Ένας άνθρωπος που από τα ψηλά πέφτει στα χαμηλά. Σε μια στιγμή απόγνωσης τηλεφωνεί να ζητήσει βοήθεια...Αυτή η πραγματική συγκινητική πορεία ζωής γέννησε μια έμμετρη ιστορία σε τρία μέρη. Τίτλος της...τι άλλο; "Τηλεφώνημα". Την έγραψε η Μαρία Μπριλή -Καλουτά που την έζησε από πρώτο χέρι! Ας την παρακολουθήσουμε!
Τηλεφώνημα-ΜΑΡΙΑ ΜΠΡΙΛΗ-ΚΑΛΟΥΤΑ
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Ο Χρήστος είναι και ψηλός και λεπτοκαμωμένος
Κι απ’ τις ρυτίδες τις βαθιές φαινόταν γερασμένος.
Έχει για σύντροφο πιστό , της θάλασσας το αλάτι,
από παιδάκι ναυτικός, στης ζωής το μονοπάτι .
Αγαπημένη η θάλασσα με τα βαθιά νερά της
μαγεύει και υπόσχεται, με αυτή την ομορφιά της.
Μα έχει και σκοτεινή πλευρά , φουρτούνες, κακουχίες
ταξίδια επικίνδυνα, γεμάτα δυσκολίες.
Τα χρήματα, στο σπίτι του, τα στέλνει στα παιδιά του
να νιώθουνε ασφάλεια, καλή ζωή , μακριά του
Δεν μένουν για εκείνονε ούτε προσωπικά του
Μα θέλει να περνά καλά , η οικογένειά του
Γιατί κι αυτοί στα γράμματα, και στα τηλέφωνά του
με τα πολλά γλυκόλογα, άγγιζαν την καρδιά του.
Έτσι ήτανε σίγουρος, τους είχε εμπιστοσύνη
σαν γύριζε θα χόρταινε Αγάπη , ευγνωμοσύνη.
Ονειρευόταν τις βραδιές, του γυρισμού την ώρα
να χάνεται στις αγκαλιές, να τους μοιράζει δώρα
και να ρουφήξει όσες χαρές, η μοίρα του είχε στερήσει
και καθημερινές στιγμές που είχε επιθυμήσει.
Σαν θα έβγαινε στην σύνταξη θα άλλαζε η ζωή του
Κι η θάλασσα θα γινόταν πλέον ανάμνησή του
Στην μπροστινή μικρή αυλή, θα βάλει τραπεζάκι
Με δυο καρέκλες πλαστικές και ξύλινο παγκάκι
Μαζί με την γυναίκα του, ζεστό καφέ να πίνουν
Με την συντροφικότητα , μαζί όλα να τα λύνουν
Και όσο για τον κήπο του, θα σκάβει, θα σκαλίζει
λογής λογής λαχανικά και φρούτα να γεμίζει
Με λάστιχο, με λίπασμα να τα περιποιείται
Κι αν δεν καρποφορήσουνε , πάλι να μην πτοείται .
Κι ο γιος του, θα τριγύριζε με το ποδήλατό του…
Λάθος
Ο γιος του, άντρας πια, θα είχε αποφασίσει
Τον δρόμο που επέλεξε να τον ακολουθήσει ,
Κι ο Χρήστος θα καμάρωνε και τόσο θα χαιρόταν
Θα ήταν υποστηρικτικός και θα το αποδεχόταν
Και αισθανόταν τυχερός, τα χρόνια τα στερνά του
με θαλπωρή και με στοργή , στην οικογένειά του.
Ξυπνήστε ο συναγερμός,! κάτι κακό συμβαίνει
Κτυπούν οι πόρτες δυνατά και κόσμος μπαινοβγαίνει.
Κι απ’ το μεγάφωνο η φωνή ..
<< Γρήγορα ετοιμαστείτε
Στο πρώτο το κατάστρωμα όλοι να μαζευτείτε .
Βάλετε τα σωσίβια, και μην καθυστερείτε .
Οι βάρκες είναι έτοιμες να επιβιβαστείτε. >>
Ο καπετάνιος σκυθρωπός, επάνω κάτω τρέχει
Δίνοντας παραγγέλματα, όλους να τους προσέχει
Με ψυχραιμία , με πυγμή κουράγιο να τους δίνει
καλά όλα θα τελειώσουνε , και παρελθόν θα μείνει
αυτή η περιπέτεια στου ταξιδιού την μέση
που σε μεγάλο κίνδυνο τώρα τους έχει θέσει .
Στον Άη Νικόλα ο σταυρός, μια προσευχή δυο λόγια
Γιατί η ζωή είναι πόλεμος, μετριέται με ρολόγια .
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Μπαίνοντας το αυτοκίνητο στην ξέχωρη πλατεία
την κάτασπρη , την καθαρή , τον πιάνει η νοσταλγία.
Έρχονται μνήμες στο μυαλό, για να τον συναντήσουν
αθώες παιδιάστικες φωνές να τον καλωσορίσουν .
Μόνο οι γεροπλάτανοι με τα χοντρά κλαδιά τους
Ακλάδευτοι, αγέρωχοι , στην θέση την παλιά τους,
αν ρώταγε θα του λέγαν , κείνους τους αμανέδες
που γράφτηκαν απ’ την ψυχή μέσα στους καφενέδες.
<< τον άνθρωπο δεν τον γερνούν οι μήνες και οι χρόνοι
μα τον γερνούν τα βάσανα, οι πίκρες και οι πόνοι. >>
<<όποιος αγαπά τα ρόδα, πρέπει να ‘χει υπομονή
όταν τον κεντούν τα αγκάθια να μην λέει πως πονεί. >>
Θα του 'λεγαν για τις χαρές, τα γλέντια τα αστεία
και τους παραδοσιακούς χορούς ,που είχαν σημασία.
Τα συναισθήματα πολλά, για να ελευθερωθούνε
Και οι γυναίκες καθιστές να παρακολουθούνε
Με πρώτο πάντα το συρτό με καθαρό μαντήλι
Κι ο πατητός ακολουθεί, σαν ήπιο τσιφτετέλι,
Και το βαρύ ζεϊμπέκικο πάθους και πειθαρχίας
Η ανδρική η έκφραση κάθε ελευθερίας .
Θα του 'λεγαν λεπτομερώς και θα του διηγόταν
Τις ιστορίες του χωριού που όλες τις θυμόταν.
Μα εκείνος ανυπόμονος , είχε το ραντεβού του
Ήρθε για τα ερείπια να δει του πατρικού του.
Για να το δει άλλη μια φορά, να το αποχαιρετήσει
και όσα έζησε εκεί , μες στην καρδιά να κλείσει
Το πέτρινο το κτίριο εγκαταλελειμμένο
Το πρώτο το σχολείο του και το αγαπημένο
Με την τεράστια αυλή, τώρα να παραμένει
έρημη , ακατοίκητη πλέον χορταριασμένη.
Και δίπλα το σπιτάκι τους. μικρό αλλά μεγάλο
γέμιζε απ’ την Αγάπη τους και δεν χρειαζόταν άλλο.
<< Εγώ σαν ήμουνα μικρός, ήθελα να σπουδάσω
Το χαρτζιλίκι μου έδινα, βιβλία να αγοράσω
Μα όταν ανακοίνωσα ετούτο στους δικούς μου
Εκείνοι με επέπληξαν για τους ισχυρισμούς μου
Και μου αντιπαρατέθηκαν πως πρέπει να μπαρκάρω
Γιατί τα χρέη ήταν πολλά για να τα ξεμπλοκάρω.
Και να μαζέψω τα προικιά και για τις αδερφές μου
Όπου τις υπεραγαπώ κι είναι μικρότερές μου
Που έχουνε ξενιτευτεί, μένουν στην Γερμανία
Τα γράμματά τους αραιά κι η επικοινωνία.
Εδώ πρωτογνωρίστηκα με την γλυκιά Ανθή μου
Η πιο όμορφη νοικοκυρά, το πάθος , η ψυχή μου
Κρυφά εσυναντιόμασταν τις σκέψεις μας να πούμε
μακριά απ’ τα κουτσομπολιά , και να ερωτευτούμε.
Ο γάμος μας εγίνηκε μες την χωριοκλησσιά μας
αγιόκλημα και γιασεμί ήταν τα στέφανά μας.
Της νιότης ενθουσιασμός , έρωτας ευζωία
Γέλια τραγούδια, όνειρα στιγμές από ευτυχία
Αργότερα το αγόρι μας βαφτίσαμε εδώ πέρα
Μα η λιακάδα στην ζωή δεν είναι κάθε μέρα .
Εγώ συνέχεια έλειπα, πολλών μηνών ταξίδια
Κι εκείνη ολομόναχη, ευθύνη και φροντίδα.
Ήρθανε γκρίνιες, τσακωμοί, παράπονα, καβγάδες
Και οι συγκρούσεις γίνανε καθημερινοί μπελάδες
Και φθάσαμε στο χωρισμό, και στην φθορά της σχέσης,
Και για όσα ορκιστήκαμε, μείνανε υποσχέσεις.
Μάταια προσπαθήσαμε να κάνουμε διορθώσεις
μα δεν τα καταφέραμε κι επήραμε αποφάσεις.
Κακώς το αποδέχτηκα, θρήνησα προδοσία
Βυθίστηκα μες το κενό και την απελπισία.
Κι έτσι εγκαταλείφθηκα , κι έφυγα για την πόλη
Μα δεν είμαι ολομόναχος έχω ένα γιο λεβέντη.
Που να΄ ναι πάντα υγιής κι η Παναγία κοντά του
να νιώθω την αγάπη του στα χαιρετίσματά του.
Το επάγγελμα του ναυτικού, θέλει ψυχή γενναία
Σε μια καμπίνα η μοναξιά, κι οι σκέψεις για παρέα.
Μαθαίνεις την υποταγή , τις ιδιαιτερότητές του
ούτε που με τα χρήματα ξεχρεώνονται οι στιγμές του.
Η θάλασσα, πηγή ζωής ,πλανεύτρα , σαγηνεύει
η απεραντοσύνη της , άπαντες τους μαγεύει.
Οι μπόρες, οι φουρτούνες της και τα ξεσπάσματά της
σε αλλάζουνε και δεν μπορείς να ζήσεις μακριά της
Σε σπρώχνει στα διλήμματα και στα τετελεσμένα,
Η αγάπη και ο έρωτας στη λογική κρυμμένα.
Απύθμενα θολά νερά , και κύματα που σμίγουν
Παραμονεύουν τις ψυχές και βίαια τις πνίγουν
Άλλωστε τι είναι η ζωή ; Απρόβλεπτο ταξίδι
που περπατάς, βυθίζεσαι, πέφτεις , χτυπάς ,μα πλέεις
πετάς ψηλά και χαμηλά , και νιώθεις κι αναπνέεις. >>
Γ΄ ΜΕΡΟΣ
Γκρίζοι τοίχοι, και μιζέρια, σ’ ένα χώρο αδειανό,
με την μοναξιά παρέα, και τον χρόνο κυνηγό.
Απέριττο και φτωχικό, ένα δωμάτιο μόνο
Που και το φως το λιγοστό μεγάλωνε τον πόνο ,
Αυτό τον πόνο της καρδιάς και της απελπισίας
Μα και της ανασφάλειας, στις ώρες αγωνίας.
Ακουμπισμένος στην γωνιά ήταν του κρεβατιού του
Μπλεγμένος στο λαβύρινθο εκείνο του μυαλού του
Κάπνιζε ασταμάτητα, με νευρικές κινήσεις
Ψάχνοντας ατελείωτα, χαμένες απαντήσεις.
Σε υπερένταση ο νους, σε ταραχή το σώμα
Διάχυτος ο εκνευρισμός, θλίψη , θυμός ακόμα.
Βάρος, απογοήτευση, τα μάτια να βουρκώνουν
Και να ανασύρονται στιγμές που όλα τα θολώνουν .
Συναισθήματα κρυμμένα, κι εσωτερικές πληγές
Όλα καταχωρημένα στου μυαλού τις εγκοπές.
Οι ερινύες σαν σκιές , σκόρπιες θολές εικόνες
στη μάχη επιβίωσης, σε άγριους χειμώνες.
Εδώ ζωή και θάνατος ,παλεύουν για τη νίκη
Με θεατές την μοναξιά, τον χρόνο και την φρίκη
Παίρνοντας την απόφαση το ακουστικό σηκώνει
με μια ελπίδα αμυδρή
Πως η ζωή είναι γλυκιά κι ακόμα δεν τελειώνει.
<<Κυρά Μαρία καλημέρα. Τέτοια ώρα ενοχλώ;
Συγνώμη που σας κάλεσα, θα ’θελα να σας πω .
Έχω πρόβλημα μεγάλο, για το πως θα επιβιώσω
Ίσως είναι και αργά, πλέον να το κατορθώσω
Δεν έχω πόρους, ντρέπομαι, βοήθεια να ζητήσω
Πάντα ήμουν περήφανος, μα πώς να σου μιλήσω;
Ζω μέσα στην απόγνωση , στο άγχος, στην δυστυχία
Μου λείπουν τα απαραίτητα, μα ευτυχώς τα φάρμακα
Πήρα με δυσκολία.
Μακάρι να τελείωναν οι τόσες μου αγωνίες
Να μην πεινώ, να μην πονώ να μην ζω κακουχίες.
Δεν είχα άλλη επιλογή ,πού να αποταθώ
Μονάχος με την μοναξιά, και πού να στηριχτώ;
Οι φίλοι χάθηκαν κι αυτοί, στους φόβους τους δικούς τους
Στης στενοχώριας τα στενά, στους υπολογισμούς τους.
Μια μικρή βοήθεια ήθελα να ζητήσω
Μέχρι να έρθει η σύνταξη,
Και θα σας εξοφλήσω.
Η μοναδική μου ελπίδα, είσαι, αλήθεια πίστεψέ με
Βρίσκομαι σε αδιέξοδο, αν θες βοήθησέ με .
Γράψε μένω στην Πολέμη, 25 αριθμό
Σε παρακαλώ έχω ανάγκη
Κι ότι κάνεις ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. >>
Η συνομιλία κλείνει, λίγα λόγια και απλά
μα ανεξίτηλη θα μείνει της φωνής του η χροιά.
Τόσο που συγκινήθηκα, κι ευαισθητοποιήθηκα
με τα λεγόμενά του
Ώστε να πειραματιστώ για μια στιγμή να ονειρευτώ
Πως μπαίνω στα παπούτσια του, στην συμπεριφορά του.
Κι Ένιωσα τον πόνο του, σκληρές αλήθειες είδα
< έχει ανάγκη ο άνθρωπος Αγάπη και φροντίδα. >
Κι έκανα το καθήκον μου, και κάτι τι του στέλνω
μα μάταια περίμενα , απάντηση δεν παίρνω.
Και σε δεκαπέντε μέρες τον εβρήκαν πεθαμένο
μέσα σε ένα κρύο σπίτι , μοναχό και ξεχασμένο.
Η ζωή είναι αγώνας με πολλές δοκιμασίες ,
Ο καθένας διανύει την πορεία την δικιά του
Ολομόναχος γεννιέται, κι ολομόναχος βαδίζει
προς την Έξοδο Θανάτου.
ΤΕΛΟΣ
Μ.ΜΠΡΙΛΗ _ ΚΑΛΟΥΤΑ
20 12 2020