Θα δούμε ένα ποίημα που γράφτηκε για τα ανεξιχνίαστα αίτια του θανάτου του αριστούχου φοιτητή ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αγωνιστή της ΕΠΟΝ, Γεωργούλη Χρήστου Χυτήρογλου, κατά την πολιορκία του στρατοπέδου χωροφυλακής Μακρυγιάννη τον Δεκέμβρη του 1944. Δημιουργός του ποιήματος είναι ο Σάββας Σεϊμανίδης. Ο αδικοχαμένος αγωνιστής υπήρξε θείος του λογοτέχνη. Οι συνθήκες του χαμού του Γεωργούλη απασχολούσαν πάντα τον ποιητή. Ο ίδιος λέει ότι δεν έγραψε αυτό το ποίημα ούτε για να αναμοχλεύσει τα πάθη του εμφυλίου σπαραγμού του 1944-49 ούτε από διάθεση προσωπικής εκδίκησης. Το έγραψε σαν μια έκκληση προς όποιον γνωρίζει την αλήθεια να την καταθέσει σε κάποιο δημόσιο βήμα ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη στον Γεωργούλη Χρ. Χυτήρογλου.
Το ανυπόφορο αίσθημα εγκατάλειψης του συντρόφου Γεωργούλη - ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡ. ΣΕΪΜΑΝΙΔΗΣ
Ρέκβιεμ για την απόδοση δικαιοσύνης στον αγωνιστή και αριστούχο φοιτητή ιατρικής, Γεωργούλη Χρήστου Χυτ., στελέχους της ΕΠΟΝ, τον Δεκέμβριο του 1944, κατά την πολιορκία του στρατώνα χωροφυλακής Μακρυγιάννη.
Στην πολυαγαπημένη μου γιαγιά Μαρία,
στον υιό της Γεωργούλη και σε όλα τα θύματα της απολυταρχίας και του κυνισμού της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Χείμαρρος αναβλύζει το αίμα,
από τις ξεσχισμένες σάρκες
του συντρόφου Γεωργούλη,
Στη μέση του μηρού.
«Κουράγιο, σύντροφε,
Θα τα καταφέρεις», του λέει ψιθυριστά
της κομματικής του οργάνωσης ο αρχηγός.
Μα σαν διασταυρώνονται τα βλέμματά τους –
Κι έκανε μιαν υπεράνθρωπη προσπάθεια
Γι 'αυτό, ο σύντροφος Γεωργούλης -
Άλλα λόγια διαβάζει τώρα, στα χείλη του αρχηγού του,
ο μέχρι χθες αποδέκτης επισήμων κομματικών επαίνων!
«Το ξέρω πως είναι σκληρό και απάνθρωπο,
Αυτό που αποφάσισε το πολιτικό γραφείο ,
Εγώ όμως σε είχα προειδοποιήσει,
Σύντροφε Γεωργούλη,
Μην παίζεις με τη φωτιά,
Δεν σηκώνει ανταρσίες
Η δική μας η οργάνωση,
Ούτε καν μια υποψία διαφωνίας !
Αλλά εσύ επέμεινες –
Θεέ μου, τι ξεροκέφαλος κι αυτός
Ο αισθηματίας ! –
Ν’απαιτείς απόλυτη ιδεολογική
Και πολιτική συνέπεια,
Κάτι σαν τους ζηλωτές, στα χρόνια τα βυζαντινά.
Μάλλιασε η γλώσσα μου προσπαθώντας να σου εξηγήσω
Της επαναστατικής δράσης την μεταβλητή ηθική,
Εκείνη που ο αντίπαλος επιβάλλει,
Χωρίς φραγμούς και μικροαστικές ενοχές,
Τη μόνη που ταίριαζε στις τότε συνθήκες
Ανελέητης, ένοπλης σύγκρουσης.
Μα εσύ, σαν άλλος Δημοσθένης,
Διαπιστευτήρια ζητούσες αντισταλινισμού
Από το κάθε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής-
Ούτε ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρρος να ‘σουν ! –
Θαρρείς πως είχε τότε το κόμμα την πολυτέλεια
Να αποδεκατίζει τα στελέχη του, την ώρα που κινδύνευε
Κι αυτή ακόμα η επιβίωσή του!
Ε, λοιπόν, σύντροφε Γεωργούλη,
Το κόμμα αμύνθηκε!
Και νά ‘σαι τώρα με μια σφαίρα συντροφική
Και διαμπερές τραύμα στον μηρό !
Χρειάζεται να σου εξηγήσω
Ότι οι μέρες σου είναι μετρημένες ;
Ξέρεις αρκετά για να βγάλεις
Μόνος σου, τα συμπεράσματα!
Και να ‘σαι ευγνώμων που το κόμμα δεν σε περνάει από στρατοδικείο
Για εσχάτη προδοσία !
Και τώρα σ’αφήνω, σύντροφε Γεωργούλη.
Πάω να ξαναπιάσω τη θέση μάχης στο μετερίζι
Που εσύ πρόδωσες με ασύστατες κατηγορίες –
Τι λέω εγώ , κατηγορίες ; Συκοφαντίες !
Έχε γειά πρώην σύντροφε!»
«Νιώθω τη γη να φεύγει
Κάτω από τα πόδια μου,»
Γράφει ο Γεωργούλης
Στο άυλο ημερολόγιο της σκέψης του
Ενώ το σώμα του μοιάζει
Σαν ένας ασκός του Αιόλου δίχως έρμα.
Τώρα, οι πόνοι έχουν γίνει σουβλίσματα
Σ' ολόκληρο τον μηρό μου.
Σφίγγω τα δόντια
Αλλά δεν θἀντέξω για πολύ.
Μάνα, πόσο θάθελα να με καμαρώσεις
Την ημέρα της ορκωμοσίας
Με τον πρύτανη να μου δίνει το πτυχίο,
Ναι σε μένα τον μικρό κι ασήμαντο Γεωργούλη,
Το ελληνόπουλο από την Καισάρεια
Που ονειρευόταν να θεραπεύει τους φτωχούς
Δίχως να παίρνει δραχμή,
«Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε»,
Κατά... την ρήσιν... του... Ευαγγε...λίου...
Χριστέ μου...σβήνω...
Αννάμ!...
Χριστέ μου... δέξου με ...στο...πλευρό σου...
Μια νοσοκόμα που περνούσε από τον διάδρομο
Όπου είχαν στιβάξει το νεαρό αετόπουλο,
Κοντοστέκεται , αφουγκράζεται κι αναρωτιέται μιλώντας στον εαυτό της:
Τι νάναι και τούτο πάλι; Προσευχή για ρόγχος του θανάτου;
Μα άλλο είναι το ερώτημα που περιμένει ακόμη
Την οριστική του απάντηση:
Ποιος σκότωσε τον Γεωργούλη τον Δεκέμβρη του 1944;
Οι χωροφύλακες οι οποίοι υπεράσπιζαν τον στρατώνα
Μακρυγιάννη ;
Ή οι συναγωνιστές του στην ΕΠΟΝ, άνωθεν εκτελώντας διαταγές;