμία δυσκολία προσαρμογής στην Αθήνα. Δεν βρήκε κανένα εμπόδιο στο ανδροκρατούμενο περιβάλλον των λεωφορείων. Πανύψηλη, σωματώδης και υπέρβαρη καθώς ήταν, αλλά και συγχρόνως δυνατή, θαλερή και δυναμική, γρήγορα επέβαλε την παρουσία της. Τυπική και άψογη επαγγελματίας, έγινε αμέσως αγαπητή απ’ όλους τους άντρες συναδέλφους της. Συνεπής σε όλα, αυστηρή με τον εαυτό της κυρίως, δεν δεχόταν χάρες και διακρίσεις υπέρ της. Έτσι, τηρούσε τους κανόνες της υπηρεσίας κατά γράμμα ώστε να μην μπορούν να της προσάψουν το παραμικρό. Υπερήφανη, ντόμπρα κι αποτελεσματική, πιο συχνά ζητούσαν τη βοήθειά της οι άντρες συνάδελφοί της παρά εκείνη τη δική τους.
- Ούρσουλα, είσαι σπαθί. Γι’ αυτό όλοι εδώ μέσα σε πάμε• να το ξέρεις. Μόνο αυτό το κόλλημα με τους κανόνες και την τάξη να μην είχες, βρε, κορίτσι μου…..
- Ρε συ, Ούρσουλα, άσε λίγο τον εαυτό σου λάσκα. Τι μανία είναι κι αυτή που έχεις να είναι όλα με το γράμμα του νόμου! Τι νομίζεις, θα σου δώσει κανείς το βραβείο;
- Βρε, κάτσε να πιεις ένα καφεδάκι μαζί μας και ξεκινάς και πέντε λεπτά αργότερα. Δε χάθηκε ο κόσμος.
Η Ούρσουλα όμως δεν άλλαζε. Ήθελε να είναι σε όλα εντάξει. Τι θα γινόταν αν ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε; Υπήρχαν οι νόμοι και οι κανόνες για την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας. Τι θα γίνει δηλαδή, θα τα διαλύσουμε όλα;
Γι’ αυτό και το λεωφορείο της ήτανε το δεύτερο καθημερινό της βασίλειο. Γιατί το πρώτο και το καλύτερο ήτανε τα σποράκια της. Αρχηγός του οχήματός της λοιπόν, τηρούσε πάντα με αυστηρότητα τις οδηγίες της υπηρεσίας. Έτσι, το λεωφορείο της σταματούσε πάντα ακριβώς στο σημείο της στάσης. Οι πόρτες δεν άνοιγαν ούτε εκατοστό πιο πριν ή πιο μετά. Το λεωφορείο της ποτέ δεν γέμιζε ασφυκτικά. Δεκαπέντε επιβάτες καθιστοί, σαράντα τρεις όρθιοι. Τόσους έγραφε η πινακίδα του ΟΑΣΑ, τόσους επέτρεπε κι η ίδια. Πώς τα κατάφερνε κάθε φορά και σε χρόνο αστραπή μπορούσε να υπολογίζει τον αριθμό των επιβατών που μπαινόβγαιναν σε κάθε στάση, μόνο εκείνη το ήξερε! Κι αλίμονο σ’ αυτούς που δεν κατάφερναν να μπουν μέσα. Έπρεπε να περιμένουν το επόμενο δρομολόγιο• και ποιος ήξερε μετά από πόση ώρα….. Κι όταν η πόρτα έκλεινε, η Ούρσουλα ασυγκίνητη και ανένδοτη δεν την άνοιγε ξανά για κανέναν λόγο πριν απ’ την επόμενη στάση. Απτόητη στις διαμαρτυρίες των επιβατών, απαντούσε αυστηρά με τη βαριά και βροντερή φωνή της:
- Τι θα το κάνουμε εδώ, κύριοι, αμέρικαν μπαρ;* Εδώ, κύριοι, υπάρχουν κανόνες και νόμοι. Δε θα κάνει ο καθένας ό,τι του κατεβαίνει!
Από τους καθρέφτες της παρατηρούσε κάθε κίνηση μέσα στο λεωφορείο, χωρίς να της ξεφεύγει το παραμικρό. Έξαλλη γινόταν έτσι κι έπαιρνε το μάτι της κανέναν νεαρό να κάθεται, ενώ υπήρχαν όρθιοι ηλικιωμένοι, έγκυες ή γυναίκες με παιδιά στην αγκαλιά.
- Εδώ, νεαρέ μου, δεν είναι αμέρικαν μπαρ για να κάθεσαι αραχτός. Δεν βλέπεις τη γιαγιούλα που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της ή από το πολύ κινητό σού έχει καεί ο εγκέφαλος; Άντε, λεβέντη μου, για πάρε τα ποδαράκια σου!
- Για να βοηθήσει κάποιος, παρακαλώ, ν’ ανέβει η κοπέλα με το μωρό και το καρότσι, που την κοιτάτε όλοι σα χάνοι.
- Την ταμπέλα «Μην πατάτε την κίτρινη διαγράμμιση» δε τη βλέπετε;
Αυτή ήταν η Ούρσουλα. Αυστηρή, πιστή στους κανόνες και τις οδηγίες αλλά δίκαιη. Με ιδιαίτερη αδυναμία στους ηλικιωμένους, αδύναμους και αδύνατους, ήταν πάντα έτοιμη να μπει μπροστά και να στήσει καβγά για να τους υπερασπιστεί όποτε θεωρούσε ότι κινδύνευαν ή όταν νόμιζε ότι κάποιος πήγαινε να τους αδικήσει ή να τους βλάψει.
Η Ούρσουλα ζούσε μια μοναχική ζωή. Κατάκοπη γύριζε καθημερινά στο σπίτι της όπου την περίμενε ο άρρωστος πατέρας της κι ένας σωρός από δουλειές κι υποχρεώσεις. Η ξεκούρασή της ήτανε το μικρό της βασίλειο με τα σποράκια που είχε στο μπαλκόνι της. Ένθερμη οπαδός της υγιεινής διατροφής και υπέρμαχος της παράδοσης, παρατηρούσε με αγωνία την επερχόμενη και αναπόφευκτη κλιματική αλλαγή που απειλούσε τη ζωή στον πολύπαθο πλανήτη μας. Η Ούρσουλα είχε βρει τον σκοπό της ζωής της στην καθαρή και ποιοτική τροφή που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι σπόροι των ελληνικών, κυρίως, φυτών. Οι σπόροι της Ελλάδας, οι περισσότεροι και οι καλύτεροι σ’ όλη τη νότια Ευρώπη! Και τι δεν είχε στη συλλογή της η Ούρσουλα! Πιπεριά σεράνο και μαύρη ντομάτα. Καρπούζι αστακό και πεπόνι μπανάνα. Ζίννιες και καρδιά βούβαλου. Κρίνα της άμμου, κολοκύθα σταχτοπούτα και άλλα πιο γνωστά στους περισσότερους. Για λίπασμα, κουτσουλιές και για ράντισμα, τσουκνίδα με νερό ή, ακόμη καλύτερα, το μείγμα που έφτιαχνε η ίδια από σκόρδο, καυτερή πιπεριά και νερό.
Κάποια μεγάλωναν στις γλάστρες της ομορφαίνοντας το μπαλκόνι της και κάποια άλλα ήταν κλεισμένα μέσα σε μικρά πλαστικά σακουλάκια φυλαγμένα με πολλή προσοχή και τάξη. Προσοχή στη θερμοκρασία, το φως και την υγρασία. Γιατί η Ούρσουλα, στα ρεπό της και στις άδειές της, έτρεχε στις βιολογικές λαϊκές αλλά και στις γιορτές των σπόρων, όπου και όποτε μπορούσε. Εκεί, όπου συναντούσε και τις μοναδικές της παρέες. Ανθρώπους, με τις ίδιες μ’ εκείνη ανησυχίες, με την ίδια αγάπη για τη ζωή και τη φύση. Εκεί, στα αυτοσχέδια ανταλλακτήρια, οι υπέρμαχοι της φυσικής ζωής και της παράδοσης αντάλλασσαν μεταξύ τους σπόρους χωρίς προσθήκες ή χημικά• σπόρους από γνωστά σε όλους φυτά αλλά και σπόρους σπάνιους, από φυτά που κινδύνευαν να χαθούν για πάντα. Αντάλλασσαν απόψεις για την προστασία των τοπικών ποικιλιών και την εξάπλωσή τους με φυσικούς τρόπους. Οι γιορτές των σπόρων ήταν η γιορτή στη ζωή της Ούρσουλας, που ονειρευόταν την επιστροφή της στο χωριό και το περιβόλι της. Εκεί, μια μέρα θα εξάπλωνε το βασίλειο των φυτών της. Από εκεί, παρέα πάντα με τον πατέρα της, τον οποίο είχε κι αυτόν μυήσει στην αγαπημένη της ασχολία, θα πάλευε με όλες της τις δυνάμεις για μια ζωή σύμφωνη με τους κανόνες της φύσης, πιο ανθρώπινη, πιο γνήσια. Αυτό ονειρευόταν και μια μέρα θα το κατάφερνε. Περίμενε μόνο την κατάλληλη στιγμή.
---
Η Ούρσουλα έπιασε βάρδια ακριβώς στην ώρα της, όπως πάντα. Αμίλητη και κατηφής εκείνη την ημέρα, δεν είχε όρεξη ούτε για κουβέντες, ούτε καν για καλημέρες με κανέναν. Η στενοχώρια τής είχε σταθεί σαν κόμπος στον λαιμό κι ήτανε έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
- Ούρσουλα, αν σε πείραξε κανείς, πες μας να καθαρίσουμε.
Η Ούρσουλα όμως, δεν απάντησε καν. Η εικόνα της γιαγιάς που περίμενε στη στάση το προηγούμενο απόγευμα είχε καρφωθεί στο μυαλό της. Η εικόνα της γιαγιάς που ξέμεινε στη στάση με το ψιλόβροχο και το τσουχτερό κρύο, που σου περόνιαζε τα κόκκαλα, τη βασάνιζε αλύπητα. Μάταια προσπαθούσε να τη διαγράψει.
Μπήκε στο λεωφορείο της για να κάνει το δρομολόγιο Κυψέλη – Κέντρο – Κυψέλη, κυριευμένη από ακατανίκητη δυσθυμία. Το μυαλό της γύριζε διαρκώς στην προηγούμενη μέρα.
---
Μόλις είδε ότι το λεωφορείο της γέμισε από τον προβλεπόμενο αριθμό επιβατών, έκλεισε βιαστικά τις πόρτες και ξεκίνησε. Τελευταία στιγμή και αφού είχε διανύσει μόλις ελάχιστα μέτρα, το μάτι της πήρε, μέσα από τους καθρέφτες, τη γιαγιά που είχε ξεμείνει στη στάση. Ήταν όμως αργά. Το φανάρι είχε ήδη ανάψει και τα κορναρίσματα των βιαστικών οδηγών την ανάγκασαν ν’ αναπτύξει ταχύτητα και ν’ απομακρυνθεί γρήγορα. Κοίταξε μέσα από τους καθρέφτες. Η γιαγιά είχε ξεμείνει μόνη στη στάση, με το ψιλόβροχο και το τσουχτερό κρύο που σου περόνιαζε τα κόκκαλα.
---
Φτάνοντας στην άνοδο της οδού Κυψέλης, η εικόνα της προηγούμενης ημέρας γινόταν όλο και πιο έντονη και βασανιστική. Μια γιαγιά είχε ξεμείνει μόνη στη στάση, με το ψιλόβροχο και το τσουχτερό κρύο που σου περόνιαζε τα κόκκαλα. Κι εκείνη είχε κλείσει τις πόρτες κι είχε απομακρυνθεί βιαστικά• με το λεωφορείο της πλήρες από τον προβλεπόμενο αριθμό επιβατών. Η γιαγιά την κοίταζε μέσα στα μάτια τώρα. Ο άρρωστος πατέρας της την κοίταζε κατάματα κι αυτός τώρα. Θα μπορούσε να είχε σταματήσει; Θα μπορούσε, σκεφτόταν τώρα. Θα μπορούσε να είχε αγνοήσει το φανάρι και τα εκκωφαντικά κορναρίσματα; Θα μπορούσε, σκεφτόταν τώρα. Θα μπορούσε να είχε ανοίξει τις πόρτες ξανά; Θα μπορούσε, σκεφτόταν τώρα.
Σταματούσε στις στάσεις, περίμενε ήρεμα να κατέβουν όσοι ήθελαν και να μπουν όλοι μέσα. Το κρύο ήταν και σήμερα τσουχτερό• ήδη είχε αρχίσει κι ένα ψιλό χιονάκι. Η Ούρσουλα άρχισε να νιώθει την υπερένταση να την κυριεύει. Η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο κοφτή. Το στομάχι της ανακατευόταν και μια αίσθηση ναυτίας επιδείνωνε τη διάθεσή της.
Η εικόνα της γιαγιάς και του πατέρα της εναλλάσσονταν τώρα με ταχύτητα. Ο νόμος, η τάξη, η πειθαρχία. Ο άρρωστος πατέρας της, η γιαγιά που ξέμεινε μόνη στη στάση, με το ψιλόβροχο και το τσουχτερό κρύο που σου περόνιαζε τα κόκκαλα. Οι οδηγίες, οι κανόνες, η πειθαρχία. Το πρόσωπο της γιαγιάς, το πρόσωπο του πατέρα της εναλλάσσονται τώρα όλο και πιο γρήγορα. Η Ούρσουλα αρχίζει να θολώνει. Το τσουχτερό κρύο. Γιατί δεν σταμάτησε; Το γράμμα του νόμου. Η ασφάλεια. Γιατί δεν άνοιξε τις πόρτες;
Η γιαγιά την έσκιζε με το βλέμμα της. Ο άρρωστος πατέρας της την κάρφωνε όλο και πιο έντονα. Ξαφνικά σταμάτησε σε κάποιο σημείο ενδιάμεσα στις στάσεις κι άνοιξε τις πόρτες. Έκπληκτοι κάποιοι κατέβηκαν μόλις κατάλαβαν ότι τους βόλευε, ανέβηκαν και κάποιοι άλλοι περαστικοί, επίσης έκπληκτοι. Η Ούρσουλα ξεκίνησε πάλι συνεχίζοντας να σταματάει στα σημεία που ήταν κανονικά οι στάσεις αλλά και ενδιάμεσα. Κάποιοι διαμαρτύρονταν, κάποιοι άλλοι φώναζαν ευχαριστημένοι με το αναπάντεχο δώρο που τους έτυχε εκείνη την ημέρα, με το τσουχτερό κρύο και το ψιλό χιονάκι που είχε ήδη αρχίσει να πέφτει. Τι καλύτερο από το να σταματάει το λεωφορείο μπροστά στο σπίτι τους!
Οι πεζοί είχαν σταματήσει και κοιτούσαν επίμονα γεμάτοι περιέργεια. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί στη γειτονιά τους• αλλά ούτε κι είχαν ξανακούσει κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί σε κάποιο άλλο μέρος. Άλλο πάλι και τούτο! Μα, τι γινόταν, επιτέλους; Κοιτάζονταν μεταξύ τους με το βλέμμα γεμάτο απορία και έκπληξη ενώ μερικοί γελούσαν αμήχανα. Ρωτούσε ο ένας τον άλλον μήπως κάποιος ήξερε κάτι αλλά όλοι σαστισμένοι δήλωναν παντελή άγνοια.
Στο ύψος της οδού Ζακύνθου μπήκε δεξιά. Έκανε πάλι μια στάση. Κάποιοι κατέβηκαν, κάποιοι ανέβηκαν. Κάποιοι διαμαρτύρονταν εκνευρισμένοι γιατί καθυστερούσαν, κάποιοι την ευχαριστούσαν ενθουσιασμένοι. Η εικόνα της γιαγιάς που είχε ξεμείνει το προηγούμενο βράδυ στη στάση να γίνεται όλο και πιο έντονη και να την κοιτάζει κατάματα. Ο άρρωστος πατέρας της την κοίταζε κατάματα κι αυτός. Κατέβηκε την οδό Κερκύρας• έκανε κι εκεί δυο στάσεις. Ξαναμπήκε στην οδό Κυψέλης από την οδό Ύδρας, συνεχίζοντας την απρόβλεπτη και ακανόνιστη πορεία της, κάνοντας συνεχώς ενδιάμεσες στάσεις.
Η Ούρσουλα αρχίζει ν’ ασφυκτιά• αρχίζει να ζαλίζεται. Επιτέλους, έφτασε στο τέρμα• εξαντλημένη και καταπονημένη. Όταν κατέβηκε κι ο τελευταίος επιβάτης έμεινε λίγο να πάρει μια ανάσα• ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Παρά το τσουχτερό κρύο, ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η γιαγιά που είχε ξεμείνει μόνη στη στάση το προηγούμενο βράδυ, με το τσουχτερό κρύο που σου περόνιαζε τα κόκκαλα, την κοίταζε τώρα μ’ ένα δειλό χαμόγελο. Μ’ ένα χαμόγελο την κοίταζε κι ο άρρωστος πατέρας της.
---
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Ούρσουλα μπήκε στο σπίτι κρατώντας στο χέρι στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
- Μπαμπάκα, φεύγουμε, φώναξε ενθουσιασμένη και τον αγκάλιασε σφιχτά. Γυρίζουμε στο χωριό μας. Αυτό δεν ήθελες; Μας περιμένει το σπίτι μας, η αυλή μας και το περιβόλι με τα σποράκια μας. Ζούγκλα θα σ’ το κάνω, θα δεις!
* Η ατάκα ανήκει στον Διονύση Παπαγιαννόπουλο από την ταινία «Η βίλα των οργίων», σενάριο Γεράσιμος Σταύρου, σκηνοθεσία Ντίνος Δημόπουλος, παραγωγή Φίνος Φιλμ 1964.
Φανή Ματσινοπούλου
Ιανουάριος 2020